Η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ έμπλεξε σε μπελάδες. Εξ αρχής έκανε μια κακή διαχείριση της κρίσης, προδίδοντας όλες τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες που είχαν προκύψει με την εφαρμογή του ευρώ. Η νομισματική ένωση μπορεί να επιβιώσει, αλλά για εκατομμύρια πολιτών, το ευρώ ήδη απέτυχε στην αποστολή του. Δεν έφερε ούτε ανάπτυξη, ούτε σταθερότητα. Γιατί άραγε;
Οι οικονομίες της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, και της Ιταλίας, υποφέρουν από την δημοσιονομική λιτότητα, που σημαίνει περικοπές δαπανών και υψηλή φορολόγηση. Αυτή η πολιτική επιβραδύνει την ανάπτυξή τους, καθώς και όλης της Ευρώπης.
Η λιτότητα είναι πρόβλημα, αλλά μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί το φάντασμα του χρέους που πλανάται πάνω από την Ευρώπη, και που οδήγησε στην παρούσα πολιτική. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ΗΠΑ, όπου τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά γονάτισαν, με αποτέλεσμα να πέσει δραματικά και η κατανάλωση. Στην Ευρώπη, η όποια προσαρμογή θα είναι πολύ οδυνηρή, αφού η κρίση επηρεάζει αρνητικά τους πάντες: καταναλωτές, επενδυτές, και τον δημόσιο τομέα.
Υπάρχει μια εύκολη λύση: Μείωση του χρέους μέσω αναδιάρθρωσής του. Πολλές επιχειρήσεις το κάνουν αυτό, με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών τους. Και αν αυτό δεν γίνει εθελοντικά, η αμερικανική νομοθεσία επιτρέπει να γίνει με την επιτήρηση των δικαστηρίων.
Αυτοί που αντέδρασαν σε κάτι τέτοιο ήταν οι τραπεζίτες, που υποστήριζαν ότι θα προκληθεί χάος στις χρηματαγορές. Οι λόγοι που επικαλέστηκαν είναι δυο: Πρώτον, οι τράπεζες ήταν οι βασικοί πιστωτές, και οι απώλειες που θα αντιμετώπιζαν θα μεταδίδονταν ως ντόμινο, με την απαισιοδοξία που θα κυριαρχούσε να ανεβάζει τα επιτόκια και την περαιτέρω πίστωση.
Δεύτερον, θα υπήρχαν ζημιές στις τράπεζες εξαιτίας των ασφαλίστρων κινδύνου που έχουν πουλήσει (credit-default swaps). Αν ενεργοποιούνταν, θα υπήρχαν τεράστιες οικονομικές απώλειες.
Στη περίπτωση της Ελλάδας, οι διεθνείς τραπεζίτες επέμεναν ότι η αναδιάρθρωση του χρέους θα μεταδίδονταν παντού στην ευρωζώνη, ίσως και αλλού. Στο τέλος όμως, η Ελλάδα δεν είχε και πολλές επιλογές, από το να προχωρήσει σε κούρεμα ύψους 75% της ονομαστικής αξίας του χρέους, που ίσως να μην είναι αρκετό. Η διαδικασία χαρακτηρίστηκε πιστωτικό συμβάν και τα ασφάλιστρα ενεργοποιήθηκαν.
Επήλθε το χάος; Όχι. Ούτε κατέρρευσαν οι τράπεζες, ούτε υπήρξε μεταδοτικότητα. Και αυτό δεν οφείλεται στο ότι οι τράπεζες πρόλαβαν και ετοιμάστηκαν, αυξάνοντας τα κεφάλαιά τους. Αντιθέτως, ελάχιστο ήταν το κεφάλαιο που συγκέντρωσαν και το περισσότερο από αυτό ήταν δημιουργική λογιστική.
Αφού λοιπόν δεν επήλθε το χάος μετά την ελληνική αναδιάρθρωση, τότε γιατί όλη αυτή η φασαρία;
Η απάντηση είναι πλέον ξεκάθαρη. Η πολιτική των συμφερόντων και η κοσμοθέαση των πολιτικών ελίτ. Ακόμη και αν το ρίσκο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν ελάχιστο, η επίπτωση στις τράπεζες και στους ομολογιούχους θα ήταν σημαντική. Θα έχαναν δισεκατομμύρια, και πολλοί εργαζόμενοι στον συγκεκριμένο τομέα θα έχαναν τη δουλειά τους. Για αυτό, οι κορυφαίοι τραπεζίτες ασκούσαν έντονες πιέσεις εναντίον μιας αναδιάρθρωσης, τόσο δημόσια όσο και σε ιδιωτικό επίπεδο.
Στην Αμερική, το βασικό σύνθημα- αίτημα των τραπεζών ήταν: «σώστε μας ή δεχτείτε τις συνέπειες». Και η πολιτική τους ισχύς είναι τεράστια, ενώ έχει αυξηθεί κάθετα τα τελευταία χρόνια. Η ισχύς τους μάλιστα είναι τέτοια, που στην Αμερική οι πολιτικοί κάνουν τα χατίρια των τραπεζιτών, ακόμη και όταν δεν τίθεται θέμα ζημιάς για την γενικότερη οικονομία.
Ακόμη και σήμερα, η χασούρα των τραπεζών καλύπτεται από το δημόσιο, μέσω άμεσης υποστήριξής τους ή μέσω επικίνδυνων μέτρων από πλευράς της ΕΚΤ.
Οι επιδοτήσεις του δημόσιου τομέα προς τους τραπεζίτες είναι εξωφρενικές και θα αυξηθούν περαιτέρω στο μέλλον. Αυτό που γίνεται δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια τρομερή στήριξη του επιπέδου πολυτελούς διαβίωσης του 1% του πληθυσμού των πλούσιων χωρών.
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θυμίζει σκύλο που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει. Το μάθημα για την Ευρώπη, και για τις ΗΠΑ, είναι ξεκάθαρο: Οι πολιτικοί θα πρέπει να σταματήσουν να ακούν τους τραπεζίτες, και να αρχίσουν να εστιάζουν στο τι πρέπει να γίνει.
Θα πρέπει να υπάρξει μια ριζική επανεξέταση της παραμορφωμένης πολιτικής οικονομίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, πριν η πελώρια ισχύς των ολίγων, μας κοστίσει ακόμη περισσότερο.
Απόδοση: S.A.