Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 13:07
Αριθμός Απόφασης 3012/2008
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Σταματίνα Λαού, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Λεβέντη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Απριλίου 2008, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ανακόπτουσας : Σ.Φ. κατοίκου Αχαρνών Αττικής, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Διονυσία Μουζάκη.
Της καθ’ ης η ανακοπή : Α.τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ …..Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της………………
Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10/4/2007 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4220/2007, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί ν’ ακυρωθεί για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται σ’ αυτήν (ανακοπή), η υπ’ αριθμ. 3523/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε βάσει της αναφερόμενης στην εν λόγω ανακοπή σύμβασης στεγαστικού δανείου, που υπεγράφη με την καθ’ ης η ανακοπή, να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 77.748,32 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, η κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 632 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (εξ’ αντιδιαστολής επιχείρημα από το άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ. 3523/2007 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού με την επ’ αυτής τεθείσα σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημητρίου Μεταξά περί επίδοσης της διαταγής πληρωμής στις 3/4/2007, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 8688/20-4-2007 έκθεση επίδοσης της κρινόμενης ανακοπής, συνταχθείσα από τη δικαστική επιμελήτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών Παναγιώτα Ν. Γεωργαντά), με την επισημείωση, ότι το Σάββατο δεν προσμετράτε στην προθεσμία των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών για την άσκηση της ανακοπής, εφόσον κατά το Σάββατο δεν είναι δυνατή η επιχείρηση των πράξεων, για τις οποίες η προθεσμία τίθεται με κριτήριο την εργάσιμη ημέρα, η οποία δεν μπορεί να νοηθεί παρά σε σχέση με τη λειτουργία των δικαστηρίων και τη δυνατότητα επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων, που απευθύνονται στο δικαστήριο (ΑΠ 323/2007 – ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή ως προς το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με το άρθρο 221 ΚΠολΔ, με την άσκηση της αγωγής επέρχεται εκκρεμοδικία. Αυτό σημαίνει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 222 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, ότι, αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της άλλης αγωγής για την ίδια διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων, που παρουσιάζονται με την ίδια ιδιότητα, μέχρι να περατωθεί η πρώτη δίκη. Ο όρος “επίδικη διαφορά” στο άρθρο 222 ΚΠολΔ σημαίνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας. Ταυτότητα διαδίκων υπάρχει, όταν για την ίδια επίδικη διαφορά οι ίδιοι διάδικοι παρίστανται με την ίδια ιδιότητα και στις δύο εκκρεμείς δίκες. Έτσι, το δεδικασμένο από την απόφαση της πρώτης δίκης θα πρέπει να καλύπτει και τους διαδίκους της δεύτερης. Για την ένσταση της εκκρεμοδικίας δεν έχει σημασία το αν η διαφορά αυτή εισάγεται ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου. Εξάλλου, η υποβολή αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, ως μη επιφέρουσα εκκρεμοδικία, δεν εμποδίζει την άσκηση τακτικής αγωγής για την ίδια χρηματική αξίωση. Αντίθετα, η εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη την εκδίκαση της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η διαταγή, που εκδόθηκε, ακυρώνεται με ανακοπή (ΜΠρΑΘ 1607/2006 ΝοΒ 2006.1517). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής και δη κατά την κύρια βάση αυτού, η ανακόπτουσα εκθέτει, ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η ίδια να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 77.748,32 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, βάσει της από 23/6/1993 σύμβασης στεγαστικού δανείου, πρέπει ν’ ακυρωθεί, διότι, αναφορικά με τον καθορισμό του ύψους του οφειλόμενου από την ανωτέρω σύμβαση ποσού, έχει ήδη ασκήσει προηγουμένως (η ανακόπτουσα) την από 5/2/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1450/2007 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι με την αγωγή αυτή ζήτησε να αναγνωρισθεί, ότι η οφειλή της έναντι της καθ’ ης από την ίδια ως άνω σύμβαση, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ανέρχεται στο ποσό των 35.359,79 ευρώ. Ότι, συνεπώς, υφίσταται εκκρεμοδικία από την άσκηση της ανωτέρω αγωγής, που κατέστησε απαράδεκτη τη μεταγενέστερη εκδίκαση της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό, ο κρινόμενος λόγος ανακοπής είναι ορισμένος και νόμιμος κατά τη διάταξη του άρθρου 222 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει, όμως, ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι δεν αποδείχθηκε, ότι η κατάθεση της από 22/1/2007 αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στις 27/3/2007 έλαβε χώρα σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από την άσκηση της ανωτέρω αγωγής, η οποία σημειωτέον επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή – εναγομένη στις 13/2/2007 (βλ. την υπ’ αριθμ. 1573β΄/13-2-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δημητρίου Α. Λαμπράκη). Ειδικότερα, δεν προσκομίσθηκε αντίγραφο της εν λόγω αίτησης με σχετική σφραγίδα κατάθεσης από την αρμόδια γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, από το οποίο να προκύπτει η ακριβής ημερομηνία κατάθεσης της.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή κατά ένα μέρος από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης, που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπισθεί, αφενός για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση της διαφοράς (ΕφΠειρ 1628/1988 ΝοΒ 28.552), όταν η ένσταση εκκρεμοδικίας αργεί, διότι δεν πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 222 ΚΠολΔ (ΑΠ 1628/1988 ΕλλΔνη 1991.807), όπως στην περίπτωση, που το αντικείμενο της μιας δίκης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της άλλης (ΕφΠατρ 1136/1988 ΑρχΝομ 1989.629, ΠΠρΘεσ 20561/1996 ΕλλΔνη 1998.216) και αφετέρου για να ικανοποιηθεί η αρχή της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 10144/1995 ΝοΒ 44.225), προκύπτει με σαφήνεια, ότι : α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40.635 και ΑΠ 368/1996 ΕλλΔνη 37.1571) και β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα, όταν υφίσταται εκκρεμές στα πιο πάνω δικαστήρια προδικαστικό ζήτημα της πιο πάνω δίκης, που απασχολεί το Δικαστήριο, δηλαδή, αν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γέννηση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται ακόμα, ότι η αυτοτελής στη δεύτερη αυτή δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης, που θα αναβληθεί (ΕφΑΘ 10774/1987 ΕΔΠ 1988.274). Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα αμφισβητεί το σύννομο του προσδιορισμού του ύψους της οφειλής της έναντι της καθ’ ης από την προαναφερόμενη σύμβαση στεγαστικού δανείου, επικαλούμενη την ύπαρξη σε βάρος της μικρότερου χρεωστικού υπολοίπου, ήτοι του ποσού των 35.359,79 ευρώ, σε σχέση με το ως άνω αναφερόμενο στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, μετά την ορθή εφαρμογή του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004. Περαιτέρω, με την ως άνω από 5/2/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1450/2007 αγωγή της ανακόπτουσας – ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιδοθείσας στην καθ’ ης η ανακοπή – εναγομένη στις 13/2/2007 (βλ. την ως άνω έκθεση επίδοσης), η ανακόπτουσα ζήτησε, εκτός των άλλων, να αναγνωρισθεί, ότι το σε βάρος της χρεωστικό υπόλοιπο από την αναφερόμενη στην κρινόμενη ανακοπή σύμβαση στεγαστικού δανείου ανέρχεται, σύμφωνα με την ορθή εφαρμογή του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, στο ποσό των 35.359,79 ευρώ, έναντι του αιτούμενου από την καθ’ ης ποσού των 64.706,82 ευρώ. Συνεπώς, ανάμεσα στις δύο αυτές δίκες, ήτοι την εν λόγω αγωγή και την υπό κρίση ανακοπή, υπάρχει δεσμός νομικής αναγκαιότητας με την έννοια, ότι το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία άλλωστε κατέστη εκκρεμής χρονικά πριν την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, συνέχεται και επηρεάζει άμεσα τη δίκη αυτή, καθόσον αφορά το σύννομο του προσδιορισμού του ύψους της απαίτησης της καθ’ ης σε βάρος της ανακόπτουσας και αποτελεί συνεπώς προδικαστικό ζήτημα, η εξέταση του οποίου είναι απαραίτητη για τη δικαστική διάγνωση της εν λόγω διαφοράς. Επομένως, πρέπει να ανασταλεί η συζήτηση της υπό κρίση ανακοπής κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της προαναφερθείσας αγωγής, κατά παραδοχή και της επικουρικής βάσης του έκτου λόγου της κρινόμενης ανακοπής. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 623/1994 ΕλλΔνη 37.393).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
•- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναστολή εκδίκασης της κρινόμενης ανακοπής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 5/2/2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1450/2007 αγωγής της ανακόπτουσας κατά της καθ’ ης η ανακοπή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
•- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 23 Ιουλίου 2008.