26/2010 – Άρειος Παγος (Δάνεια αγροτών από Α.Τ.Ε. Άρθρο 39 παρ. 5 του ν. 3259/2004)

Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 13:12

 

Περίληψη:

Έφεση πολιτικώς ενάγοντος κατά βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Κατοικία αυτού εκτός της έδρας του Συμβουλίου. Μη διορισμός αντικλήτου δικηγόρου στην έδρα του Συμβουλίου. Απαράδεκτη δήλωση πολιτικής αγωγής. Έφεση πολιτικώς ενάγοντος. Μη διορισμός αντικλήτου στην έδρα του Συμβουλίου Εφετών. Υπέρβαση εξουσίας και απόλυτη ακυρότητα. Αναιρεί. Παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Απορρίπτει επίσης αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου αυτού.


Αριθμός 26/2010 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα – Σε Συμβούλιο 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ. 159/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.6.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1039/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 330/14.10.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ’άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία την υπ’αριθμ. 3/29-6-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ’αρ. 159/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, ως προς την παραπεμπτική του διάταξη για την πράξη της ζωοκλοπής (άρθρ. 1 παρ. 1 και 2β’, γ’ Ν 1300/82) και εκθέτω τα εξής:
Το προσβαλλόμενο βούλευμα (159/2009) δέχθηκε τυπικά την υπ’αρ. 2/2008 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ κατά του υπ’αρ. 27/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, απέρριψε την έφεση ως προς τις πλημμεληματικές πράξεις και δέχθηκε κατ’ουσία την έφεση ως προς την κακουργηματική πράξη της ζωοκλοπής και παρέπεμψε τον ανωτέρω κατηγορούμενο να δικασθεί για την πράξη αυτή ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών. Η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (επίδοση προσβαλλομένου βουλεύματος στην σύζυγο του κατηγορουμένου την 19/6/2009) από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (άρθρ. 473 παρ. 1, 474, 482 ΚΠΔ) με την από 29/6/2009, ημέρα Δευτέρα, δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημ. Παρασκευόπουλου (δυνάμει της από 23/6/2009 εξουσιοδοτήσεως) στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Πατρών για την οποία συντάχθηκε νόμιμα η υπ’αριθμ. 3/2009 έκθεση αναίρεσης και είναι τυπικά δεκτή, με προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα, την υπέρβαση εξουσίας, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα (άρθρ. 93 παρ. 3 Συντ., 139, 171 παρ. 1, 484 παρ. 1α’, β’, δ’, στ’ ΚΠΔ).
(Α) Ως προς τους λόγους αναίρεσης της απολύτου ακυρότητος και της υπέρβασης εξουσίας εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρ. 480 παρ. 1-2 ΚΠΔ στον πολιτικώς ενάγοντα παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (όταν πρόκειται για κακούργημα) και όταν μεταξύ άλλων τούτο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, εφόσον πριν από την έκδοση του βουλεύματος δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτή και δεν έχει αποβληθεί από τη διαδικασία. Κατά δε το άρ. 84 του ΚΠΔ, η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει εκτός των άλλων και το διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, αν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη ως δικαστήριο νοείται το κατ’ άρ. 122 ΚΠΔ αρμόδιο, το οποίο εκδίδει το οικείο βούλευμα, στην έδρα δε του δικαστηρίου αυτού πρέπει να γίνει ο διορισμός του κατά νόμον αντικλήτου (ΑΠ 77/2005, ΝοΒ 2005, 1347/ ΑΠ 789/2002, Πράξη και Λόγος 2002 σελ. 83/ ΑΠ 1164/1999, Π.Χρ. Ν/607).
Κατά τη διάταξη αυτή ως έδρα του δικαστηρίου νοείται η πόλη στην οποία εδρεύει το εν λόγω δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της, που αποτελούν συνέχεια ή προέκταση της, κατά τρόπο, ώστε μαζί με αυτούς να εμφανίζεται ως μία πόλη, άσχετα αν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωριστεί ως ιδιαίτεροι δήμοι ή κοινότητες. Σε περίπτωση απαράδεκτης δήλωσης πολιτικής αγωγής, αυτός που προέβη σε αυτή δεν ανακτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και συνεπώς δε νομιμοποιείται στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον απόφασης ή βουλεύματος. Η θέσπιση της υποχρέωσης αυτής του πολιτικώς ενάγοντος για το διορισμό αντικλήτου δεν παραβιάζει το κατ’ ά. 20 του Συντάγματος δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας ούτε προσκρούει στο άρθρ. 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για μία δίκαιη δίκη, αφού σκοπός αυτής είναι η διευκόλυνση της συντόμευσης των επιδόσεων και συνακόλουθα της συντόμευσης της προδικασίας.
Σε περίπτωση μη νόμιμης παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία, ιδρύεται λόγος απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (ά. 171, περ. 1 στ. δ’ Κ.Π.Δ.).
Αν δε, σύμφωνα με το ά. 476 Κ.Π.Δ. το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο, άλλως, αν προχωρήσει σε εξέταση του ενδίκου μέσου παρά το νόμο, το εκδοθησόμενο βούλευμα είναι αναιρετέο λόγω υπέρβασης εξουσίας.
(Β) Στην προκειμένη περίπτωση ο φερόμενος ως παθών, διαμένει στο Δ.Δ. …, κατά συνέπεια εκτός των ορίων της πόλης του …. Ως εκ τούτου, δεδομένου δηλαδή ότι διέμενε εκτός …, που ήταν η έδρα του δικαστηρίου της άσκησης της ποινικής δίωξης, δηλαδή της διεξαγωγής της ανάκρισης και της έκδοσης του πρωτόδικου βουλεύματος, έπρεπε να είχε διορίσει με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ως αντίκλητο του δικηγόρο Πύργου, εντούτοις διόρισε ως αντίκλητο το δικηγόρο Αμαλιάδας κ. Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο.
Εν συνεχεία και μετά την έκδοση του απαλλακτικού για τον κατηγορούμενο υπ’ αριθμ. 27/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Ηλείας, άσκησε με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος έφεση κατά αυτού, χωρίς όμως να διορίσει αντίκλητο του δικηγόρο στην περιοχή των ….
Για τους ανωτέρω λόγους το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών δέχθηκε τυπικά την έφεση ενώ αυτή έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη αφενός ελλείψει νόμιμης παράστασης πολιτικής αγωγής, λόγω μη διορισμού αντικλήτου στην έδρα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας και αφετέρου λόγω μη διορισμού αντικλήτου δικηγόρου Πατρών με την άσκηση έφεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πατρών (ad hoc ΑΠ 77/2005, ΝοΒ 2005,1347 και Ποιν.Χρ. ΝΕ/903).
Τα ανωτέρω θεμελιώνουν λόγους αναίρεσης, λόγω απόλυτης ακυρότητας (ά. 171,περ. 1δ’ και ά. 484, παρ. 1, περ. α’ Κ.Π.Δ. και υπέρβασης εξουσίας (ά. 484, παρ, 1, περ. στ’ Κ,Π,Δ.).
(Γ) Ως προς τους λόγους αναίρεσης του άρ 484 παρ, 1 περ. δ’ και β’ ΚΠΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστική ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα) εκθέτω τα εξής:
Το προσβαλλόμενο βούλευμα καταρχήν υιοθετεί την εκδοχή του μηνυτή και δέχεται ότι κατά χρονική σειρά πλησίασε ο κατηγορούμενος αυτόν, τον εξύβρισε, μετέβη στη συνέχεια στο αυτοκίνητό του, πήρε μία καραμπίνα, κατευθύνθηκε προς το μηνυτή, γύρισε πάλι πίσω στο αυτοκίνητο, άφησε την καραμπίνα, πήρε ένα ξύλο, κατευθύνθηκε προς το μέρος του, ξαναέφυγε και διήνυσε μία απόσταση 50 μέτρων, οπότε έκλεψε τρεις αίγες.
Δέχεται μάλιστα τον ισχυρισμό του μηνυτή σχετικά με την καραμπίνα, διότι “… αν ο κατηγορούμενος δεν είχε προβεί στην ανωτέρω πράξη, δεν θα γνώριζε ο πολιτικώς ενάγων ότι ο κατηγορούμενος κατείχε κυνηγετική καραμπίνα, η οποία βρέθηκε την επόμενη ημέρα μέσα στο αυτοκίνητό τoυ”, σελ. 9 του προσβαλλόμενου). Ο μηνυτής όμως, με τον οποίο είχε προσωπική γνωριμία, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν κυνηγός, άρα και κάτοχος καραμπίνας.
Την ίδια στιγμή όμως που υιοθετεί την εκδοχή του μηνυτή, ως ανωτέρω, στη συνέχεια θεωρεί αξιόπιστες και τις μαρτυρίες της …, συζύγου του πολιτικώς ενάγοντα, και της Ζ, αδελφής του, για να θεμελιώσει τελικά την παραπομπή του στο ακροατήριο και δη ότι “αυτές κατηγορηματικά κατέθεσαν ότι είδαν τον κατηγορούμενο να αφαιρεί από την κατοχή του πολιτικώς ενάγοντα τις τρεις κατσίκες, η δεύτερη μάλιστα είδε και την καραμπίνα” καίτοι καθένας των τριών παρουσιάζει και μία διαφορετική εκδοχή, και κατά συνέπεια το προσβαλλόμενο βούλευμα πάσχει λόγω ελλιπούς ασαφούς και αντιφατικής αιτιολογίας, καθώς υιοθετεί τρεις διαφορετικές μεταξύ τους εκδοχές. Συγκεκριμένα:
(α.) Καταρχήν η ίδια η θέση του μηνυτή, την οποία υιοθετεί αναιτιολόγητα το προσβαλλόμενο, όπως αυτή διατυπώθηκε προανακριτικά και ανακριτικά, ενέχει πλείστες όσες αντιφάσεις, τις οποίες επεσήμανε εύστοχα το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας και συγκεκριμένα:
ι. “… δεν αναφέρει προανακριτικά ότι πήγε στο αστυνομικό τμήμα, αλλά αναφέρει ότι επειδή φοβήθηκε μήπως τον περίμενε ο κατηγορούμενος κάπου εκεί… και πήγε στο σπίτι του και ότι την επόμενη μέρα το πρωί… κατέθεσε έγκληση στην αστυνομία.
Πλην όμως ενώπιον του ανακριτή κατέθεσε ότι αμέσως μετά το επεισόδιο έφυγε με την αδελφή του και τη γυναίκα του … και πήγαν στο αστυνομικό τμήμα … … Αυτό που γεννά βάσιμες υπόνοιες για το ψευδές της κατάθεσης του εγκαλούντα δεν είναι το ότι κατέθεσε στην ενώπιον του ανακριτή ένορκη κατάθεση του ότι προσέφυγε αυθημερόν στο αστυνομικό τμήμα … αλλά το ότι στην προανακριτική του κατάθεση με σαφήνεια αναφέρει ότι μετά το συμβάν πήγε στο σπίτι του κρυφά, κάτι που παραλείπει στην ενώπιον του ανακριτή κατάθεση του. ιι. Δε βρίσκουν λογικό έρεισμα οι ισχυρισμοί του εγκαλούντα, αφενός ότι φοβόταν για τη ζωή του και κρυβόταν, αφετέρου ότι δεν έκανε απευθείας έγκληση, διότι περίμενε μήπως του επέστρεφε τα ζώα του ο κατηγορούμενος. ιιι. Αποκρύπτει δε ότι είχε οποιαδήποτε διαφορά με τον κατηγορούμενο κάτι που επίσης αντίκειται στη λογική των πραγμάτων” (σελ. 4 και 5 πρωτόδικου βουλεύματος). Σύμφωνα με την εκδοχή του μηνυτή: -πρώτα βγήκε ο κατηγορούμενος από το αυτοκίνητο και τον πλησίασε εξυβρίζοντάς τον,μετά γύρισε στο αυτοκίνητο και πήρε την καραμπίνα σημαδεύοντάς τον από απόσταση 15-20 μέτρων περίπου,-εν συνεχεία ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο, άφησε την καραμπίνα και πήρε ένα ξύλο κατευθυνόμενος προς το μέρος του και-τελικά γύρισε πάλι στο αυτοκίνητο, το οδήγησε για 50-60 μέτρα, κατέβηκε, πήρε τις τρεις γίδες και έφυγε.
Ως προς την παρουσία δε των δύο γυναικών, καταθέτει ότι η μεν αδελφή του βρισκόταν σε απόσταση 50-60 μέτρων από αυτόν και η σύζυγός του 100 μέτρων από αυτόν περίπου.
(β) Από την από 28.11.2007 κατάθεση της Ζ, η οποία σημειωτέον κατά τα λεγόμενά τους βρισκόταν σε απόσταση 120 μέτρων και όχι 50 μ. όπως δέχεται το αναιρεσιβαλλόμενο από το σημείο κλοπής των αιγών (εκείνη βρισκόταν σε απόσταση 60 μέτρων από το μηνυτή και ο κατηγορούμενος όταν έκλεψε τις αίγες βρισκόταν σε απόσταση άλλων 60 μέτρων από αυτόν, σύνολο απόστασης αδελφής μηνυτή από το δήθεν σημείο κλοπής των αιγών 120 μέτρα) προκύπτουν τα κάτωθι:
Καταθέτει, αντίθετα με τη χρονολογική σειρά των καταγγελλομένων που εκθέτει ο μηνυτής, ότι δήθεν άκουσε φωνές και όταν γύρισε, τον είδε:
-πρώτα να κυνηγάει πεζός τις γίδες μέσα στο χωράφι, να πιάνει τρεις και να τις βάζει στο αυτοκίνητό του και-στη συνεχεία να βγάζει μέσα από το αυτοκίνητο μία καραμπίνα.
Μάλιστα επ’ αυτών καταθέτει επί λέξει: “… είδα τον Χ να κυνηγάει πεζός τα γίδια …να πιάνει τρία και να τα βάζει σε ένα άσπρο αγροτικό αυτοκίνητο … στη συνέχεια ο Χ έβγαλε πιθανόν από μέσα από το αυτοκίνητο του μία καραμπίνα”.
Επί της καταθέσεως της ως άνω μάρτυρος, το πρωτόδικο βούλευμα επισημαίνει: “ενώ ο ίδιος στην ένορκη κατάθεση του αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος αφήρεσε τα ζώα, αφού πρώτα τον απείλησε με το κυνηγετικό όπλο, η φερόμενη ως αυτόπτης μάρτυρας Ζ αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος πήρε την καραμπίνα και απείλησε τον εγκαλούντα αφού αφαίρεσε τα ζώα … δεν επιβεβαιώνει την κατάθεση του εγκαλούντα, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος μετά από 100 με 150 μέτρα επέστρεψε και προσπάθησε ανεπιτυχώς να αφαιρέσει και άλλα ζώα.
Επίσης σε κανένα σημείο δεν καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος απείλησε ή κυνήγησε τον εγκαλούντα με ένα ξύλο. Εντύπωση κάνει και η ανασκευή της προανακριτικής κατάθεσης της … ενώ προανακριτικά προσδιορίζει (την απόσταση κατηγορουμένου – μηνυτή) στα δύο μέτρα, ανακριτικά την προσδιορίζει στα δέκα μέτρα (σελ. 5 πρωτόδικου βουλεύματος)”.
(γ.) Η δε σύζυγος του φερομένου ως παθόντος καταθέτει ότι:
Την είδε να βγαίνει από το αυτοκίνητο κρατώντας κάτι, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς,- και να παίρνει στη συνέχεια τρεις γίδες και ουδέν άλλο.
Επί της καταθέσεως αυτής, το πρωτόδικο βούλευμα σημειώνει: “Δεν επιβεβαιώνει τη μαρτυρία του συζύγου της, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος, αφού αφαίρεσε τα τρία γίδια επέστρεψε και προσπάθησε να κλέψει και άλλα, ούτε ότι κυνήγησε το σύζυγό της με ένα ξύλο (σελ. 5 πρωτοδίκου βουλεύματος)”.
Είναι σαφές ότι οι ανωτέρω εκδοχές διαφέρουν η μία από την άλλη και αλληλοακυρώνοντοι, οπότε το αναιρεσιβαλλόμενο, δεχόμενο αφενός την κατάθεση του μηνυτή και ταυτόχρονα και την κατάθεση των μαρτύρων αυτού, υποπίπτει σε αντιφάσεις και λογικά κενά και πρέπει να αναιρεθεί λόγω έλλειψης της απαιτούμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δοθέντος ότι δεν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια οι λόγοι επί των οποίων στηρίχτηκε το Συμβούλιο Εφετών Πατρών για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, τόσον από την άποψη της εκτίμησης όλων των πραγματικών περιστατικών, όσο και σε σχέση με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του Νόμου, όπως επιτάσσει το άρθρ. 93 του Συν/τος και 139 ΚΠΔ και πρέπει ν’αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Τέλος, πρέπει ν’ απορριφθεί το σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου γι αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Σας, αφού επαρκώς έχει αναπτύξει στην αίτησή του για αναίρεση, διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του επί των λόγων που επικαλείται.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση (άρθρ. 485 παρ. 1 – 519 ΚΠΔ) για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πατρών, διότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές.

Για τους λόγους αυτούς – Π ρ ο τ ε ί ν ω
(Α) Ν’ απορριφθεί το περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης αίτημα του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, (Β) Ν’ αναιρεθεί το υπ’ αρ. 159/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και (Γ) Να παραπεμφθεί η παρούσα υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήνα 30 Αυγούστου 2009 
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Π. Ανδειωτέλλης 
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθμ. 3/29-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ’ αριθ. 159/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, ως προς την παραπεμπτική του διάταξη για την πράξη της ζωοκλοπής (αρθρ. 1 παρ. 1 και 2β’, γ’ Ν. 1300/82), ζητείται να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο έγινε δεκτή τυπικά η υπ’ αριθ. 2/2008 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, κατά του υπ’ αριθ. 27/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, και, αφενός απορρίφθηκε η έφεσή του ως προς τις πλημμεληματικές πράξεις, αφετέρου έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν αυτή (έφεση) ως προς την κακουργηματική πράξη της ζωοκλοπής και παραπέμφθηκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος να δικασθεί για την πράξη αυτή ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών. Η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Κατά το άρθρο 84 του ΚΠΔ, η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παράστασης, καθώς και τον διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, αν αυτός που κάνει την δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον πολιτικώς ενάγοντα. Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην πιο πάνω περίπτωση έχει αυτός που αδικήθηκε και όταν ασκεί αγωγή ή υποβάλλει απαίτηση στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 68 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα). Ο πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού, που έχει διοριστεί νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος. Κατά την διάταξη αυτήν, ως έδρα του δικαστηρίου νοείται η πόλη στην οποία εδρεύει το εν λόγω δικαστήριο κατά τα φυσικά της όρια με τους συνοικισμούς της, που αποτελούν συνέχεια ή προέκτασή της, κατά τρόπον ώστε, μαζί με αυτούς, να εμφανίζεται ως μία πόλη, άσχετα αν οι συνοικισμοί έχουν αναγνωριστεί ως ιδιαίτεροι δήμοι ή κοινότητες. Σε περίπτωση απαράδεκτης δήλωσης πολιτικής αγωγής, αυτός που προέβη σε αυτή δεν ανακτά την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος και, συνεπώς, δεν νομιμοποιείται στην άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον απόφασης ή βουλεύματος. Η θέσπιση της υποχρέωσης αυτής του πολιτικώς ενάγοντος για τον διορισμό αντικλήτου δεν παραβιάζει το κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας, ούτε προσκρούει στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, που θεσπίζει το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου για μία δίκαιη δίκη, αφού σκοπός αυτής είναι η διευκόλυνση της συντόμευσης των επιδόσεων και, συνακόλουθα, της συντόμευσης της προδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο φερόμενος ως παθών, διαμένει στο Δ.Δ. …, κατά συνέπεια εκτός των ορίων της πόλης του …. Ως εκ τούτου, δεδομένου δηλαδή ότι διέμενε εκτός …, που ήταν η έδρα του δικαστηρίου της άσκησης της ποινικής δίωξης, δηλαδή της διεξαγωγής της ανάκρισης και της έκδοσης του πρωτόδικου βουλεύματος έπρεπε να είχε διορίσει με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ως αντίκλητό του δικηγόρο Πύργου, εντούτοις διόρισε ως αντίκλητο τον δικηγόρο Αμαλιάδας Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο. Εν συνεχεία και μετά την έκδοση του απαλλακτικού για τον κατηγορούμενο υπ’ αριθμ. 27/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Ηλείας, άσκησε με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος έφεση κατά αυτού, χωρίς όμως να διορίσει αντίκλητό του δικηγόρο στην περιοχή των …. Για τους ανωτέρω λόγους, το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών δέχθηκε τυπικά την έφεση, ενώ αυτή έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη, αφενός ελλείψει νόμιμης παράστασης πολιτικής αγωγής, λόγω μη διορισμού αντικλήτου στην έδρα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, και αφετέρου λόγω μη διορισμού αντικλήτου δικηγόρου Πατρών με την άσκηση έφεσης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Όμως, τα παραπάνω θεμελιώνουν λόγους αναίρεσης, λόγω απόλυτης ακυρότητας (ά. 171, περ. 1δ’ και ά. 484, παρ. 1, περ. α’ Κ.Π.Δ. και υπέρβασης εξουσίας (ά. 484, παρ. 1, περ. στ’ ΚΠΔ) και πρέπει να γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της αιτήσεως, ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι. Τέλος, πρέπει ν’ απορριφθεί το σχετικό αίτημα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου αυτού, αφού επαρκώς έχει αναπτύξει στην αίτησή του για αναίρεση, διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του επί των λόγων που επικαλείται. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση (αρθρ. 485 παρ. 1 – 519 ΚΠΔ) για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πατρών, διότι είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους Δικαστές.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Α) 
Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης αίτημα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου. Και Β) 
Αναιρεί το υπ’ αριθ. 159/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και 
Παραπέμπει την παρούσα υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Δεκεμβρίου 2009. Και, 
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2010.- 
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *