Τελευταία ενημέρωση την 15 Ιούλ 2011 — 16:46
Με την υπ’ αριθμόν 80/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας (Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), κατόπιν αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων, κατά την εκδίκαση της οποίας παραστάθηκε για την αιτούσα η συνεργάτης του γραφείου μας, δικηγόρος Χαλκίδας, Αικατερίνη Δ. Μελιδώνη, ανεστάλη η εκτέλεση διαταγής πληρωμής, γιατί πιθανολογήθηκε, ότι ο γενικός όρος σε σύμβαση πιστωτικής κάρτας, που επιτρέπει στην καθ’ ης η αίτηση τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο με το οποίο χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων, είναι άκυρος, όταν δεν καθορίζονται εκ των προτέρων γνωστά και εύλογα για τον πελάτη- καταναλωτή κριτήρια.
«…Από την εκτίμηση των προσκομιζομένων εγγράφων και την όλη διαδικασία, πιθανολογούνται τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’ αριθ. *** Διαταγής Πληρωμής του δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, η καθής επέταξε την αιτούσα να της καταβάλει ποσό ευρώ 23.755,94 νομιμοτόκως πλέον εξόδων. Η απαίτηση αυτή προέρχεται από σύμβαση ανοιχτής πίστωσης και πιστωτικής κάρτας που συνήψαν οι διάδικοι στις 10-9-2004 και την οποία κατήγγειλε η καθής στις 10-3-2010. Με τους γενικούς όρους αυτής της σύμβασης, συμφωνήθηκε μεταξύ των άλλων (άρθρο 13.2) ότι «Το επιτόκιο της σύμβασης συμφωνείται κυμαινόμενο και το σημερινό του ύψος καθορίζεται στο Παράρτημα της παρούσας σύμβασης. Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο σε χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα λαμβάνοντας υπόψη τη διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και του euribor για χορηγήσεις ενός (1) μήνα…» Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζεται η ανακόπτουσα ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη γιατί περιλαμβάνει ποσά από συμβατικούς τόκους που υπολογίσθηκαν παρανόμως με επιτόκια ανώτερα των δικαιοπρακτικών , με βάση παράνομους και άκυρους όρους της ανωτέρω σύμβασης. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος. Έρεισμα έχει τις κάτωθι αναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις και πρέπει, να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΠΔ/ ΤΕ υπ’ αριθμ. 2286/28.1.1994, που εκδόθηκε κατ» εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δανείων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι» αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνον επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια, που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια, δεν παύει να απαγορεύεται από τον νόμο (άρθρο 281 ΑΚ). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, λόγω της αντίθεσης του στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια’ του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όταν δεν καθορίζονται κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη (ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 2001. 1624 και ΝοΒ 2002.354). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την προαναφερόμενη ημέρα υπογραφής της ως άνω συμβάσεως το συμβατικό επιτόκιο ήταν 9% έως 12,00% ανάλογα με το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, πλέον της εισφοράς ν . 128/75 (,60%), ήτοι συνολικά 9,60% έως 12,60%. Όμως, την ίδια ημερομηνία το δικαιοπρακτικό επιτόκιο ήταν 8%, ήτοι μικρότερο του τραπεζικού κατά 1% έως 3% ενώ κατά το χρόνο καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως από την καθής το δικαιοπρακτικό επιτόκιο ήταν ακόμα μικρότερο, ήτοι 6,75%. Επομένως, καθόλο το χρονικό διάστημα ισχύος της εν λόγω συμβάσεως η οφειλή του αιτούντος επιβαρύνθηκε με συμβατικούς τόκους υπολογιζόμενους με επιτόκιο που ήταν μεγαλύτερο κατά ποσοστό από 1% έως 5,85% από το εκάστοτε ισχύον δικαιοπρακτικό επιτόκιο, χωρίς να έχει εκ των προτέρων συμφωνηθεί με ποια κριτήρια γίνεται αυτή η προσαύξηση. Πιθανολογείται επομένως η ευδοκίμηση της ασκηθείσης ανακοπής τουλάχιστον κατά τον ανωτέρω λόγο της και πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, καταδικαζομένης της αιτούσας στη δικαστική δαπάνη της καθής (αρθ. 178 κώδικα δικηγόρων)…»