Μαζικές αιτήσεις για αναχρηματοδοτήσεις στεγαστικών, καταναλωτικών και επιχειρηματικών δανείων δέχονται πλέον οι τράπεζες καθώς η μείωση των εισοδημάτων και η ύφεση στην αγορά πνίγουν τους δανειολήπτες.
Οπως αναφέρουν τραπεζίτες, οκτώ στα δέκα νέα δάνεια αφορούν αναχρηματοδότηση παλαιών οφειλών, ενώ συνολικά από την αρχή της κρίσης εκτιμάται ότι περισσότερα από 2 εκατ. δάνεια έχουν ρυθμιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Μειωμένα επιτόκια και αύξηση της διάρκειας είναι οι δύο βασικοί άξονες που εφαρμόζουν οι τράπεζες, αλλά ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι δανειολήπτες που ρύθμισαν τις οφειλές τους το 2009 ή το 2010 ζητούν πλέον ακόμη πιο ευνοϊκούς όρους καθώς «δεν τα βγάζουν πέρα».
Τραπεζικά στελέχη λένε πως η λύση της αναχρηματοδότησης είναι πλέον μονόδρομος τόσο για τους ιδιώτες όσο και για τις επιχειρήσεις, καθώς με το ψαλίδισμα στο εισόδημα των μισθωτών σε συνδυασμό με την ύφεση που χτυπά επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, δημιουργείται εκρηκτικό κοκτέιλ με άμεσο αντίκτυπο στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Μάλιστα, η κατάσταση αυτή έχει και παράπλευρες απώλειες για τις τράπεζες οι οποίες λίγες εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της μελέτης της Blackrock καλούνται να συνυπολογίσουν ακόμη ένα πρόβλημα, αυτό των αυξημένων επισφαλειών, με ό,τι συνεπάγεται για τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής τους.
Δάνεια στο κόκκινο. Η ρύθμιση των οφειλών πάντως είναι μια διαδικασία που βρίσκει σύμφωνες και τις ίδιες τις τράπεζες αφού σε αντίθετη περίπτωση καλούνται να «γράψουν» ακόμη περισσότερες επισφάλειες στους ισολογισμούς του. Κάτι που αποφεύγουν όσο μπορούν μια που, ούτως ή άλλως, τα επισφαλή δάνεια εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν ακόμα και το 15% του συνόλου μέχρι τα τέλη του χρόνου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 40 δισ. ευρώ.
Δόση στο μισό. Οσοι καταφέρουν να αξιοποιήσουν τα προγράμματα αναχρηματοδότησης των τραπεζών, μπορούν αφενός να εξασφαλίσουν – κατά κανόνα – χαμηλότερα επιτόκια και αφετέρου να μειώσουν τη δόση τους αυξάνοντας τη διάρκεια. Σύμμαχος σε αυτή τη συγκυρία είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς το βασικό επιτόκιο του ενιαίου νομίσματος βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 1%, γεγονός που επιτρέπει τη ρύθμιση των οφειλών σε χαμηλότερα επίπεδα. Παράλληλα, ιδιαίτερα προσφιλή τακτική αποτελεί η αύξηση της διάρκειας του δανείου, είτε πρόκειται για στεγαστικό είτε για καταναλωτικό. Στα στεγαστικά – ανάλογα με την ηλικία του δανειολήπτη – η μέγιστη διάρκεια φτάνει ακόμα και τα 40 χρόνια, ενώ στα καταναλωτικά, αν υπάρξει προσημείωση περιουσιακού στοιχείου, μπορεί και να ξεπεράσει τα 20. Ο συνδυασμός του μειωμένου επιτοκίου με την αυξημένη διάρκεια μπορεί να ρίξει τη δόση ακόμη και στο μισό, παρότι στο τέλος ο δανειολήπτης θα έχει επιβαρυνθεί με περισσότερους τόκους.
Και κούρεμα. Μάλιστα, τόσο πιεστική έχει γίνει η κατάσταση για τις τράπεζες ώστε σε κάποιες περιπτώσεις είναι διατεθειμένες να δεχθούν ακόμη και κούρεμα στις οφειλές του δανειολήπτη, αν αυτός εξοφλήσει εφάπαξ το υπόλοιπο χρέος. Προτιμούν, δηλαδή, να πάρουν ζεστό χρήμα χάνοντας ένα μέρος του κεφαλαίου.