Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 13:14
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 13ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Καλογήρου, Πρόεδρο Εφετών Παρασκευή Μεντζελοπούλου – Εισηγήτρια, Σοφία Κανατάκη – Μπαμπανικολού Εφέτες και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ………………………………, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο (ο ίδιος) με την ιδιότητα του ως δικηγόρος με δήλωση του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “…………..Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εισπρακτικής Εταιρείας με την επωνυμία “………………………….. Α.Ε.”, που εδρεύει στη Νέα Ιωνία Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους εφεσίβλητους, η πρώτη εφεσίβλητη, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αλκηστη Σπέντζου, η δεύτερη εφεσίβλητη, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο Καραμαγκιώλη, με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και τέλος το τρίτο εφεσίβλητο, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 30 Μαΐου 2006 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που κατατέθηκε με αριθμό 10720/2006, ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο, εξέδωσε την 296/2009 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών, με την από 3 Φεβρουαρίου 2009 έφεση του, και τους από 10 Οκτωβρίου 2009 πρόσθετους λόγους του, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκαν με αριθμούς 1118/2009 και Β.Α.Β. 745/2009 αντίστοιχα. Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσίβλητων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ο εκκαλών, παραστάθηκε στο ακροατήριο (ο ίδιος), με την ιδιότητα του ως δικηγόρος με δήλωση του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 3-2-2009 (αρ. καταθ. 1118/2009) έφεση τού ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμό 296/2009 οριστικής αποφάσεως τού Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσης κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί, ως προς την πρώτη και δεύτερη εφεσίβλητες, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή ως προς αυτές και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προσήκουσα όμως διαδικασία των άρθρων 664-676 ΚΠολΔ – κατά την οποία έπρεπε να δικαστεί η υπόθεση, κατ’ άρθρο 23 παρ. 3εδα Ν. 2472/1997 “Προστασία τού ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (βλ. Εφ.Αθ. 1597/2007 Τρ.Νομ.Πλ. ΝΟΜΟΣ) – καθ’ όσον πρόκειται για απαίτηση απορρέουσα από αστική ευθύνη των εναγομένων – εφεσιβλήτων, προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης τού ενάγοντος, λόγω προσβολής προσωπικότητας, φερομένης ως προκληθείσης από τις επικαλούμενες παραβάσεις τού νόμου αυτού.
Παραδεκτοί είναι εξάλλου και οι από 10-10-2009 (αρ. καταθ. 745/2009) πρόσθετοι λόγοι της εφέσεως κατά των ως άνω εφεσίβλητων και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί ως προς τις εφεσίβλητες αυτές, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση, κατά την ίδια διαδικασία. Ως προς το τρίτο εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με τήν επωνυμία “ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ”, το οποίο δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά την ως άνω δικάσιμο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση τής εφέσεως και των προσθέτων λόγων της, καθόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει αποδεικτικό κλητεύσεως αυτού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εκκαλών πρωτοδίκως είχε παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το τρίτο εναγόμενο-εφεσίβλητο, ωστόσο προέχει η έρευνα τού παραδεκτού της συζητήσεως της υποθέσεως.
Με την από 30-5-2006 (αρ. καταθ. 10720/2006) αγωγή τού ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σχετικά με τα εκκαλούμενα κεφάλαια, ο εκκαλών εξέθετε (κατ’ εκτίμηση τού δικογράφου) ότι η πρώτη εναγομένη τράπεζα} με την οποία είχε καταρτίσει την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση δανείου και η δεύτερη εναγομένη εισπρακτική εταιρία δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, πρόσβαλαν παρανόμως και υπαιτίως (από πρόθεση) την προσωπικότητά του, με παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, προκαλώντας του σημαντική ηθική βλάβη.
Ειδικότερα, εξέθετε ότι η πρώτη εναγομένη προέβη σε παράνομη επεξεργασία των συλλεγέντων από αυτήν – κατά την κατάρτιση τής παραπάνω συμβάσεως -προσωπικών δεδομένων του, με τη διαβίβαση προς την δεύτερη εναγομένη τού ονόματος του, του επωνύμου του, του ονόματος πατρός του, της ημερομηνίας γεννήσεως του, του αριθμού τηλεφώνου του, της διευθύνσεως κατοικίας του, τού επαγγέλματος του καθώς και της πληροφορίας περί δήθεν χρέους του, παραλείποντας να τον ενημερώσει, όπως όφειλε, αφ’ ενός κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 2472/1977 με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας, κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών, κατά τον χρόνο καταρτίσεως τής συμβάσεως τού δανείου), αφετέρου κατ’ άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2472/1977, κατά τον χρόνο πρίν από τη διαβίβαση τους στη δεύτερη εναγομένη εισπρακτική εταιρία (τρίτη-αποδέκτρια) για τήν μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών τού δεδομένων προς αυτήν.
Ότι η δεύτερη εναγομένη, παρανόμως επεξεργάστηκε ως τρίτη-αποδέκτρια τα ως άνω προσωπικά του δεδομένα, τα οποία μη νομίμως συνέλεξε από την πρώτη εναγομένη και καταχώρησε αυτά στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), ακολούθως δε, τα χρησιμοποίησε, δια του αναφερόμενου στην αγωγή προστηθέντος υπαλλήλου της, ο οποίος τον κάλεσε τηλεφωνικώς την 28-3-2006 στην οικία του και αιφνιδιάζοντας τον, του ζητούσε την επιβεβαίωση των γνωστών σε εκείνον προσωπικών του δεδομένων (στοιχεία ταυτότητας ημερομηνία γέννησης κ.λ.π.), δηλώνοντας του ότι τα είχε έμπροσθεν του στην οθόνη του, μαζί με μία ανείσπρακτη οφειλή από δάνειο, χωρίς να τον ενημερώνει για την επωνυμία της εταιρίας εκ μέρους της οποίας τον καλούσε.
Ότι με τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις οι εναγόμενες του προκάλεσαν μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή. Ζητούσε δε – μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής (με τις πρωτόδικες προτάσεις) και την εν συνεχεία μετατροπή του κατά ένα μέρος σε αναγνωριστικό – να υποχρεωθούν οι δύο πρώτες εναγόμενες να του καταβάλουν, σε ολόκληρο η κάθε μία, το ποσό των 2.934,70 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν ακόμη, επίσης εις ολόκληρο, το ποσό των 440.205 ευρώ, νομιμοτόκως από 28-3-2006, άλλως από της επιδόσεως τής αγωγής μέχρι τήν εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση τής ηθικής του βλάβης, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε νόμιμη την αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 914, 922, 932, 340, 345, 346 Α.Κ., 1, 2, 3, 4, 10, 11, 23 παρ. 1 Ν. 2472/1997 και άρθρο 70 ΚΠολΔ. Το δε παρεπόμενο αίτημα, περί επιδικάσεως τόκων από 28-3-2006, έκρινε εν μέρει νόμιμο από τής επιδόσεως τής αγωγής, απορρίπτοντας αυτό για το προγενέστερο διάστημα, με την αιτιολογία ότι “επί χρηματικής οφειλής από αδικοπραξία οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής, εφόσον ο οφειλέτης δεν κατέστη υπερήμερος από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία οχλήσεως από το δικαιούχο της απαιτήσεως”. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε κατ’ ουσίαν την μεταξύ τής πρώτης εναγομένης και του ενάγοντος σύμβαση δανείου και δέχθηκε ότι, ο τελευταίος δεν τήρησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις και η εναγομένη κατάγγειλε τη σύμβαση του δανείου.
Ότι λόγω της καθυστέρησης που παρουσίαζε ο δανειακός λογαριασμός του ενάγοντος η πρώτη εναγομένη διαβίβασε τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, επάγγελμα, τηλέφωνα επικοινωνίας, στοιχεία ταυτότητος, την αιτία και το ποσό οφειλής – τα οποία έκρινε ότι δεν εμπίπτουν στα ευαίσθητα δεδομένα που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 2 παρ. β Ν. 2472/1997 – στην δεύτερη εναγομένη με εντολή, δοθείσα στα πλαίσια της από 25-05-2005 μεταξύ τους συμβάσεως, να προβεί στο όνομα και για λογαριασμό της, ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής, στην εξώδικη είσπραξη της οφειλής του ενάγοντος. Κρίνοντας δε περαιτέρω ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε υποχρέωση να ενημερώνει τον ενάγοντα πριν από την διαβίβαση των δεδομένων του κατ’ άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 2472/1997 και ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από την δεύτερη εναγομένη ως εκτελούσα την επεξεργασία στα πλαίσια της σχέσης αντιπροσώπευσης, ήταν νόμιμη, η δε όχληση αυτού για να πληρώσει την οφειλή του συνιστά νόμιμη άσκηση δικαιώματος τής πρώτης εναγομένης, απορρέοντος από την δανειακή σύμβαση, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση αδικοπραξίας εις βάρος του ενάγοντος ούτε προσβολή της προσωπικότητας του εκ μέρους των δύο ως άνω εναγομένων και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, ενώ επιδίκασε σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, τήν οποία όρισε στο ποσό των 8.800 ευρώ.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων με τους αναφερόμενους στην έφεση του λόγους και τους προσθέτους λόγους αυτής, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή, ενώ παραπονείται και για την επιβληθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη.
Με το Ν. 2472/1997 “Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” – ο οποίος εκδόθηκε για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τής Ευρωπαϊκής Ενωσης της 24-10-1995 “Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι τής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών” – ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα :
Στο άρθρο 1 ότι : “Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως τής ιδιωτικής ζωής”, στο άρθρο 2, ότι : “Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα” κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … β) “Ευαίσθητα δεδομένα” τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, γ) “υποκείμενο των δεδομένων” το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει του αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”) κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή …, ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας” οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός …, η) “Εκτελών την επεξεργασία” οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) “Τρίτος” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης”, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) “Συγκατάθεση” του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες των δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του …” Στο άρθρο 3 παρ. 1 ορίζεται ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω η εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.
Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) …, γ) … Στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεση του, ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου όταν α) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων, β) …, γ) κ.λ.π. ε) η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο (έννομο συμφέρον) υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων τα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώσεις ελευθερίες αυτών.
Με το άρθρο 7 παρ. 1 ορίζεται ότι Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία “ευαίσθητων δεδομένων” ενώ στην παρ. 2 του άρθρου αυτού απαριθμούνται οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η συλλογή των δεδομένων αυτών.
Στο άρθρο 10 παρ. 1 ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολήν του.
Με τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου ορίζονται οι υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας για την επιλογή προσώπων με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα, παρέχοντα επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2) και για την λήψη κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέσων για την ασφάλεια των δεδομένων κ.λ.π. (παρ. 3), ενώ με την παρ. 4 ορίζεται “Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπευθύνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως”. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνον κατ’ εντολήν του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν.
Με το άρθρο 11 παρ. 1 ορίζεται ότι “ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να ενημερώνει, με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία : α) …, β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων” και με την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι “εάν κατά τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί την συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματα του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 13 του παρόντος νόμου …”,ενώ με την παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι “εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς”.
Με το άρθρο 23 παρ. 1 ορίζεται ότι “φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεως όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον”. Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ’ ελάχιστον στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη”.
Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 του Α.Κ. κ.λ.π.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του Α.Κ. και διευρύνει έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 Α.Κ., ώστε να θεωρείται – κατ’ αρχήν – απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. μελέτη Μιχ. Σταθόπουλου σε ΝοΒ τόμος 48 σελ. 1-19).
Ετσι ο Ν. 2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων και χωρίς την προηγουμένη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. εισηγ. Εκθεση ν. 2472/1997 στο ΝοΒ 1997 σλ. 505). Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει -μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους σε τρίτους – να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για αποδέκτες στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν από την μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους αποδέκτες-τρίτους. Εξάλλου, ο τρίτος-αποδέκτης ο οποίος κατά τον ν. 2472/1997 (άρθρο 2 παρ. δ) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεση του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για τον σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων (σύμφωνα με τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής).
Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους) κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ’ ελάχιστο όριο στο ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση που προκάλεσε τήν ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (βλ. ΕφΑθ 3833/2003 Τρ. Νομ. Πλ. ΝΟΜΟΣ).
Η ευθύνη εξ άλλου του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου γα απαλλαγεί από τήν ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα (Α.Π. 1923/2006, Τρ. Νομ. Πλ. ΝΟΜΟΣ).
Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της ο ενάγων επικαλείτο ότι η πρώτη εναγομένη κατά την κατάρτιση του δανείου συνέλεξε και μετέπειτα διαβίβασε στην δεύτερη εναγομένη από τα στοιχεία ταυτότητας του (όνομα, επίθετο, όνομα πατρός, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση κατοικίας, ημερομηνία γεννήσεως), το επάγγελμα του και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο του φερομένου χρέους του από τη σύμβαση του δανείου, στοιχεία τα οποία φέρεται ότι του ανακοίνωσε ο προστηθείς υπάλληλος της εναγομένης κατά την ως άνω τηλεφωνική τους συνομιλία. Καίτοι δε, με την αγωγή επικαλείτο παράνομη συλλογή, διαβίβαση, καταχώρηση κ.λ.π. εκ μέρους των εναγομένων, “ευαίσθητων δεδομένων” αυτού, ουδόλως επικαλείτο κάποιο από τα απαριθμούμενα περιοριστικώς στη διάταξη του άρθρου 2 περ. β του Ν. 2472/1997 “ευαίσθητα δεδομένα”, που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια η αγωγή ήταν αόριστη ως προς τις επικαλούμενες παραβάσεις επεξεργασίας κ.λ.π. “ευαίσθητων δεδομένων”, ενώ ήταν ορισμένη και νόμιμη μόνον ως προς τις παραβάσεις των απλών προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος που αναφέρονταν στην αγωγή, όπως ορθά κατ’ αποτέλεσμα κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, ότι αυτά δεν εμπίπτουν στην ιδιαίτερη κατηγορία των “ευαίσθητων δεδομένων”, με ελλιπή έστω αιτιολογία ως προς τήν παραπάνω αοριστία τής αγωγής πού έκρινε σιγή. Οσα επομένως αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον σχετικό λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα, απορριπτόμενου ως αβασίμου του λόγου αυτού.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, της με αριθμό 5766/27-5-2008 ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει και έχει ληφθεί νόμιμα μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του από τα παρακάτω συνομολογούμενα από τους διαδίκους (άρθρα 261 ΚΠολΔ) καθώς και από όλα τα έγγραφα ;τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα :
Ο ενάγων είχε καταρτίσει με την πρώτη εναγομένη τράπεζα, από το έτος 1999, σύμβαση ανοικτού δανείου 500.000 δρ., εξοφλητέου σε μηνιαίες δόσεις των 25.000 δρχ. Η εν λόγω σύμβαση πέραν του εγγράφου της καταρτίσεως της, του έχοντος σχέση με τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, δεν αποτελεί αντικείμενο τής κρινομένης αγωγής, καθόσον ο τελευταίος δεν διελάμβανε σ’ αυτήν αίτημα για αναγνώριση τής υπάρξεως ή ανυπαρξίας κάποιας έννομης σχέσης του με την πρώτη εναγομένη, από τη σύμβαση αυτή, αλλά διηγηματικώς μόνον ανέφερε – κατ’ εκτίμηση του δικογράφου – και γεγονότα, αφορώντα την ανώμαλη εξέλιξη τής ενοχής από τη σύμβαση του δανείου, επικαλούμενος ότι η εναγομένη τράπεζα αντισυμβατικά του ζητούσε να τής καταβάλει δόσεις μεγαλύτερες από τις κατ’ αυτόν οφειλόμενες ως συμφωνηθείσες.
Παρεπιμπτόντως μόνον είναι ερευνητέα τα επικαλούμενα και από τις δύο εναγόμενες, σχετικά με τη σύμβαση αυτή, γεγονότα, προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους, ότι ήταν επιτρεπτή η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος ως αναγκαία (κατ’ άρθρο 5 παρ. 2α Ν. 2472/1997) για την είσπραξη, της, κατά την πρώτη εναγομένη, οφειλής του τελευταίου από τη σύμβαση αυτή, από την δεύτερη εναγομένη, για λογαριασμό τής πρώτης εναγομένης.
Από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως του δανείου την 26-9-1999 η πρώτη εναγομένη τράπεζα, συνέλεξε από τον ίδιο τον ενάγοντα τα επικαλούμενα στην αγωγή απλά προσωπικά δεδομένα αυτού, που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση τής σύμβασης, όπως επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης, αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, επάγγελμα (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγομένη από 26-9-1999 “αίτηση για χορήγηση ανοικτού δανείου και κάρτας ……..”). Η αποπληρωμή του δανείου δεν εξελίχθηκε ομαλά, διότι όπως η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται και συνομολογείται από τον ενάγοντα (άρθρο 261 ΚΠολΔ) ο τελευταίος καθυστερούσε τις καταβολές του, διαφωνώντας όπως ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή ως προς το ύψος των οφειλομένων μηνιαίων δόσεων, που κατ’ αυτόν ανερχόταν στο ποσό των 45 ευρώ, ενώ όπως ισχυρίζεται η εναγομένη τράπεζα και προκύπτει από το επικαλούμενο από αυτήν ως άνω έγγραφο αίτησης-σύμβασης δανείου, το ποσό της ελάχιστης μηνιαίας καταβολής είχε οριστεί σε 25.000 δρχ. (ισότιμο σε ευρώ 73,37). Εχοντας αξίωση η πρώτη εναγομένη από τις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, μετά από επανειλημμένες οχλήσεις της προς τον ενάγοντα, ζήτησε από αυτόν με τις από 20-2-2006 και 20-3-2006 επιστολές της να τής καταβάλει το ποσό των 1.655,75 ευρώ δηλώνοντας του ότι, διαφορετικά θα ανατίθετο η υπόθεση του στη νομική της υπηρεσία. Ακολούθως όμως ανέθεσε στην δεύτερη εναγομένη εισπρακτική εταιρία – βάσει τής μεταξύ τους συμβάσεως εντολής (βλ. το από 25-5-2005 “ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης εντολής που οι εναγόμενες επικαλούνται και προσκομίζεται”) *- την είσπραξη της οφειλής, διαβιβάζοντας σ’ αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή.
Η πρώτη εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι κατά την συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για τη σύμβαση του δανείου είχε προβεί σε σχετική ενημέρωση με την προαναφερθείσα από 26-9-1999 αίτηση σύμβαση χορήγησης ανοικτού δανείου με το ακόλουθο περιεχόμενο “η Τράπεζα και η εταιρία ………………..A.E. διατηρούν το δικαίωμα συλλογής, επεξεργασίας και διαβίβασης των προσωπικών στοιχείων μου και των οικονομικών πληροφοριών με σκοπό την ομαλή λειτουργία της συναλλακτικής μας σχέσης και γενικά την προστασία των συναλλαγών”. Από το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης της οποίας το περιεχόμενο της είναι σαφές και αναμφίβολο ουδόλως αποδεικνύεται από την εν λόγω εναγομένη – που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη – ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για τον σκοπό τής επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ’ άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εν λόγω εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά την συλλογή των δεδομένων και πρίν από τη διαβίβαση τους προς την δεύτερη εναγομένη. Η τελευταία εξάλλου, συνέλεξε και καταχώρησε τα διαβιβασθέντα ως άνω σ’ αυτήν προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για την επεξεργασία αυτή, παραβιάζοντας το αυτοτελώς προστατευόμενο από τον παραπάνω νόμο, δικαίωμά του για σχετική ενημέρωση. Η εν λόγω εναγομένη είχε αντίστοιχη υποχρέωση ενημέρωσης ως αποδέκτρια-τρίτη έναντι του ενάγοντος, που αγνοούσε την ύπαρξη της, εφόσον η εναγομένη τράπεζα δεν του είχε γνωστοποιήσει ότι θα διαβίβαζε προς αυτήν τα προσωπικά του δεδομένα.
Ειδικότερα η εναγομένη εισπρακτική εταιρία που ασκούσε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων πελατών της εναγομένης τράπεζας, όπως και η ίδια συνομολογεί με τις πρωτόδικες προτάσεις της (βλ. σελ. 13) δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει – καθόσον αυτή έχει το βάρος αποδείξεως – ότι είχε ενημερώσει τον ενάγοντα για την πρόθεση της να κάνει χρήση των δεδομένων του.
Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η εναγομένη αυτή προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ’ αυτήν προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, καλώντας αυτόν τηλεφωνικώς στην οικία του, την 28-3-2006, δια του προστηθέντος υπαλλήλου της, με το επώνυμο ………… ο οποίος αιφνιδιάζοντας τον του ζητούσε -χωρίς μάλιστα να τον ενημερώνει για λογαριασμό ποιας εταιρίας τον καλούσε – να του επιβεβαιώσει τα γνωστά σ’ εκείνον στοιχεία ταυτότητας κ.λ.π. δηλώνοντας του ότι τα είχε έμπροσθεν του στην “οθόνη” του μαζί με μια ανείσπρακτη οφειλή από δάνειο, προκαλώντας του μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά του δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμμίαν απολύτως δική του ενημέρωση σε τρίτους. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις των εναγομένων (δια των προστηθέντων οργάνων τους) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ’ αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα των εναγομένων, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να οριστεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ (2.000.000 δρχ. το ελάχιστο κατά τον ως άνω νόμο).
Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ενώ όπως προαναφέρθηκε η υπαιτιότητα των εναγομένων τεκμαίρεται οι τελευταίες δεν απέδειξαν ότι ανυπαιτίως αγνοούσαν τα θεμελιωτικά του πταίσματος τους πραγματικά γεγονότα όπως έπρεπε για να απαλλαγούν από την ευθύνη τους κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη.
Τέλος ο ισχυρισμός των 3 εναγομένων περί επιτρεπτής επεξεργασίας των δεδομένων του ενάγοντος χωρίς τη συγκατάθεση του, αλυσιτελώς προβλήθηκε, καθόσον, ο ενάγων θεμελίωνε την παράνομη επεξεργασία σε παράλειψη ενημέρωσης του εκ μέρους αυτών και όχι σε έλλειψη συγκατάθεσης του.
Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή, δεχόμενο ότι δεν απαιτείτο ενημέρωση και περαιτέρω ότι δεν ήταν αναγκαία η συγκατάθεση του (με την παραπάνω αιτιολογία της) καθώς και ότι δεν αποδείχθηκε αδικοπραξία των εναγομένων έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ο εκκαλών παραπονείται με τον σχετικό λόγο της εφέσεως και τον συναφή των προσθέτων λόγων της, που πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων που περιέχονται στην έφεση και τους προσθέτους λόγους αυτής. Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που εκκαλείται βασίμως κατά τα ανωτέρω αφού δε, κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί η αγωγή κατά το μέρος αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν (νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα σε ολόκληρο η κάθε μία το αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό των 2.934,70 ευρώ, καθώς και να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν ακόμη, επίσης εις ολόκληρο, το ποσό των 2.934,70 ευρώ, νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως τής αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Τέλος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Συνεκδικάζει την έφεση και τους προσθέτους λόγους αυτής κατά της με αριθμό 296/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και τους προσθέτους λόγους.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που βασίμως εκκαλείται.
Κρατεί την υπόθεση και
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, σε ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των δύο χιλιάδων ενιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (2.934,70 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα, σε ολόκληρο η κάθε μία και το ποσό των 2.934,70 ευρώ, νομιμοτόκως ως ανωτέρω.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ, ήτοι 500 ευρώ σε κάθε μία.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 23 Απριλίου 2010 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στις 31 Μαΐου 2010, χωρίς νά παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ