Τελευταία ενημέρωση την 11 Σεπ 2011 — 15:32
Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου
Αριθμός απόφασης 1/2011 (Διασικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
Περίληψη: Αίτηση οφειλέτη για αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του λόγω κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο αίτησης για τη ρύθμιση των οφειλών του – Δόλος του οφειλέτη – Μη τήρηση της απαιτούμενης προδικασίας εξωδικαστικού συμβιβασμού από τον οφειλέτη – Απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.
Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Δεν θεωρείται ότι ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν ήδη κατά την ανάληψη του χρέους αδυνατεί να το εξοφλήσει κατά το χρόνο λήξεως με βάση την εν γένει οικονομική του δυνατότητα. Ο δόλος πρέπει να αναφέρεται στο μετά την ανάληψη του χρέους διάστημα. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης. Έναρξη διαδικασίας. Προσπάθεια επιτεύξεως εξώδικου συμβιβασμού ως βασική προϋπόθεση για την υποβολή της αίτησης. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος έχων νόμιμο συμφέρον δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 Ν 3869/2010. Η δυνατότητα υποβολής αναστολής κατά το άρθρο αυτό δεν κωλύει την υποβολή αιτήσεως αναστολής ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Η αναστολή αναφέρεται μόνο στα κατά του οφειλέτη μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, ως τοιαύτα νοουμένων των προβλεπόμενων από τον ΚΠολΔ στις διατάξεις αυτού 941 επ., 953, 992 επ., 1022 επ., 1034 επ. και 1047 επ. Δεν περιλαμβάνεται η αναστολή όλων των καταδιωκτικών μέτρων αλλά η δυνατότητα αναστολής της «αρξάμενης και μη ολοκληρωθείσας» εκτελεστικής διαδικασίας.
Διατάξεις: άρθρα 1 [παρ. 1], 2, 3, 4 [παρ. 1], 6 [παρ. 1] Ν 3869/2010, 683 [παρ. 3], 941 επ., 953, 992 επ., 1022 επ., 1034 επ. ΚΠολΔ, 847 επ. ΑΚ
[…] Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν 3869/2010 για τη «ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Κατά τη διατύπωση του νόμου, για να μπορεί να επωφεληθεί ο οφειλέτης από τη ρύθμιση του νόμου, που θα τον οδηγήσει σε ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από αυτές, θα πρέπει η αδυναμία αυτή να μην οφείλεται σε δόλο του οφειλέτη. Ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να αναφέρεται στην πρόκληση μόνιμης αδυναμίας εξοφλήσεως των οφειλών. Δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του οφειλέτη. Δεν θεωρείται ότι ο οφειλέτης ενεργεί δολίως, όταν ήδη κατά την ανάληψη του χρέους αδυνατεί να το εξοφλήσει κατά τον χρόνο λήξεως με βάση την εν γένει οικονομική του δυνατότητα. Ο δόλος πρέπει να αναφέρεται στο μετά την ανάληψη του χρέους διάστημα. Τούτο προκύπτει και από τη διατύπωση του νόμου «έχουν περιέλθει» (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, έκδ. 2010, άρθρο 1 του Ν 386912010, παρ. 14, σελ. 44). Κατά δε το εδ. β’ της ως άνω διάταξης, «την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής».Αρμόδιο δικαστήριο, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του ίδιου ως άνω νόμου, για την εκδίκαση της αίτησης, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 4, ορίζεται το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του, άλλως τη συνήθη διαμονή του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 τoυ άρθρου 4 του ίδιου ως άνω νόμου, για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης καταθέτει αίτηση στο γραμματέα του αρμοδίου διχαστηρίου (Ειρηνοδικείου), η οποία περιέχει α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσεως εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη. Ωστόσο, η υποβολή της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται έως την έκδοση της οριστικής απόφασης επί του σχεδίου διευθέτησης, εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση, ενώ η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (άρθρο 6 παρ. 1 Ν 3869/2010). Αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση της ανωτέρω κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 του Ν 3869/2010 αίτησης αναστολής είναι το Ειρηνοδικείο, ως δικαστήριο στο οποίο υπάγεται η κύρια υπόθεση, με βάση το άρθρο 3 του νόμου αυτού σε συνδυασμό με το άρθρο 683 παρ. 3 του ΚΠολΔ, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του (βλ. Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, έκδ. 2010, άρθρο 6, παρ. 9 και 10, σελ. 92-93, Π. Αρβανιτάκη, Η Εκουσία Δικαιοδοσία ως Διαδικαστικό Πλαίσιο του Ν 3869/2010, στο Σεμινάριο Επιμόρφωσης ΕΣΔΛ τις 29/30.9.2010, παρ. 5).
Πρώτη προϋπόθεση για την ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου υποβολή αίτησης του οφειλέτη για ρύθμιση οφειλών και απαλλαγή αποτελεί η εκ μέρους του καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με όλους τους πιστωτές του και η αποτυχία αυτής, κατά το τελευταίο πριν την υποβολή της αίτησης εξάμηνο (άρθρο 2 παρ. 1 Ν 3869/2010). Η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού ανάγεται από το νομοθέτη σε μια βασική προϋπόθεση της αιτήσεως του οφειλέτη για ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από τα χρέη. Χωρίς τέτοια προηγούμενη προσπάθεια είναι απαράδεκτη η αίτηση που υποβάλλεται στο δικαστήριο για ρύθμιση και απαλλαγή από τα χρέη. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α’ του νόμου. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να αποτύχει και τούτο να βεβαιώνεται σε γραπτό κείμενο από τον φορέα ή το δικηγόρο που μεσολάβησε στην προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Αν η προσπάθεια αποτύχει τότε ο ενδιαφερόμενος οφειλέτης πρέπει να υποβάλει στο αρμόδιο ειρηνοδικείο αίτηση για ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή από τα χρέη μέσα σε ένα εξάμηνο από την αποτυχία. Το έγγραφο που βεβαιώνει την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού είναι απαραίτητο για την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου και πρέπει να προσκομισθεί από τον οφειλέτη στη Γραμματεία του δικαστηρίου για να προχωρήσει η διαδικασία, όπως αυτό προκύπτει από το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α’ του νόμου. Αν δεν προσκομισθεί τέτοια βεβαίωση η αίτηση είναι απαράδεκτη (βλ. Αθ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, έκδ. 2010, άρθρο 2, αριθ. 1 και 8, σελ. 51-52 και 56 και Π. Αρβανιτάκη, Η Εκουσία Δικαιοδοσία ως Διαδικαστικό Πλαίσιο του Ν 3869/2010, στο Σεμινάριο Επιμόρφωσης ΕΣΔΛ τις 29/30.9.2010, παρ. 4.1, ο οποίος κάνει λόγο για προδικασία, η έλλειψη της οποίας δεν επιτρέπει την έναρξη της κύριας διαδικασίας ρυθμίσεως της οφειλής και η οποία οδηγεί σε απαράδεκτο της αιτήσεως και όχι απλά της συζητήσεως, Εισήγηση Π. Κατσιρούμπα, Υπερχρεωμένοι, στο Σεμινάριο Επιμόρφωσης ΕΣΔΛ τις 29/30.9.2010, σελ. 13).
Περαιτέρω, η υπό των άρθρων 847 επ. ΑΚ ρυθμιζόμενη σ6μβαση της εγγυήσεως είναι κατ’ αρχήν πράξη αστική, αφού παρέχεται χαριστικά και για εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων. Στην περίπτωση όμως που η εγγύηση δίνεται από τον εγγυητή για κερδοσκοπία με αμοιβή ή άλλη χρηματική ωφέλεια ή έχει αυτός οικονομικό συμφέρον από την υπόθεση για την οποία δόθηκε, η πράξη αυτή είναι εμπορική, και μάλιστα ανεξάρτητα από τον εμπορικό χαρακτήρα της κύριας οφειλής ή της εμπορικής ιδιότητας του εγγυητή. Είναι δηλαδή πράξη αντικειμενικά εμπορική, διότι περιέχει διαμεσολάβηση στην παροχή πίστεως διά την ανάληψη του κινδύνου και κερδοσκοπία, στοιχεία που αποτελούν αντικειμενικά γνωρίσματα χαρακτηρισμού της πράξεως ως εμπορικής κατά το άρθρο 2 του ΒΔ της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας εμποροδικείων». Επομένως η παροχή τέτοιων εγγυήσεων, εφόσον γίνεται κατά σύνηθες επάγγελμα με σκοπό βιοπορισμού αποτελούν αντικειμενικά εμπορικές πράξεις, που προσδίδουν στον παρέχοντα αυτές την ιδιότητα του εμπόρου κατά το άρθρο 1 του ΕμπΝ (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, Κατ’ άρθρο ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 847, αριθ. 8, Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΑΚ άρθρο 847, αριθ. 16, 51, ΑΠ Ολ 1513/1980 ΝοΒ 29/865, ΑΠ 1692/1998 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 225/1994 Αρμ 1994/1274). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 του ΕμπΝ, η οποία ορίζει ότι «έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικάς και κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν» προκύπτει, ότι την ιδιότητα του εμπόρου αποκτά μόνον όποιος επιδιώκοντας να αποκομίσει όφελος ο ίδιος προσωπικά, επιχειρεί εμπορικές πράξεις στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό. Οι πράξεις αυτές ορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 8 του ΒΔ της της 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητας εμποροδικείων», καθώς και σε άλλες διατάξεις. Μεταξύ αυτών όμως δεν περιλαμβάνονται ούτε η κατοχή μεριδίων, ούτε η άσκηση δραστηριότητας διαχειριστή εταιρείας ΕΠΕ και ανώνυμου εταιρείας, ούτε η ιδιότητα μέλους ΔΣ ή διοικητή ανώνυμου εταιρείας (Λ. Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, Έβδομη έκδοση, Κεφ. Α’, παρ. 1, αριθ. 31, σελ. 94-95, ΕφΑθ 10149/1995 ΕΕμπΔ 1996,817, ΕφΑθ 11452/1986 ΕΕμπΔ 19871374, ΕφΠειρ 695/2000 ΕΕμπΔ 2000,767, ΑΠ Ολ 5/1996 ΕλλΔνη 1996,1046).
Τέλος, η δυνατότητα υποβολής αναστολής κατά την παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν 3869/2010 δεν κωλύει την υποβολή αιτήσεως αναστολής ενώπιον το αρμοδίου δικαστηρίου με βάση τη διάταξη του άρθρου 938 του ΚΠολΔ (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, έκδ. 2010, άρθρο 6 του Ν 3869/2010, παρ. 11, σελ. 93, Δ. Μακρής, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν 3869/2010 «Για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικων προσώπων», έκδ. 2011, άρθρο 6, παρ. 75, σελ. 101).
Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση και ανεπανόρθωτη βλάβη, που συνίσταται στον κίνδυνο πλειστηριασμού του ακινήτου, το οποίο λεπτομερώς περιγράφεται στην αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 4 τoυ Ν 3869/2010, που αποτελεί περιεχόμενο της κρινόμενης αίτησης αναστολής, και το οποίο (ακίνητο) αποτελεί τη μοναδική ακίνητη περιουσία του και την κύρια κατοικία του, ζητά να ανασταλούν όλα τα σε βάρος του καταδιωκτικά μέτρα καθώς και η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/15.4.2011 κατασχετήριας εκθέσεως ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Σ., με την οποία εκτίθεται το παραπάνω ακίνητό του σε πλειστηριασμό, στις 1.6.2011, για την ικανοποίηση των αναφερόμενων αξιώσεων της δεύτερης των καθ’ ων, συνολικού ποσού 220.000 ευρώ, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 23.5.2011 αίτησής του που υπέβαλε στο Δικαστήριο τούτο ως αρμόδιο για τη ρύθμιση και απαλλαγή των χρεών του, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010, με το σε αυτήν προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του.
Με αυτό το περιεχόμενο η υπό κρίση αίτηση, επαρκώς ορισμένη, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις των καθ’ ων, καθότι αφενός μεν αναφέρεται στην υπό κρίση αίτηση ότι επισπεύδεται αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακίνητου του, ο οποίος έχει ορισθεί για τις 1.6.2011, αφετέρου δε περιεχόμενο της κρινόμενης αιτήσεως αποτελεί η από 23.5.2011 αίτηση του αιτούντος για τη ρύθμιση των οφειλών του κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010, όπου περιέχεται η συγκεκριμένη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης (υπ’ αριθ. …/15.4.2011 κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Σ.), δυνάμει της οποίας επισπεύδεται ο πλειστηριασμός, την αναστολή του οποίου ζητεί ο αιτών. Η αίτηση αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 683 παρ. 3 ΚΠολΔ, 3 και 6 παρ. 1 Ν 3869/2010), κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010. Όσον αφορά το αίτημα του αιτούντος να ανασταλούν όλα τα σε βάρος του καταδιωκτικά μέτρα, αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν 3869/2010 που ορίζει ότι «Η υποβολή της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 4 δεν επιφέρει αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη. Μετά την υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης ή κάθε άλλος που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο δικαστήριο που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας κατά του οφειλέτη» προκύπτει, ότι η αναστολή αναφέρεται μόνο στα κατά του οφειλέτη μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Ως τοιαύτα πρέπει να νοηθούν τα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ στις διατάξεις αυτού 941 επ. (παράδοση ή απόδοση κινητών), ακίνητου, παράλειψη ή ανοχή πράξεως, κατάσχεση κινητής περιούσιας του οφειλέτη (953 ΚΠολΔ), κατάσχεση ακινήτων (992 επ. ΚΠολΔ), κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων (1022 επ. ΚΠολΔ), αναγκαστική διαχείριση (1034 επ. ΚΠολΔ) και προσωπική κράτηση (Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις, έκδ. 2010, άρθρο 6 του Ν 3869/2010, παρ. 7, 8, σελ. 91 επ. και παρ. 13, Δ. Μακρής, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν 3869/2010 «Για τη ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», έκδ. 2011, άρθρο 6, παρ. 74, σελ. 101). Συνεπώς στην προαναφερθείσα διάταξη δεν περιλαμβάνεται η αναστολή όλων των καταδιωκτικών μέτρων αλλά η δυνατότητα αναστολής της «αρξαμενης και μη ολοκληρωθείσας» εκτελεστικής διαδικασίας. Πρέπει επομένως η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται και την εν γένει διαδικασία πιθανολογήθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα: Ο αιτών έχει ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 23.5.2011 (υπ’ αριθμ. κατ. 00055/23.5.2011) αίτησή του κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκείμενου να ενταχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του Ν 3869/2010 για τη ρύθμιση και απαλλαγή από ληξιπρόθεσμες οφειλές του έναντι των πιστωτών του, καθώς και την από 23.5.2011 (υπ’ αριθμ. κατ. 0006/23.5.2011) αίτηση αναστολής, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν 3869/2010, με την οποία επιδιώκει την αναστολή της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία επισπεύδει σε βάρος του, η δεύτερη των καθ’ ων τράπεζα με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ», δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/27.4.2011 περίληψης της υπ’ αριθμ. …/15.4.2011 κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Κ. Σ., με την οποία ορίσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου του αιτούντος στις 1.6.2011.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως του οφειλέτη για την υπαγωγή του στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του Ν 3869/2010, είναι η καταβολή προσπάθειας επίτευξης εξωδικαστικου συμβιβασμού με τους πιστωτές (άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου), η οποία προηγείται της καταθέσεως της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του ιδίου νόμου και η αποτυχία αυτής. Μετά την αποτυχία αυτής και μέσα σε ένα εξάμηνο, ο αιτών έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή του από τα χρέη. Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτών δεν προσκομίζει το έγγραφο που βεβαιώνει την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, το οποίο σύμφωνα με τα προαναφερόμενα είναι απαραίτητο για την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου και το οποίο πρέπει να προσκομισθεί από τον οφειλέτη στη γραμματεία του δικαστηρίου για να προχωρήσει η διαδικασία. Βεβαίως, σύμφωνα με άρθρο 4 παρ. 2 περ. α’ του Ν 386912010, ο αιτών έχει δικαίωμα να προσκομίσει το ως άνω έγγραφο μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης, όπως ο αιτών αναφέρει στις προτάσεις του, ισχυριζόμενος ότι έχει προθεσμία για την προσκόμισή του έως τις 23.6.2011. Πλην όμως, για να ευδοκιμήσει η κρινόμενη αίτηση αναστολής εκτελέσεως, πρέπει να πιθανολογήσει το παρόν Δικαστήριο, εκτός από την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο και την πρόκληση ουσιώδους βλάβης από την εκτέλεση, την ευδοκίμηση της αιτήσεως του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010, ήτοι την ευδοκίμηση της από 23.5.2011 (υπ’ αριθμ. κατ. 00055/23.5.2011) αιτήσεως του οφειλέτη – αιτούντος.
Εν προκειμένω όμως δεν πιθανολογείται από το παρόν Δικαστήριο η ευδοκίμηση της αιτήσεως του αιτούντος (του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν 3869/2010), εφόσον δεν δύναται να πιθανολογηθεί το παραδεκτό αυτής, αφού δεν προσκομίζεται από τον αιτούντα το απαιτούμενο για το παραδεκτό αυτής (άρθρο 2 παρ. 1 και 2 του Ν 3869/2010) έγγραφο αποτυχίας του φορέα ή του δικηγόρου που μεσολάβησε στην προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Σημειωτέον, ότι οι 2η και 3η των καθ’ ων προέβαλλαν, με προφορικές δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που αναλύονται στα σημειώματά τους, ενστάσεις απαραδέκτου, ισχυριζόμενες ότι ο αιτών δεν ακολούθησε την από το νόμο καθοριζόμενη διαδικασία για την επίτευξη εξωδικαστικου συμβιβασμού πριν την κατάθεση της αιτήσεώς του και ότι συνεπώς αυτή (η αίτηση) είναι απαράδεκτη. Ο αιτών με το σημείωμά του απαντά επί των ισχυρισμών αυτών, ότι έχει προθεσμία κατάθεσης του έγγραφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου έως τις 23.6.2011, χωρίς όμως να απαντά ρητά και συγκεκριμένα ότι πράγματι κατέβαλε προσπάθεια επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού με τις καθ’ ων, ότι αυτός απέτυχε και ότι κατέχει το απαιτούμενο από το νόμο έγγραφο αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να προσκομίσει κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναστολής, προκειμένου να κρίνει το Δικαστήριο τούτο το παραδεκτό και ακολούθως την ευδοκίμηση της αιτήσεως του οφειλέτη για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή του από τα χρέη, εάν συνέτρεχαν και οι λοιπές προϋποθέσεις του νόμου. Στην κρινόμενη όμως περίπτωση δεν μπορεί να πιθανολογηθεί η ευδοκίμηση εφόσον δεν προσκομίζεται το απαραίτητο έγγραφο βεβαίωσης της αποτυχίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, που αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ρυθμίσεως οφειλών. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 178 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων, δοθέντος ότι έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα υπό των καθ’ ων η αίτηση (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). […]