του Θανάση Νικολαΐδη
ΑΠ’ την ακρίβεια και τη σπατάλη, στη φτήνια από ανάγκη. Δεν το συζητούσαμε για το φάρμακο-υπήρχε στο φαρμακείο. Δεν το’ χαμε καημό για το παραφουσκωμένο βιβλιάριο και το ταμείο γονάτισε.
Με το βιβλιάριο της γριούλας διαχειριστικό εργαλείο στα χέρια του που εκτελούσε συνταγές του γιατρού, «εκτελώντας» το σύστημα και οι δυο τους, και με τον πελάτη κομπάρσο-συνεργό. Ό,τι μπορούσε έκαστος, το ίδιο και οι εταιρίες. Με τους φαρμακοβιομηχάνους να ανταμείβουν τους…λειτουργούς του «συστήματος», μοναδικού στην Ευρώπη και δαπανηρότερου στον κόσμο.
ΚΑΙ το Κράτος; Να χρωστάει στους «δανειστές» υγείας κι αυτοί να ξεσαλώνουν, αντί να στεναχωρούνται. Υπήρχε το «αντιφάρμακο». Ανατιμήσεις τρελές πάνω στην κρατική ασυνέπεια και στο φέσι. Οι τιμές να παίρνουν φωτιά και οι προμηθευτές να στήνουν πανηγύρι. Με τον γιατρό-επιστήμονα…συνταγολόγο (όχι τον κάθε γιατρό) και την υπερσυνταγολόγησή του (για να φαντάζει «καλός» γιατρός στα μάτια του ασθενή) και με το αζημίωτο αμφοτέρων.
ΚΙ όταν η κρίση χτύπησε την πόρτα (και) στην παράγκα της υγείας, το μέτωπο στήθηκε σε χρόνο μηδέν. Με ταμπούρια και οχυρά, αρνήσεις και προσκόμματα. «Δεν ξέρω από κομπιούτερ» ο γιατρός, «να μας ξοφλήσουν» ο φαρμακοποιός και το «οικοδόμημα» καταρρέει. Το βλέπουν έντρομοι οι «λειτουργοί», σηκώνουν άσπρη σημαία και προσέρχονται σε διάλογο. Με σκαστούς πυροβολισμούς στα (λεγόμενα) γενόσημα και για την τιμή των όπλων. Για τους κινδύνους(;) που διατρέχουμε από πλημμελείς έλεγχους του ΕΟΦ, λες κι ως τώρα κάποιος τους έλεγχε στο πανηγύρι της διακίνησης και εμπορίας του φαρμάκου.
ΚΑΠΟΙΑ πράγματα γεννώνται απ’ την ανάγκη και δεν ήταν αναγκαίο να μας ταρακουνήσει (μόνο) η κρίση. Μπορούσαμε να προλάβουμε το κακό και δεν το κάναμε. Να κλείσουμε την πληγή (απ’ τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα της κομπίνας και της αρπαχτής) και πέρα…έβρεχε. Μας τρύπησε η βουκέντρα τα πισινά, μας περόνιασε το κρύο και τρέχουμε κρατώντας την ομπρέλα. Ξυπνητοί για το «αύριο που δεν έχει». Με την αγωνία του κυνηγημένου, και με την ψυχολογία του μετανιωμένου(;).
ΚΑΙ, βέβαια, με μια εκτεταμένη και σαφή διαβάθμιση της συμμετοχής στο έγκλημα, που κανέναν δεν αφήνει «εκτός». Όσο κι αν ο καθένας αρέσκεται να καμαρώνει τα αγγελικά φτερά στους ώμους του ξετινάζοντας ψήγματα ή τόνους ενοχής. Όσο κι αν οι «πρωταίτιοι» και κυρίως υπεύθυνοι πασκίζουν για πρόσωπο αγγελικό πάνω σ’ εκείνο της πλεονεξίας και της σιχασιάς.