Μπορεί οι Μερκοζί να μας λένε τα ίδια και τα ίδια μεγαλόστομα λόγια σύμφωνα με τα οποία ‘η Ευρώπη εισέρχεται σε μια νέα εποχή που θα φέρει την ενδυνάμωσή της’, όμως φαίνεται πως η διάλυση έχει κιόλας ξεκινήσει. Προσοχή, δεν έχουμε κατά νου το βρετανικό βέτο στο νέο σκληρότερο του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας δημοσιονομικό σύμφωνο, ή τις επιφυλάξεις των άλλων μικρότερων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην Βρετανίας. Έχουμε κατά νου την εξελισσόμενη αντιστροφή της αλληλεξάρτησης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων των κρατών της Ευρωζώνης. Η αλληλεξάρτηση αυτή ήταν προϊόν του ευρώ, ξεκίνησε με την εισαγωγή του κοινού νομίσματος το 1999, εξελίχθηκε επί μια ολόκληρη δεκαετία ως την κορύφωσή της το 2009, αλλά μετά αντιστράφηκε και τώρα ξεφτάει με ταχύτατους ρυθμούς.
Η πρώτη 10ετία του ευρώ συνέδεσε τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης όσο ποτέ πριν. Τράπεζες και επενδυτικά ταμεία κάθε χώρας μέλους του κοινού νομίσματος άρχισαν να επενδύουν σε χρεόγραφα των άλλων κρατών μελών. Η αλλαγή που έφερε το ευρώ ήταν ριζοσπαστική: για πρώτη φορά είχε εκλείψει ο φόβος της υποτίμησης. Καθώς οι μεσογειακές χώρες άρχισαν να μοιάζουν με τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Βορρά, οι τράπεζες άρχισαν να αγοράζουν τα κρατικά ομόλογα τους προκειμένου να επωφεληθούν από τις σχετικά υψηλότερες αποδόσεις τους. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν σύντομα και τα συνταξιοδοτικά ταμεία που πάντα προτιμούσαν να επενδύουν στο νόμισμα στο οποίο είχαν τις υποχρεώσεις τους – δηλαδή το ευρώ, που ήταν πια κοινό νόμισμα για όλα τα κράτη της Ευρωζώνης.
Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν από τα κίνητρα που έδωσαν οι νομισματικές και εποπτικές αρχές. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δέχονταν ως ενέχυρο τα κρατικά ομόλογα όλων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης παρέχοντας στις τράπεζες βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση στο πλαίσιο των λεγόμενων συμφωνιών ρέπος. Αυτές οι συναλλαγές ήταν άκρως επικερδείς για τις τράπεζες από τη στιγμή που οι αποδόσεις των ομολόγων που αγόραζαν ξεπερνούσαν το δικό τους επιτοκιακό κόστος για τα δάνεια που έπαιρναν από την ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό οι ίδιες οι λειτουργίες της ΕΚΤ δημιούργησαν την εντύπωση ότι κανένα κράτος μέλος της Ευρωζώνης δεν μπορούσε να χρεοκοπήσει. Κι επειδή ο κίνδυνος χρεοκοπίας θεωρούνταν μηδενικός, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν υποχρεώνονταν να διακρατούν κεφάλαια ασφαλείας για τα ομόλογα των κρατών της Ευρωζώνης που κατείχαν. Και αυτό έδωσε ένα ακόμα κίνητρο στις τράπεζες για να αγοράζουν κρατικούς τίτλους, ιδίως μετά την κρίση του 2008 η οποία εξανέμισε τα αποθεματικά των τραπεζών. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα ενώ μέχρι την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος η πλειοψηφία των ομολόγων της πωλούνταν στο εσωτερικό, το 2003 οι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων στο εξωτερικό έφταναν το 55% ενώ στο τρίτο τρίμηνο του 2009 άγγιζαν το 76%.
Αντίστροφη μέτρηση
Λίγες εβδομάδες μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Προς τα τέλη του 2009 η Αθήνα αποκάλυψε ότι το δημόσιο έλλειμμά της ήταν εκτός ελέγχου. Στην αρχή επικράτησε αμηχανία. Καθώς η κρίση κλιμακώνονταν, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να απευθυνθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Η Γερμανία κατέστησε σαφές ότι δεν σκόπευε να πληρώσει τους λογαριασμούς των κρατών που θεωρούσε ως τους άσωτους της Ευρωζώνης και οι ανησυχίες της αναδείχθηκαν σταδιακά ως η πολιτική της Ευρωζώνης. Έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα ρήγματα στην αντίληψη ότι όλα τα ομόλογα των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ήταν ίδια μεταξύ τους και ότι κανένα κράτος του ευρώ δεν μπορούσε να χρεοκοπήσει.
Το επόμενο βήμα έγινε τον Οκτώβριο του 2010, όταν σε συνάντησή τους στη γαλλική πόλη Ντοβίλ, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί συμφώνησαν ότι οποιαδήποτε διάσωση κράτους μέλους του ευρώ από τους εταίρους του μετά το 2013 θα προϋπέθετε τη λεγόμενη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή ζημιές για τους πιστωτές. Η πιθανότητα αυτή φόβισε τους επενδυτές των ομολόγων και τους έδιωξε από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας οδηγώντας σε αύξηση του κόστους δανεισμού τους.
Μετά τη Ντοβίλ
Αμέσως μετά το μερίδιο των ελληνικών ομολόγων που βρισκόταν σε χέρια επενδυτών εκτός Ελλάδας μειώθηκε δραστικά σε κάτω του 50%. Οι επενδυτές άρχισαν να αποχωρούν γενικότερα από τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας αφήνοντας τους τίτλους στα χέρια των εγχώριων επενδυτών. Μάλιστα η αντιστροφή της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης δεν αφορούσε μόνο το κρατικό χρέος. Στη δεκαετία του ευρώ, οι τράπεζες της Ευρωζώνης αγόραζαν κάθε τύπου χρεόγραφα, μεταξύ αυτών και εταιρικά ομόλογα της Κύπρου, της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Το 2007 οι τοποθετήσεις αυτές είχαν εξαπλασιαστεί σε σχέση με το 2000, φτάνοντας το 1.9 τρις ευρώ, αλλά ήδη τον Ιούνιο 2011, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, είχαν μειωθεί κατά 44%.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η έντονη μεταβλητότητα που άρχισε να αυξάνει τον κίνδυνο στο πλαίσιο των μοντέλων αποτίμησης που ακολουθούν οι τράπεζες. Όπως επίσης και το κύμα υποβαθμίσεων κρατών και τραπεζών από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, το οποίο απομάκρυνε από την ευρωπαϊκή περιφέρεια όλες εκείνες τις κατηγορίες επενδυτών που οφείλουν να ακολουθούν πολύ σαφείς όρους σχετικά με το ποιας διαβάθμισης τίτλους μπορούν να διακρατούν και να αγοράζουν.
Για πολύ καιρό η αναταραχή παρέμενε περιορισμένη στις αγορές ομολόγων της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, ενώ της Ιταλίας ήταν στο απυρόβλητο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του 2011 οι γαλλικές τράπεζες εξακολουθούσαν να αγοράζουν ιταλικά ομόλογα και στις 30 Ιουνίου 2011 είχαν αυξήσει τις τοποθετήσεις τους σε αυτά σε σχέση με το τέλος του 2010 κατά 9%.
Ο μεγάλος συναγερμός
Οι κλυδωνισμοί στην ιταλική αγορά ομολόγων άρχισαν τον περασμένο Ιούλιο, όταν οι Ευρωπαίοι ηγέτες που διαπραγματεύονταν το κούρεμα του ελληνικού χρέους επιβεβαίωσαν τους φόβους των επενδυτών ότι οι ομολογιούχοι της Ευρωζώνης θα έπρεπε να αποδεχτούν ζημιές. Σύμφωνα με πηγές της αγοράς εκεί δόθηκε ο μεγάλος συναγερμός για το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα κι εκεί άρχισαν να ξεπουλιούνται τα ιταλικά κρατικά ομόλογα. Η πρώτη τράπεζα που ξεφόρτωσε μαζικά ιταλικά ομόλογα και αγόρασε, συν τοις άλλοις, ασφάλιση έναντι της στάσης πληρωμών ήταν η γερμανική Deutsche Bank.
Τo τελευταίο και πιο κρίσιμο ίσως βήμα έγινε τον Οκτώβριο, με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) να στείλει μήνυμα ότι η Ευρώπη μπορεί να διαχειριστεί την κρίση και να επιβάλει στις ασθενείς τράπεζες της να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους. Η ΕΒΑ ζήτησε από τις ευρωπαϊκές τράπεζες να αποτιμήσουν τους κρατικούς τίτλους που κατείχαν σε τιμές αγοράς και να καλύψουν τις κεφαλαιακές τρύπες που θα προέκυπταν από τις ζημιές που θα κατέγραφαν ώστε να πιάσουν δείκτη βασικής κεφαλαιακής επάρκειας 9%. Αυτό αποτελούσε – κυριολεκτικά – μια αλλαγή των κανόνων. Από εκεί και πέρα άρχισε η μεγάλη αποεπένδυση, με τις ευρωπαϊκές τράπεζες να πωλούν μαζικά ιταλικά, ισπανικά και άλλα περιφερειακά ομόλογα. Το ξεπούλημα ήταν εν μέρει μια προσπάθεια για τον περιορισμό των κεφαλαίων που θα έπρεπε να έχουν οι τράπεζες έναντι των πιθανών ζημιών που θα μπορούσαν να καταγράψουν από αυτούς τους τίτλους και εν μέρει μια προσπάθεια να μειώσουν τους κινδύνους τους.
Το ξεπούλημα
Από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο 2011 η γαλλική BNP Paribas πούλησε άνω των 8 δις ευρώ ιταλικού χρέους, η βελγική KBC μείωσε το χαρτοφυλάκιο των κρατικών ομολόγων της από την ευρωπαϊκή περιφέρεια κατά το ήμισυ, ενώ ακόμα και μερικές ιταλικές τράπεζες που πάντοτε στήριζαν με αγορές το ιταλικό χρέος, άρχισαν να το ξεπουλάνε. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΒΑ, κάποιες ιταλικές, γερμανικές και ισπανικές τράπεζες μείωσαν κατά το ήμισυ και πλέον τα χαρτοφυλάκια των ομολόγων τους της Γαλλίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, ενώ η νούμερο 2 ισπανική τράπεζα Banco Bilbao στράφηκε πλήρως στην αγορά των ισπανικών ομολόγων, πουλώντας το σύνολο του χαρτοφυλακίου των φιλανδικών ομολόγων της
Σήμερα οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία της Βόρειας Ευρώπης έχουν μειώσει δραστικά το δανεισμό τους στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Άλλες εξ αυτών στρέφονται κι επενδύουν αποκλειστικά στην πατρίδα τους ή σε ασφαλείς αγορές όπως η Γερμανία.
Η από-ευρωποίηση της Ευρωζώνης
«Γινόμαστε μάρτυρες μιας από-παγκοσμιοποίησης ή μάλλον μιας από-ευρωποίησης της Ευρωζώνης», σημειώνει ο Άντριου Μπολς της Pimco, επικεφαλής ενός από τα μεγαλύτερα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων, στη Wall Street Journal. «Οι επενδυτές επιστρέφουν καθένας στη δική του αγορά. Μπoρεί να έχουν ακόμη ομόλογα αλλά δεν επιδιώκουν τις αγορές τίτλων από όλη την Ευρωζώνη όπως παλιότερα».
Η έκταση της μεταβολής δηλώνει ότι η Ευρωζώνη δεν πλήττεται από μια βραχυπρόθεσμη κρίση εμπιστοσύνης και μόνο, αλλά ότι μετασχηματίζεται ολόκληρο το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, ίσως χωρίς επιστροφή, αφήνοντας ορισμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας εκτεθειμένες στον κίνδυνο μιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης. Στη χειρότερη περίπτωση, η πιστωτική συμπίεση θα οδηγήσει σε ένα κύμα κρατικών χρεοστασίων το οποίο ενδέχεται να σαρώσει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και να οδηγήσει σε βαθιά ύφεση. Και βεβαίως όλα αυτά σημαίνουν ότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείει πια την έξοδο μιας ή περισσοτέρων χωρών από το ευρώ αλλά ούτε και την πλήρη διάρρηξη της Ευρωζώνης.
www.banksnews.gr