Η Ολλανδία θα είναι η πέμπτη, προς το παρόν, χώρα της Ευρωζώνης, που πιασμένη στο δόκανο της λιτότητας, εισέρχεται σε περίοδο πολιτικής αναταραχής. Προηγήθηκαν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ελλάδα, (με την κυβέρνηση Παπαδήμου), ενώ στα σκαριά για αλλαγή κυβέρνησης βρίσκονται επίσης η Γαλλία και η Ελλάδα για δεύτερη φορά.
Μετά από συνομιλίες αρκετών εβδομάδων, με επίκεντρο την ανάγκη επιβολής νέων μέτρων λιτότητας 16 δις ευρώ, τη Δευτέρα που μας πέρασε ο κεντροδεξιός συνασπισμός υπό τον πρωθυπουργό Mark Rutte έλυσε τους χαλαρούς δεσμούς της διετούς συγκυβέρνησης, από τη στιγμή που το ακροδεξιό μέλος υπό τον Geert Wilders, κηρύσσοντας καπετανάτο, αρνήθηκε να συμπράξει στο «λάθος». Σαν πρόσχημα έφερε τα επιπρόσθετα βάρη που θα επωμιζόταν ο ήδη δοκιμαζόμενος μέσος Ολλανδός και συνταξιούχος, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα ήταν μουσουλμάνος. Αλλά αυτό το τελευταίο το σκέφτηκε μόνο και δεν το ξεστόμισε. Προς το παρόν.
Η πρόγνωση των οικονομικών επιτελείων ότι για το τρέχον έτος το έλλειμμα θα σκαρφάλωνε στο 4.6% του ΑΕΠ, 1.6 μονάδες πάνω από το ιερό νούμερο του 3%, δεν ήταν μόνο ότι θορύβησε την κυβέρνηση, αλλά την έφερε και σε μεγάλη αμηχανία. Πιθανόν και σε ντροπή. Πρώτα, με τι μούτρα θα αντικρίζει πλέον τη Γερμανία, και δεύτερο πώς θα συνεχίζει να επιτιμά αφ’ υψηλού την ασωτία του Νότου, και να κουνάει με έπαρση το σκιάχτρο της αποπομπής από την Αγία Ευρωζώνη, τη στιγμή που θα έχει λερώσει και τη δική της φωλιά; Κάτω από άλλες συνθήκες, ένα ελλειμματάκι του 4.6% δεν θα έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά τώρα, έχοντας υπ’ όψιν την κατρακύλα άλλων χωρών, (π.χ. Ισπανία), που από το τίποτα βρέθηκαν να κινδυνεύουν να χάσουν τ’ αυγά και τα πασχάλια, ένα τέτοιο έλλειμμα θα μπορούσε να αποβεί σύντομα θανατηφόρο, μιας και θα μπορούσε, στους άγριους καιρούς που ζούμε, να αρχίσει να κατεδαφίζει ένα-ένα τα πολύτιμα Α από το στέμμα της αξιοπιστίας, και μαζί μ’ αυτά και το όνειρο του φτηνού δανεισμού. Είναι και η αμφιθυμία των αγορών, που από τη μια μεριά απαιτούν από τα κράτη αυστηρή λιτότητα για να κρατήσουν χαμηλά τα επιτόκια, από την άλλη όμως, όταν αυτή επιβάλλεται, κυριεύονται πάλι από αβεβαιότητα, διότι έχοντας πια κατανοήσει ότι η λιτότητα οδηγεί στην ύφεση και εξ αυτής στην μείωση της ικανότητας αποπληρωμής των χρεών, ξανανεβάζουν τα επιτόκια, επιτείνοντας το αδιέξοδο.
Πώς όμως η «σώφρων» Ολλανδία έφτασε στο κατώφλι του κινδύνου; Εδώ θα πρέπει να πάμε πίσω στο χρόνο, στις απαρχές της κρίσης και να ξαναθυμηθούμε τα τεράστια ποσά που αναγκάστηκε να ρίξει για να ξεπλύνει τις αμαρτίες των τραπεζών της. Αν η Ελλάδα είχε μεγάλο δημόσιο χρέος, η Ολλανδία είχε τεράστιο πρόβλημα με τα στεγαστικά δάνεια και τον υπερβολικό δανεισμό των τραπεζών. Άλλωστε, δεν είναι η μοναδική. Πήρε αρκετό χρόνο, αλλά κάποιοι πλέον στην ευρωζώνη αρχίζουν να υποψιάζονται ότι το πρόβλημα δεν ήταν τόσο με τα κράτη, όσο με τις τράπεζες, το βάρος των οποίων αναγκάστηκαν να επωμιστούν οι φορολογούμενοι, φυσικά πραξικοπηματικά και χωρίς να ερωτηθούν. Και επιπλέον, αν ο Νότος ήταν μια φορά άσωτος, ο Βορράς ήταν δυο. Και όταν έρθει με το καλό και η σειρά της Γερμανίας, κύριος οίδε πόσοι σκελετοί θα βρεθούν στις τράπεζες, ειδικά των κρατιδίων της. Ό φόβος έκθεσης της κακής τους κατάστασης, ήταν άλλωστε ο λόγος που η Γερμανία επέμενε στη χαλαρότητα των όρων με τους οποίους διεξήχθησαν τα stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Μια εξεταστική επιτροπή που συστάθηκε από το ολλανδικό κοινοβούλιο έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα πόρισμα, το οποίο καταλογίζει σοβαρές ευθύνες στην τότε κυβέρνηση για τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα της διάσωσης των τραπεζών, για την έλλειψη διαφάνειας, για την απουσία σχεδίου, για τη λανθασμένη κοστολόγηση και εν τέλει για το ρίσκο και το κόστος που επέρριψε στις πλάτες των φορολογουμένων. Τον Οκτώβριο του 2008, η κυβέρνηση αγόρασε την χρεοκοπημένη Fortis και το μερίδιό της στην ABN Amro για 16.8 δις ευρώ, ενώ σε ακόλουθο χρόνο τής έχωσε κι άλλα 30 δις ευρώ, για σιγουριά. Την ίδια εποχή επίσης, διοχέτευσε άλλα 10 δις ευρώ στον χρηματοοικονομικό οργανισμό ING, ενώ τον Ιανουάριο του 2009 ανέλαβε προβληματικά στεγαστικά δάνεια, ύψους 21.6 δις ευρώ. Εκτός της Rabobank, όλες οι υπόλοιπες τράπεζες έτυχαν των ευεργεσιών του γενναιόδωρου κράτους, δηλαδή των φορολογουμένων, ενώ ορισμένες εθνικοποιήθηκαν. Σύμφωνα με έκθεση του Stratfor, (Οκτώβριος 2011), οι Ολλανδικές τράπεζες ήταν οι δεύτερες περισσότερο εκτεθειμένες, μετά το Ην. Βασίλειο, στις παγκόσμιες αγορές, η έκθεσή τους υπολογιζόμενη στο 60% των περιουσιακών τους στοιχείων.
Η Ολλανδική οικονομία από το δεύτερο μισό του προηγούμενου χρόνου βρίσκεται σε ύφεση, ενώ για το 2012 αναμένεται να συρρικνωθεί κατά ένα επιπλέον 0.75%, λόγω της μειωμένης κατανάλωσης, της πτώσης των τιμών των κατοικιών και των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις. Το χειρότερο όμως μαντάτο ήταν από την Κομισιόν, η οποία τον προηγούμενο μήνα τής διεμήνυσε ότι, αν δεν πάρει μέτρα, σύντομα θα βρεθεί στη Β! Εθνική, στην ίδια ταπεινωτική θέση με Πορτογαλία και Ισπανία. Το πού οδηγούν όμως τα μέτρα, έχουμε ήδη εμπειρία από τις χώρες όπου επιβλήθηκαν.
Μετά τις τράπεζες, ο άλλος μεγάλος κίνδυνος για την οικονομία είναι τα στεγαστικά δάνεια. Αν νομίζουμε ότι τα πλέον χρεωμένα νοικοκυριά βρίσκονται στην Ισπανία, Ιρλανδία και Ελλάδα, κάνουμε μεγάλο λάθος. Δεν υπάρχει πιο χρεωμένος λαός από τους Ολλανδούς, με το επίπεδο χρέους στο διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα χρόνια των παχέων αγελάδων οι τράπεζες χορηγούσαν δάνεια ως και στο 125% της αξίας του ακινήτου, καλύπτοντας γενναιόδωρα από τα έξοδα ανακαίνισης, μέχρι και την επίπλωση, καθώς και ένα καινούργιο αυτοκίνητο, ασορτί με το γκαράζ. Με τον κίνδυνο επίτασης της κρίσης, λόγω επιβολής περαιτέρω μέτρων λιτότητας, περίπου 300,000 δανειολήπτες θα βρεθούν προ του κινδύνου να χάσουν το σπίτι τους.
Οι εκλογές θα διεξαχθούν μάλλον στις αρχές του φθινοπώρου. Και οπωσδήποτε θα έχουν ενδιαφέρον, ειδικά αν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή υπάρξουν στο ενδιάμεσο ευχάριστες ανατροπές.