Μία στις δύο επιχειρήσεις στην Ελλάδα “πνίγονται” στα χρέη! . Όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ της, η εφημερίδα «Τα Νέα», εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, αναζητούν ρευστότητα 18 δις ευρώ, που υπολογίζεται ότι λείπει από την αγορά.
Οι μικρομεσαίοι είναι εγκλωβισμένοι μεταξύ της έλλειψης «ζεστού» χρήματος και των ακριβών επιτοκίων των επιχειρηματικών δανείων.
Με τις νέες χορηγήσεις να βρίσκονται στο ναδίρ και το τελικό κόστος δανεισμού να παραμένει στο 8%, ουσιαστικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αποκλεισμένες από την χρηματοδότηση.
Έτσι, ακόμα και εκείνες που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν βιώσιμες βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα του λουκέτου, καθώς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, ούτε να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, 8 στις 10 επιχειρήσεις δεν φτάνουν καν στη διαδικασία έγκρισης του δανείου, ενώ μία στις δύο πνίγονται στα χρέη.
Ωστόσο, μέχρι τα τέλη του χρόνου, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν 7 δις ευρώ σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ενώ συνολικά από την αγορά για τη χρηματοδότηση άλλων υποχρεώσεων και για την ανανέωση της ρευστότητας υπολογίζεται πως λείπουν 18 δις ευρώ.
Χαρακτηριστικό, όπως επισημαίνεται στο ρεπορτάζ, της διαρκώς μειούμενης ρευστότητας είναι ότι, ενώ στα τέλη του 2009 το σύνολο των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις ανερχόταν στα 130 δις ευρώ, στα τέλη Ιουλίου έπεσε το αντίστοιχο ποσό έπεσε στα 101 δις ευρώ. Δηλαδή από τα τέλη του 2009 μέχρι και σήμερα, «έφυγαν» από την αγορά 29 δις ευρώ.
Στον αντίποδα, τροχοπέδη για το άνοιγμα των κρουνών του δανεισμού, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη στην εφημερίδα, είναι οι ιδιαίτερα υψηλές επισφάλειες κυρίως στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες διαμορφώνονται στο 47%. Στο γεγονός αυτό οφείλεται, κατά τα τραπεζικά στελέχη, η διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα. Ενδεικτικό είναι ότι από τα 26 δις ευρώ που έχουν δοθεί σε ιδιοκτήτες μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα 11,5 δις είναι στο κόκκινο, ενώ 100.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 4,5 δις ευρώ.