Στα 68 δισ. ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, που ανησυχούν τους δανειστές
Τρόπους να προστατεύσει οικονομικά αδύναμους οφειλέτες του Δημοσίου από την απαίτηση της τρόικας για επιτάχυνση των πλειστηριασμών ακινήτων αναζητεί η κυβέρνηση, με τη σχετική ευθύνη να βαραίνει από χθες τα υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης.
Η αυξητική πορεία των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, που έχουν φτάσει στο ποσό των 68 δισ. ευρώ, ανησυχεί την τρόικα, η οποία βλέπει στις κατασχέσεις και στους πληθωρισμούς τη μοναδική αποτελεσματική λύση για την ανάσχεση της συσσώρευσης οφειλών.
Έτσι, στο επικαιροποιημένο μνημόνιο η τρόικα ενέταξε την υποχρέωση εκ μέρους της Ελλάδας της αλλαγής του πλαισίου διεκδίκησης των ληξιπρόθεσμων χρεών μέσω πλειστηριασμών. Μάλιστα, προέβλεψε την τιμή εκκίνησης των ακινήτων που εκπλειστηριάζονται να διαμορφώνεται στο 1/3 της αντικειμενικής αξίας. Δηλαδή, ένα ακίνητο με αντικειμενική αξία, π.χ., 200.000 ευρώ, να έχει τιμή εκκίνησης στον πλειστηριασμό το ποσό των 60.000 ευρώ. Αυτό ουσιαστικά συνεπάγεται την πλήρη απελευθέρωση των πλειστηριασμών.
Η σημερινή νομοθεσία προβλέπει πως αν και η ελάχιστη τιμή εκκίνησης του πλειστηριασμού δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από την αντικειμενική αξία αν πραγματοποιηθούν δύο άγονοι πλειστηριασμοί, η εφορία μπορεί να ζητήσει μέσω του δικαστηρίου τη μείωση της τιμής εκκίνησης του ακινήτου που εκπλειστηριάζεται. Η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα με αποτέλεσμα στην πράξη να μη γίνονται πλειστηριασμοί ή το Δημόσιο να εισπράττει τα οφειλόμενα με καθυστέρηση.
Το θέμα ανατέθηκε στους υπουργούς Ανάπτυξης Ν. Δένδια και Δικαιοσύνης Χαρ. Αθανασίου οι οποίοι θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να αντικρούσουν τα επιχειρήματα της τρόικας και να προτείνουν μια βιώσιμη λύση εν όψει της συνάντησης των Παρισίων.
Σύμφωνα με πηγές η ελληνική πλευρά θα προτείνει την εναρμόνιση της νομοθεσίας για τις κατασχέσεις ακινήτων από το Δημόσιο με όσα προβλέπει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι τη θέσπιση ελάχιστης τιμής ίσης με τα 2/3 της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Ωστόσο, μέλλει να καταδειχθεί το εάν ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ θα το δεχθούν ή θα επιμείνουν στη γραμμή της πλήρους απελευθέρωσης.