1096/2006 ΑΠ – Εγγύηση. Ακύρωση της εγγύησης λόγω ουσιώδους πλάνης, όπως όταν ο εγγυητής υπογράφει ένα έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ στην πραγματικότητα αυτό είναι διαφορετικό

Τελευταία ενημέρωση την 05 Σεπ 2011 — 23:01

Εγγύηση. Ακύρωση της εγγύησης λόγω ουσιώδους πλάνης, όπως όταν ο εγγυητής

υπογράφει ένα έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο, ενώ

στην πραγματικότητα αυτό είναι διαφορετικό. Η ακύρωση απαγγέλλεται με

δικαστική απόφαση κατόπιν άσκησης αγωγής ή ένστασης, από τον πλανηθέντα ή τον

κληρονόμο του. Αποτελέσματα της ακύρωσης. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και

αίτημα ενστάσεως περί ακύρωσης της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης. Η

αναιρεσίβλητη νόμιζε εσφαλμένα ότι με το συμφωνητικό που υπέγραφε αναλάμβανε

την υποχρέωση να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια υπέρ της Τράπεζας και όχι ότι

εγγυόταν προσωπικά για την εξόφληση χρέους του συζύγου της. Η εκ μέρους

τρίτου κυρίου παραχώρηση υποθήκης σε ακίνητο δεν σημαίνει ότι αυτός γίνεται

και οφειλέτης του ενοχικού δανειστή, εκτός άν ο τρίτος ενέχεται και

προσωπικά. Το ίδιο ισχύει και για την προσημείωση υποθήκης. Μή νόμιμη η

έκδοση διαταγής πληρωμής εις βάρος της αναιρεσίβλητης. Απορρίπτεται η

αναίρεση κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (επικυρώνει την αριθμ. 262/2005

ΕφΠατρ).

 

 

 

 

Αριθμός  1096/2006

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z` Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στέφανο Γαβρά Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη,

Δημήτριο Λοβέρδο, Ρένα Ασημακοπούλου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο και Σταύρο

Γαβαλά, Αρεοπαγίτες.

 

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Απριλίου 2006, με

την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την

υπόθεση μεταξύ:

 

Tης αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία

«……………..», που έχει έδρα στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.

Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Νίκα.

 

Της αναιρεσίβλητης: …………… ή ………… συζύγου …………..,

κατοίκου Λεχαινών Ν. Ηλείας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο

της Γεώργιο Τσακαλιά.

 

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-11-2001 ανακοπή της ήδη

αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδος. Εκδόθηκαν

οι αποφάσεις: 56/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 262/2005 του Εφετείου Πατρών.

Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 22-11-

2005 αίτησή της.

 

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι

διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης

Διονύσιο Γιαννακόπουλος ανέγνωσε την από 31-3-2006 έκθεσή του, με την οποία

εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος

της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της

αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους

στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Κατά το άρθρο 847 Α.Κ., «με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει

απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή». Στην εγγύηση

εφαρμόζοντας οι κοινές για σύμβαση διατάξεις, όπως εκείνες που αφορούν τα

ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως. Κατά συνέπεια, η εγγύηση μπορεί να

ακυρωθεί λόγω ουσιώδους πλάνης ( άρθρα 140, 142 Α.Κ), όπως συμβαίνει στην

περίπτωση κατά την οποία ο εγγυητής υπογράφει ένα έγγραφο νομίζοντας

εσφαλμένα ότι έχει ορισμένο περιεχόμενο με ορισμένες συνέπειες, ενώ αυτό

περιλαμβάνει περιεχόμενο διαφορετικό. Εξ άλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων

140, 141, 154, 180 και 184 Α.Κ. η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω ουσιώδους πλάνης

επέρχεται δια δικαστικής αποφάσεως και δικαιούται να τη ζητήσει, με αγωγή ή

ένσταση, εκείνος που πλανήθηκε (ή ο κληρονόμος του), η ακυρώσιμη δε

δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί, εξομοιώνεται προς άκυρη, εξ αρχής, και θεωρείται

ως μη γενόμενη (με επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία

τρίτος απέκτησε από σύμβαση που ακυρώθηκε).

Στη περίπτωση που λόγος ανακοπής

εναντίον διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή

αυτή οφειλόμενο από δικαιοπραξία, πλήσσει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν

πλάνης εις βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της

διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί κυρώσεως της δικαιοπραξίας

ως προϊόντος πλάνης σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που αποτελεί τη βάση

της ενστάσεως. Αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται πραγματικά και η ακύρωση

της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140,141 και 154 εδ. β΄του Α.Κ.,

κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού δικαιώματος για πρόκληση της

δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά

σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης βουλήσεως (ΑΠ 77/1991). Στην προκειμένη

περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε ανελέγκτως εκ

των αποδείξεων τα εξής:

 

Με βάση το από 19-1-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους παροχής

εγγυήσεων, εκδόθηκε με αίτηση της αναιρεσείουσας η 59/2001 διαταγή πληρωμής

του Δικαστή του μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, δυνάμει τη οποίας

υποχρεώθηκαν η αναιρεσίβλητη, ο σύζυγος της και η μητέρα του τελευταίου

…………… χήρα ……………., να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος

στην αναιρεσείουσα το ποσό των 282.500.000 δρχ. με τον νόμιμο τόκο από 1-4-

2001. Το ιδιωτικό συμφωνητικό που φέρει τον τίτλο «Ιδιωτικό συμφωνητικό

αναγνώρισης χρέους-παροχής εγγυήσεων» και στο οποίο στηρίχθηκε η διαταγή

πληρωμής, υπεγράφη μεταξύ της αναιρεσείουσας Τράπεζας αφενός και των καθών η

διαταγή πληρωμής αφετέρου. Σε αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εκ των

καθών …………….. δήλωσε ότι αναγνωρίζει ότι οφείλει στην Τράπεζα το

ποσό των 282.500.000 δρχ., το οποίο αφαίρεσε από λογαριασμούς πελατών κ.λ.π

και ιδιοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1-1- 1996 εως 10-1-2001 και

υπόσχεται να το εξοφλήσει το αργότερο μέχρι 31-3-2001, ενώ οι εκ τρίτου

συμβαλλόμενες σύζυγος (αναιρεσίβλητη) και μητέρα του ανωτέρω, δήλωσαν ότι

εγγυώνται ανεπιφυλάκτως προς την τράπεζα ότι θα εξοφλήσουν το ποσό αυτό

παραιτούμενες των ευεργετημάτων διαιρέσεως και διζήσεως και όλων των

δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των αρθρ. 853, 862, 863, 864,

866, 867 και 868 του Α.Κ. και υπόσχονται ότι, ευθυνόμενες αλληλεγγύως και εις

ολόκληρον, προς εξασφάλιση της απαιτήσεως αυτής θα συναινέσουν στην εγγραφή

προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτων τους. Κατά της διαταγής πληρωμής η

αναιρεσίβλητη άσκησε ανακοπή με την οποία ισχυρίσθηκε, ότι η δήλωσή της κατά

τη υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού είναι προϊόν πλάνης και ως εκ τούτου

ακυρωτέα, καθόσον νόμιζε εσφαλμένα ότι αυτό είχε ως περιεχόμενο την ανάληψη

εκ μέρους της υποχρεώσεως να παραχωρήσει το δικαίωμα εγγραφής προσημειώσεως

υποθήκης επί ακινήτων της προς εξασφάλιση της, ως άνω, απαιτήσεως της

εφεσίβλητης κατά του συζύγου της, η πλάνη της δε αυτή μεταξύ δηλώσεως και

βουλήσεως είναι ουσιώδης, αφού αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, ότι

δηλαδή απηύθυνε δήλωση προς σύναψη εγγυήσεως, δεν θα την επιχειρούσε. Ο λόγος

αυτός της ανακοπής είναι βάσιμος.

 

Ειδικότερα, αποδείχθηκε, ότι η αναιρεσίβλητη, υπογράφοντας το άνω ιδιωτικό

συμφωνητικό του οποίου σημειωτέον δεν υπήρχε αντίγραφο) υπολάμβανε εσφαλμένα

ότι παρείχε «εγγύηση» προς την Τράπεζα με ακίνητα περιουσιακά της στοιχεία

προς εξασφάλιση της απαιτήσεως της τελευταίας κατά του συζύγου της, ότι

δηλαδή αναλάμβανε την υποχρέωση να χορηγήσει εμπράγματη ασφάλεια υπερ της

Τράπεζας και όχι ότι εγγυάται ατομικά ως αυτοφειλέτης, πραιτούμενη από όλες

τις συναφείς ενστάσεις και δικαιώματα των αρθρ. 853 επ. του ΑΚ.., ότι θα

εξοφλήσει η ίδια την οφειλή του συζύγου της ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις

ολόκληρον με αυτόν. Έτσι, η αναιρεσίβλητη δεν γνώριζε το ακριβές περιεχόμενο

του συμφωνητικού και όταν υπέγραφε νόμιζε εσφαλμένα ότι είναι διαφορετικό από

εκείνο που πράγματι ήταν. Νόμιζε, δηλαδή, εσφαλμένα ότι με το εν λόγω

συμφωνητικό αναλάμβανε την υποχρέωση να παράσχει εμπράγματη ασφάλεια υπερ της

Τράπεζας για την εξασφάλιση της εν λόγω απαιτήσεως. Η βούληση αυτής από την

αρχή κατευθυνόταν στην παροχή «εγγύησης» με την ακίνητη περιουσία της μόνο

και αυτό υπολάμβανε η ίδια ότι ήταν και το περιεχόμενο του συμφωνητικού που

υπέγραφε. Υπολάμβανε, συνεπώς, ότι παρείχε στην αναιρεσείουσα εμπράγματη

ασφάλεια ως τρίτη που δεν ευθύνεται ενοχικώς για την απαίτηση εκείνης κατά

του συζύγου της. Η πρόθεση της ήταν να εγγυηθεί με τα περιουσιακά της

στοιχεία για το χρέος του συζύγου της και όχι να εγγυηθεί προσωπικώς για την

εξόφλησή του. Σε αυτό δε νόμιζε, ότι κατευθυνόνταν η δήλωσή της κατά την εκ

μέρους της υπογραφής του άνω ιδιωτικού συμφωνητικού.

Κατόπιν αυτών, το

Εφετείο δέχθηκε, ότι η διάσταση μεταξύ της δηλώσεως τη αναιρεσίβλητης και της

βουλήσεώς της εξαιτίας εσφαλμένης γνώσης του περιεχομένου του επίμαχου

ιδιωτικού συμφωνητικού, οφείλεται σε ουσιώδη πλάνη της, διότι αναφέρεται σε

σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε εάν η αναιρεσίβλητη

γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων ουδέποτε θα υπέγραφε τη σύμβαση

εγγυήσεως και ότι η επίδικη σύμβαση εγγυήσεως, επομένως, βάσει της οποίας

εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σε βάρος της αναιρεσίβλητης είναι

ακυρώσιμη. Με τις σκέψεις αυτές εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που απέρριψε

τον άνω λόγο ανακοπής της αναιρεσίβλητης και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή

πληρωμής.

 

Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις

ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 847, 1274 και 1280 του ΑΚ και

συνεπώς οι περί του αντιθέτου από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.

πρώτος και δεύτερος, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως

αβάσιμοι. Η αναιρεσείουσας μέμφεται ειδικότερα την προσβαλλόμενη απόφασης,

διότι: α) παραβίασε τους κανόνες των άρθρων 847 επ. του Α.Κ. περί εγγυήσεως,

διότι η παροχή εγγυήσεως δια της ακινήτου περιουσίας εμπεριέχει, άλλως

προϋποθέτει, την παροχή (ύπαρξη) προσωπικής εγγυήσεως εκ μέρους του

παρέχοντος προσημείωση επί του ακινήτου του, εν αντιθέσει προς το παρέχοντα

υποθήκη, που μπορεί να είναι και τρίτος μη ενεχόμενος και β)περιέχει

ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση

στην έκβαση της δίκης, διότι, αφού δέχθηκε, ότι η βούληση της αναιρεσίβλητης

συνίστατο στο να παράσχει εγγύηση με την ακίνητη περιουσία της μέχρι του

ύψους της αξίας αυτής, οπότε θα έπρεπε κανονικά να ακυρώσει μερικώς τη

διαταγή πληρωμής, περιορίζουσα το ποσόν αυτής, όμως αντιφάσκουσα προς εαυτήν,

ακύρωσε ολικώς την διαταγή πληρωμής, ως να μη όφειλε η αναιρεσίβλητη κανένα

ποσόν από το ανωτέρω 9από 19-1-2001) ιδιωτικό συμφωνητικό. Οι αιτιάσεις αυτές

είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Η πρώτη (α), διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των

άρθρων 1294 εως 1296 του ΑΚ η εκ μέρους τρίτου κυρίου παραχώρηση υποθήκης σε

ακίνητό του δεν σημαίνει, ότι αυτός γίνεται και οφειλέτης του ενοχικού

δανειστή, εκτός εαν ο τρίτος ενέχεται και προσωπικώς, ως λόγου χάρη λόγω

εγγυήσεως ή αναδοχής χρέους. Η ευθύνη του τρίτου κυρίου που παραχωρεί υποθήκη

για αλλότριο χρέος περιορίζεται να ανεχθεί την αναγκαστική εκτέλεσή μόνο στο

βεβαρημένο ακίνητό του, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει το ξένο χρέος. Τα αυτά

ισχύουν, κατ` ανάλογη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και των άρθρων 1274-

1279 Α.Κ., και επι προσημειώσεως υποθήκης, αφού είναι δυνατή η έγγραφή

προσημείωσης σε ακίνητο τρίτου με τη συναίνεσή του, που μπορεί να δοθεί με

την αυτόβουλη εμφάνισή του στο δικαστήριο, ανεξάρτητα, δηλαδή, αν αυτός

(τρίτος) έχει αναλάβει ή όχι προσωπική δέσμευση έναντι του δανειστή εξόφλησης

της απαίτησής του, για την οποία έχει γραφεί η προσημείωση, αφού τέτοια

προϋπόθεση δεν συνάγεται ούτε από τις πιο πάνω διατάξεις του Α.Κ., ούτε από

άλλη διάταξη νόμου (ΑΠ 341/2006, 410/2005, 1709/1981). Και η δεύτερη (β) , διότι

από τη στιγμή που το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως εκ των αποδείξεων, ότι είναι

ακυρώσιμη λόγω α ουσιώδους πλάνης της αναιρεσίβλητης η περιεχόμενη στο

επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό δήλωση εγγυήσεως εκ μέρους της ότι αναλαμβάνει

απέναντι στην αναιρεσείουσα την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή του συζύγου

της προς αυτήν, δεν συνέτρεχε νόμιμος λόγος εκδόσεως διαταγής πληρωμής εις

βάρος της για κανένα ποσό. Και τούτο, διότι, αφού από το προσκομισθέν στο

δικαστή ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν αποδεικνύεται κατά τις παραδοχές του

Εφετείου, η ύπαρξη της προβληθείσας με τη σχετική αίτηση απαίτησης της

αναιρεσείουσας, το δικαστήριο που δίκασε την ανακοπή δεν μπορεί να διαγνώσει

άλλη αξίωση αυτής, πέραν δηλαδή εκείνης που επικαλέσθηκε ότι απορρέει από το

εν λόγω συμφωνητικό, διατάσσοντας προς τούτο απόδειξη ή στηριζόμενο σε άλλα

στοιχεία διαφορετικά από το προσκομισθέν στο δικαστή ανωτέρω έγγραφο.

Συνεπώς, ενόψει της παραδοχής αυτής του Εφετείου, ότι δηλαδή η αναιρεσίβλητη

δεν είναι προσωπικός οφειλέτης της αναιρεσείουσας και ότι με τη σχετική

δήλωσή της στο ιδιωτικό συμφωνητικό θέλησε πράγματι να συναίνεση στην εγγραφή

προσημείωσης σε ακίνητα αυτής προς εξασφάλιση της πληρωμής χρέους τρίτου προς

την αναιρεσείουσα, δεν είναι κατά νόμο δυνατή ή έκδοση διαταγής πληρωμής εις

βάρος της βάσει του αναφερόμενου ιδιωτικού συμφωνητικού. Τέλος, η αποδιδόμενη

με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αιτίαση από τον αρ. 1 του άρθρου 559Κ.Πολ.Δ.,

ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 682 και 706

του Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη, διότι οι διατάξεις

αυτές είναι κανόνες δικονομικού δικαίου. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει

να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η

αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.

 

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Απορρίπτει την από 22-11-2005 αίτηση της “……………….» για αναίρεση

της υπ` αριθμ. 262/2005 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.

 

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την

οποία καθορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Μαϊου 2006

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε  σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο  του  στην Αθήνα  στις 31

Μαϊου 2006.

 

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *