(Συγγραφέας – Σύμβουλος Διαπραγματεύσεων)
Με όλα όσα γίνονται –και με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται- η χώρα, σαν έθνος, και οι πολίτες της εξαθλιώνονται και εξαχρειώνονται με ταχύτατο ρυθμό.
Στο πλαίσιο αυτό οι φτωχοί γίνονται πολύ φτωχότεροι και οι πλούσιοι θα γίνουν πολύ πλουσιότεροι. Για τους μεν, τους φτωχούς, δεν υπάρχει η δυνατότητα της ευκαιρίας, ενώ για τους δε, τους πλουσίους, οι δυνατότητες ευκαιρίας είναι καταπληκτικές. Στην ουσία πρόκειται για ανακατανομή του πλούτου της χώρας και διαμόρφωσης νέων κοινωνικών διαστρωματώσεων που θα δημιουργήσουν νέες μορφές φεουδαρχίας.
Σε τέτοια κοινωνικά περιβάλλοντα αλλοιώνονται και μεταλλάσσονται οι αξίες και οι μορφές δικαίου στις οποίες πιστεύουν –και αποδέχονται- οι πολίτες μιας χώρας και διαμορφώνεται μια νέα μορφή συνείδησης. Βέβαια αυτοί που μπόρεσαν να φύγουν, ως μετανάστες καταδιωκόμενοι από την απελπισία και τη δυστυχία και το άθλιο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα κατοχής, από τη χώρα ίσως διατηρήσουν τις παραδοσιακές αξίες – όπως συμβαίνει κυρίως με τους Έλληνες της ομογένειας οι οποίοι είναι οι «γνήσιοι Έλληνες» που δεν διεφθάρησαν από το «σύστημα».
Οι υπόλοιποι Έλληνες παραμένουν εγκλωβισμένοι στη χώρα ως υποτελείς δουλοπάροικοι σε διαφθαρμένους και ανίκανους κυβερνήτες που νομοθετούν σύμφωνα με τα κέφια και τις επιλογές του για διαιώνιση της κυριαρχίας τους.
Αυτοί λοιπόν που αναγκαστικά έμειναν πίσω –στην πατρίδα- θα αναγκαστούν, αργά ή γρήγορα, να υιοθετήσουν νέες αρχές και συμπεριφορές.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει ακόμη κάποιο «λίπος»και δυνατότητα για στοιχειώδη επιβίωση σε μεγάλο αριθμό Ελλήνων – ιδίως για όσους η καταγωγή είναι από χωριά, διότι εκεί υπάρχει το κτήμα, το χωράφι, το σπίτι, κάποιες κότες, φτηνό κόστος ζωής και κάποια «γεννήματα». Τα αστικά όμως κέντρα είναι εκείνα που υποφέρουν και θα υποφέρουν ακόμη περισσότερο – θυμηθείτε την «μαύρη αγορά» στα χρόνια της κτηνώδους Γερμανικής κατοχής την εποχή του πολέμου.
Στα αστικά κέντρα τα παιδιά σπούδασαν, με αρκετές στερήσεις των γονιών, για να ενταχθούν επάξια στις τάξεις των ανέργων με διαχρονική προοπτική ανεργίας. Τα παιδιά αυτά φιλοξενούνται στο σπίτι της οικογένειάς τους και φυσικά και έχουν ανάγκες που δεν μπορούν τα ίδια να τις εξυπηρετήσουν. Οι γονείς μετά την εποχή της πλαστής ευμάρειας – αυτοκίνητο για το παιδί, διακοποδάνεια, εορτοδάνεια, «έχε και εσύ το δικό σου σπίτι», και όλες οι άλλες προσφερόμενες διευκολύνσεις,- και όντες αντιμέτωποι με όλες αυτές τις «νάρκες» που τοποθέτησαν αριστοτεχνικά με νοοτροπία πονηρού τοκογλύφου στα θεμέλια μιας ανώριμης κοινωνίας τα εντιμότατα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Τώρα, όσοι απόλαυσαν τις παροχές και τις υπηρεσίες των τραπεζών, πρέπει να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Πώς όμως; Με χρήματα που δεν έχουν και που δεν πρόκειται να αποκτήσουν; Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα βρεθούν κάποια στιγμή, ίσως πολύ γρήγορα, σε κατάσταση πλήρους απόγνωσης. Θα πρέπει να αποχωριστούν αυτά που απέκτησαν με κόπο και ιδρώτα.
Σ αυτή την περίπτωση το πλέον επίφοβο και απευκταίο είναι ότι άνθρωποι που θα βρίσκονται σ αυτή την κατάσταση θα συνταχθούν –όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη- με εγκληματικά στοιχεία και κοινούς κακοποιούς που θα φορέσουν τον μανδύα του Ρομπέν των Δασών. Δεν θα τους ενώνει τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια για επιβίωση.
Πολλά πράγματα θα αλλάξουν τόσο γρήγορα όσο γρήγορα κατέρρευσε η χώρα . Αν μιλήσουμε με απλούς ανθρώπους που δεν έχουν λόγους να είναι υποκριτές και τους ρωτήσουμε «στενοχωριέστε που ληστεύουν τράπεζες;», θα πάρουμε πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Αν τους ρωτήσουμε «στενοχωριέστε που λοιδορούν, προπηλακίζουν, μουντζώνουν, και διαπομπεύουν τους πολιτικούς;» οι απαντήσεις θα είναι ακόμη περισσότερο ενδιαφέρουσες – τώρα ιδίως με όσα συμβαίνουν σε μια βουλή που είναι απρόθυμη να αποκαλύψει και πρόθυμη να καλύψει κάποιες αξιόποινες πράξεις χρησιμοποιώντας όλα τα γραφειοκρατικά κόλπα.
Και κατόπιν -κάποια μέρα που μακάρι να μην έρθει ποτέ γιατί θα είναι η αρχή του κύκλου του αίματος- «στενοχωρηθήκατε για τη δολοφονία του τάδε» – (καλώς ή κακώς θεωρούμενου κατά γενική ομολογία ως «εχθρός του λαού»), η απάντηση θα είναι μάλλον «καλά έκαναν».
Ήδη έχουμε διαβεί τον Ρουβίκωνα και είμαστε σε «σημείο τροπής». Αν μάλιστα πιστέψουμε στα όσα μας είπαν περί «πλιάτσικου» στις πρόσφατες κοινωνικές αναταραχές, ότι δηλαδή συμμετείχαν στις λεηλασίες μαζί με τους θλιβερούς αντιεξουσιαστές και αναρχικούς και απλοί πολίτες τότε μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα γενίκευσης τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών. Εδώ λοιπόν μπορούμε να τονίσουμε το γεγονός της «εξαχρείωσης ενός εξαθλιωμένου λαού».
Η χώρα για να μην έχει αυτή την κακή μοίρα πρέπει να εκτονωθεί με κάποιο τρόπο. Η πίεση είναι πλέον αφόρητη και αποδέκτης της δυσαρέσκειας είναι –δικαίως- το πολιτικό σύστημα. Η διαπίστωση της ανικανότητας του συστήματος –εκούσιοι ή ακούσιοι ανίκανοι λειτουργοί- είναι διεθνής. Όμως οι πολιτικοί αυτάρεσκα αναπαυμένοι στην αλαζονεία τους δεν πρόκειται να κάνουν τίποτε. Η φροντίδα τους είναι πώς θα επανεκλεγούν και με ποιο τρόπο θα κοροϊδέψουν για μια φορά ακόμη τους ψηφοφόρους. Το διαχρονικά κατεστημένο σύστημα που υποστηρίζει τα καθεστώτα που κυβερνούν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες απολαμβάνει σταθερά τα τεκταινόμενα. Οπωσδήποτε διαθέτει περισσότερη ευφυΐα, μέσα, γνώσεις και χρησιμοποιεί τους πολιτικούς ως «ενεργούμενα». Λειτουργεί ασύδοτα και με κακουργηματικό τρόπο δια μέσου άλλων (πολιτικοί που απολαμβάνουν πολλαπλά προνόμια και ασυλίες) και τους οποίους θεωρεί –και είναι- αναλώσιμοι.
Όλα αυτά δημιουργούν εξαιρετικά επικίνδυνες καταστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο λαός χρειάζεται και πρέπει να δει στην άκρη του τούνελ –τόσο χιλιοειπωμένο- φώς. Όμως το τούνελ στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα είναι «σιγμοειδές» -πολλές κούρμπες υπάρχουν και πολλές ακόμη δημιουργούνται από την νοοτροπία που επικρατεί σε πολλά κοινωνικά επίπεδα.
Ο λαός χρειάζεται να δει και να βιώσει εντυπωσιακές κινήσεις με ουσιαστικό περιεχόμενο. Δεν αρκούν οι απειλές για δυσοίωνο μέλλον από χείλη πολιτικών που το μάτι τους γυαλίζει και σου προκαλεί τρόμο για «ποιοι και πόσο καλά είναι αυτοί που μας διοικούν».
Ο Ελληνικός λαός πρέπει να νιώσει ότι υπάρχει ακόμη το «δίκαιο» για όλους και όχι ότι κυριαρχεί «το δίκαιο του ισχυρού και του κρατούντος». Μόνον έτσι μπορούμε να συνέλθουμε από την κατάσταση της εθνικής κατάθλιψης και αδράνειας στην οποία έχουμε «κατά κράτος περιέλθει».
Το πολιτικό σύστημα έχει τη δύναμη να προσπαθήσει μια «εθνική ανάταση». Ας μπούνε κάποιοι στη φυλακή. Ας γίνουν κάποιες δημεύσεις περιουσιών. Ας προσαχθούν κάποιοι για απιστία. Ας αφήσουν τους εισαγγελείς να κάνουν σωστά τη δουλειά τους χωρίς να φοβούνται. Ας ξεμπροστιάσουν τους συνδικαλήσταρχους και τις συντεχνίες. Το πολιτικό σύστημα μπορεί να κάνει τέτοιες κινήσεις – όμως αυτό σημαίνει ότι δεν φοβάται να κινηθεί με αυτό τον τρόπο επειδή κανείς δεν «κρατάει στο χέρι» τους λειτουργούς του.
Η απροθυμία του «πολιτικού συστήματος» να ενεργήσει με τρόπο που θα ανακουφίσει το δημόσιο αίσθημα από την «πίεση» ίσως οδηγήσει σε βίαιες, τελικά, εκρήξεις. Ίσως πάλι αυτό να είναι κάτι που επιδιώκεται και επιζητείται προκειμένου να ληφθούν αυστηρά μέτρα καταστολής των βιαιοτήτων και αποκατάστασης της τάξης. Όμως αν προκύψει τέτοια ανάγκη τότε δεν είναι βέβαιο ότι οι δυνάμεις της αστυνομίας –οι πλέον ικανοί αστυνομικοί εκτελούν καθήκοντα «Φιλιππινέζας» σε πολιτικούς και διακεκριμένους πολίτες της χώρας- θα μπορέσουν να αποκαταστήσουν την τάξη. Τότε θα απαιτηθεί η συνδρομή του στρατού – και τότε μπαίνουμε στο «χάος».
Η ασφάλεια που αισθάνονται οι πολιτικοί μας δεν έχει λόγους να είναι πραγματική. Ασφάλεια αισθανόταν και ο Καντάφι με τους υιούς του στη Λιβύη. Ασφάλεια απολάμβανε και ο Μουμπάρακ στην Αίγυπτο. Ασφάλεια νιώθει ο Ασαντ στη Συρία. Στην ασφάλεια ζούσαν οι Τσαουσέσκου, ο Ζίφκωφ, ο Σάχης στην Περσία, και ο Ζουλφικάρ Αλι Μπούτο στο Πακισταν.
Πόσο πραγματικά ασφαλείς αισθάνονται οι Έλληνες πολιτικοί του συστήματος την στιγμή που τους φτύνουν στα μούτρα έθνη που κακομεταχειρίστηκαν παντοιοτρόπως την πατρίδα τους (των πολιτικών μας) και αυτοί ΔΕΝ απαιτούν τα «χρωστούμενα» που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας και της απολεσθείσης δια παντός αξιοπρέπειας των Ελλήνων.