Εκρηκτικές διαστάσεις λαμβάνει πλέον το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος. Τα 80 δισεκατομμύρια αγγίζουν πλέον τα κόκκινα δάνεια πάσης φύσεως προς τις τράπεζες.
Τα 65 δισ. αγγίζουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και ο ρυθμός είναι περίπου να αυξάνονται κατά 500 εκατομμύρια ως 1 δισ. μηνιαίως!
Την ίδια στιγμή οι οφειλές επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων προς τα ασφαλιστικά ταμεία ξεπερνούν τα 20 δισ., ενώ υψηλές είναι και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές σε ΔΕΗ, παρόχους τηλεφωνίας και εταιρείες ύδρευσης. Και αυτό όταν σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 3.795.100 άτομα, δηλαδή περίπου το 35% του πληθυσμού της χώρας, βρίσκονται είτε σε κίνδυνο φτώχειας είτε σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή ζουν µε υλικές στερήσεις ή διαβιούν σε νοικοκυριά µε χαμηλή ένταση εργασίας. Αυτό το ποσοστό είναι το υψηλότερο της Ε.Ε. των 28 (μ.ό. 25,1%) με εξαίρεση τη Βουλγαρία (49,3%), τη Ρουμανία (41,7%) και τη Λετονία (36,6%).
Η εικόνα αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά κατά τα χρόνια της κρίσης και ο μηχανισμός μετατροπής της κρίσης του δημόσιου τομέα και των τραπεζών σε κρίση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών δεν είναι ενιαίος, ήταν όμως επιδιωκόμενος!
Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, το 2009-2010, κάποιοι είχαν σπεύσει να υποστηρίξουν ότι οι Έλληνες δεν θα αντιμετωπίσουν ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς το ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες στο σύνολό του ήταν χαμηλότερο από το 100% του ΑΕΠ, ενώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν ήταν σε ύψος που να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες.
Πώς το δημόσιο χρέος «πέρασε» στα νοικοκυριά
Η πολιτική της βίαιης απομόχλευσης (deleverage),δηλαδή της απότομης διακοπής παροχής ρευστότητας είτε μέσω εισοδημάτων είτε μέσω τραπεζικών δανείων που επέβαλαν από κοινού ΔΝΤ-ΕΚΤ και Ε.Ε. στην ελληνική οικονομία, είχε μεταξύ των άλλων μία ακόμη δραματική συνέπεια. Την καθολική υπερχρέωση πολλών επιχειρήσεων και εκατομμυρίων ιδιωτών.
Αιτία αυτής της κατάστασης δεν είναι όπως εύκολα ορισμένοι υποστηρίζουν ο υπερδανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών την περίοδο των «παχέων αγελάδων». Η εκτίμηση αυτή αφορά ένα τμήμα –το μικρότερο– επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Για την υπερχρέωση των ιδιωτών την ευθύνη έχει το κράτος (η εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική).
Μοχλοί μετατροπής της δημοσιονομικής κρίσης σε κρίση των ιδιωτών είναι:
Α) Η συνεχής αύξηση των φορολογικών βαρών.
Μόνον η συμμετοχή των μισθωτών από τα 4,5 δισ. φόρου εισοδήματος το 2008 αγγίζει ήδη τα 10 δισ. Η επιβάρυνση των ακινήτων υπερπενταπλασιάστηκε, και σε πολλές περιπτώσεις έφτασε το 1.000%!
Β) Η δραματική αύξηση της ανεργίας.
Η αύξηση της φορολογίας μισθωτών συνετελέσθη σε συνθήκες δραματικής μείωσης της φορολογητέας ύλης, καθώς σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση Προβόπουλου στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδας μειώθηκαν κατά 904.200 οι θέσεις εργασίας από το 2009 μέχρι 2013 και οδηγήθηκαν σε διακοπή δραστηριότητας 75.600 επιχειρήσεις (ποσοστό 30%). Από τα άτοµα τα οποία ήταν άνεργα το 2013, περίπου το 1/5 είναι άνεργα από το 2009, ενώ και 1 στους 2 έχει να δουλέψει περισσότερο από 1 χρόνο.
Γ) Η μείωση των μισθών
Πάλι σύμφωνα με την έκθεση Προβόπουλου, συνετελέσθη μείωση των πραγματικών μέσων ακαθάριστων αποδοχών από το 2010 κατά 25,2%. Ειδικότερα ανά τομέα οι μειώσεις ήταν: Δημόσιο -15,9%, ΔΕΚΟ -29,1%, Τράπεζες -18,2%, Ιδιωτικός Τομέας (πλην τραπεζών) -20,4%. Για το 2014 προβλέπεται νέα πτώση κατά 1,5 %.
Είναι περισσότερο από προφανές ότι όταν τα εισοδήματα μειώνονταν ή σε πολλές περιπτώσεις μηδενίζονταν και παράλληλα αυξανόταν η φορολογική επιβάρυνση, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά να φτάσουν σε αδυναμία πληρωμών.
Πώς η τραπεζική κρίση «γονάτισε» επιχειρήσεις
Αν ο μηχανισμός υπερχρέωσης των νοικοκυριών είναι δημοσιονομικός, στην περίπτωση των επιχειρήσεων –που οφείλουν περισσότερο από το 50% του κόκκινου ιδιωτικού χρέους– ο βασικός μηχανισμός που προκαλεί την αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους είναι πιο σύνθετος.
Η περιοριστική οικονομική πολιτική και η μείωση των τζίρων, όμως, δεν εξηγεί επαρκώς τα πράγματα γιατί το πρόβλημα επεκτείνεται και σε επιχειρήσεις και κλάδους που είναι κατά συντριπτικό ποσοστό εξαγωγικές και κατά συνέπεια δεν επηρεάζονται από την εσωτερική ύφεση (π.χ., ιχθυοκαλλιέργειες, με εξαγωγές άνω του 70%).
Η γρήγορη –σχεδόν βίαιη ως προς τους όρους και την ταχύτητα– ενοποίηση με υποχρεωτικές εξαγορές-συγχωνεύσεις (consolidation) στον τραπεζικό τομέα είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του αριθμού των τραπεζών από 17 σε 5 (4 συστημικές +Αττικής). Το γεγονός αυτό συρρίκνωσε δραματικά τα όρια πιστώσεων σε πάρα πολλές επιχειρήσεις, καθώς όρια από 5-10 διαφορετικές τράπεζες γινόταν όριο από 1 ή 2 τράπεζες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση γνωστής βιομηχανίας με αθροιστικά όρια 2,5 δισ. από 6 διαφορετικές τράπεζες να συρρικνώσει τον δανεισμό της κατά 1 δισ. Και σε ορισμένες περιπτώσεις ισχυρών πελατών οι τράπεζες δέχτηκαν σταδιακή προσαρμογή, σε πολλές περιπτώσεις το «άδειασμα» ήταν γρήγορο.
Αυτός ήταν ο ένας μηχανισμός. Ο άλλος αφορούσε στον δραματικό περιορισμό των κεφαλαίων κίνησης –πάλι εξαιτίας συρρίκνωσης των ορίων- σε επιχειρήσεις που χρειάζονται υψηλά κεφάλαια κίνησης. Εκεί υπήρξε πραγματική καταστροφή…