Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 12:57
Προστασία καταναλωτών – Τράπεζες – Σύμβαση δανείου – Πιστωτικές κάρτες – Τμηματική εξόφληση – Επιτόκια – Καταχρηστικότητα Γ.Ο.Σ. -.
Σχετικά με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Γενικός όρος, που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο, με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, λόγω της αντίθεσης του στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια’ του N. 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή-πελάτη.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ανδρέα Ποταμιάνο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Παρασκευή Τσούμαρη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Φώτιο Μουζάκη, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Παναγιώτα Μανιάτη,
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήρια του στις 19.9.2003 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας-καθ’ης η ανακοπή: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΞΠΡΕΣ ΜΠΑΝΚ ΕΛ ΤΙ ΝΤΙ” (AMERICAN EXPRESS BANK L.t.d.), η οποία εδρεύει στις ΗΠΑ και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, Πανεπιστημίου 31 Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Βασιλική Α. Κρητικού.
Του εφεσίβλητου-ανακόπτοντος: Γ.Κ. του Π., κατοίκου Ανοιξης Αττικής , τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Χρήστος Κ. Δελεχάς.
Ο ανακόπτων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22.12. 2001 (αριθμός κατάθεσης δικογράφου 6996/2001) ανακοπή-αντιρρήσεις του που απηύθυνε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την….. 2640/2002 απόφαση του δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή.
Ηδη η εκκαλούσα με την από 20 Οκτωβρίου 2002 (γενικός αριθμός κατάθεσης 141686/2002 και αριθμός κατάθεσης δικογράφου 2456/2002) έφεση της η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη έφεση κατά της 2640/2002 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την διαφορά των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στις 1-10-2002 (βλ. την με αρ. 3069Δ/1-10-2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ευθυμίου Πρεκετέ) η δε κρινομένη έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29-10-2002 (βλ. την με αρ. 1814/2002 έκθεση καταθέσεως δικογράφου του γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου). Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Ο ανακόπτων και τώρα εφεσίβλητος με την από 22-12-2001 ανακοπή του και για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, ζητούσε την ακύρωση της με αρ. 22926/2001 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με βάση την αναφερόμενη σ’ αυτή σύμβαση πίστωσης ελεύθερου δανείου και της από 30-11-2001 επιταγής, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η ηττηθείσα εκκαλούσα-καθής η ανακοπή, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεση της και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καν κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τους λόγους της ανακοπής που έκανε δεκτούς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση της με σκοπό να απορριφθεί η ανωτέρω ανακοπή του εφεσίβλητου.
Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ με αρ. 2286/28-1-1994, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του αρθ. 1 του ν. 1266/1982, σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων, είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια, που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια, δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (αρθ. 281 ΑΚ). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος, που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο, με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, λόγω της αντίθεσης του στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια του ν. 2251/1994, όταν δεν καθορίζονται κριτήρια εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή-πελάτη (ΑΠ 1219/2001 αδημ.). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων-εφεσίβλητος εκθέτει ότι με τον με αρ. 5.01 όρο χρήσης πίστωσης ορίζεται ότι “ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλλει τόκο, με βάση ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, το ύψος του οποίου σήμερα αναγράφεται στα στοιχεία της πίστωσης. στο οποίο θα προστίθεται πάντοτε η εισφορά του Ν. 128/75, ότι το συμβατικό επιτόκιο θα αυξάνεται ή μειώνεται ανάλογα με τις συνθήκες της χρηματαγοράς και το κόστος χρήματος της τράπεζας”. Οτι ο ανωτέρω όρος καθιστά την καθής η ανακοπή-εκκαλούσα υπόχρεη να μειώνει το επιτόκιο της πίστωσης, οσάκις, κατά τη διάρκεια της πίστωσης, το κόστος χρήματος της τράπεζας (επιτόκιο δανεισμού της) θα μειώνεται. Ότι η καθής δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση της αυτή, για όσο χρόνο διήρκεσε η επίδικη σύμβαση δανείου και ειδικότερα: ενώ τα νόμιμα δικαιοπρακτικά επιτόκια μειώθηκαν με την ΠΣΝΠ 12/12-1-99 (ΦΕΚ) 5/27-1-99) για το διάστημα από 14.1.99-16.1.2000 στο 19% και τα επιτόκια υπερημερίας στο 21%, από 17.1.2000-26-1-2000 τα δικ/κά επιτόκια μειώθηκαν περαιτέρω σε 16,50% και τα υπερημερίας σε 18,50% (Π.Υ.Σ. 1/14-1-2000 (ΦΕΚ 7/17-1-2000) και Π.Σ.Ν.Π. 27/24-12-1999 begin_of_the_skype_highlighting 27/24-12-1999 end_of_the_skype_highlighting (ΦΕΚ 304/31-12-1999), για το διάστημα από 27.1.2000-8.3.2000 (με ΠΣΝΠ 29/26-1-2000, ΦΕΚ 18/7-2-2000), τα δικαιοπρακτικά επιτόκια μειώθηκαν στο 16% και τα υπερημερίας στο -18%, για το διάστημα από 9.3.2000-19.4.2000 τα δικαιοπρακτικά επιτόκια μειώθηκαν σε 15,25% και τα υπερημερίας στα 17,25% (Π.Σ.Ν.Π. 31/7-3-2000), για το διάστημα από 20.4.2000-28.6.2000 τα δικαιοπρακτικά επιτόκια μειώθηκαν σε 14,50% και τα υπερημερίας στο 16,50% (Π.Σ.Ν.Π. 35/18-4^2000 ΦΕΚ 126/27-4-2000), για το διάστημα από 29.6.2000-5.9.2000 τα δικαιοπρακτικά επιτόκια μειώθηκαν σε 14% και τα υπερημερίας στο 16% (Π.Σ.Ν.Π. 36/28-6-2000 ΦΕΚ 157/7-7-2000), για το διάστημα από 15.11.2000-28.11.2000 τα δικαιοπρακτικά επιτόκια μειώθηκαν σε 12,75% (Π.Σ,Ν.Π. 40/14-11-2000 ΦΕΚ 259/22-11-2000), για το διάστημα από 13.12.2000-26.12.2000 το δικ/κά επιτόκια μειώθηκαν σε 11,50% και τα υπερημερίας στο 13,5% (Π.Σ,Ν.Π. 44/12-12-2000 ΦΕΚ 284/28-12-2000), για το διάστημα από 27.12.2000-10.5.2001 τα δικ/κά επιτόκια μειώθηκαν σε 10,75% και τα υπερημερίας στο 12,75% (Π.Σ.Ν.Π. 47/27-12-2000 ΦΕΚ 2/10-1-2001), για το διάστημα από 11.5.2001-30.8.2001 τα δικ/κά επιτόκια μειώθηκαν σε 10,5% και τα υπερημερίας στο 12,5%, από 31.8.2001-17.9.2001 τα δικ/κά επιτόκια μειώθηκαν σε 10,25% και τα υπερημερίας στο 12,5% και από 18.9.2001 μέχρι την συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα δικ/κά επιτόκια μειώθηκαν σε 9,75% και τα υπερημερίας στο 11,75%, η καθής συνέχιζε να, χρεώνει για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που λειτούργησε η επίδικη σύμβαση στο λογαριασμό που τηρούσε, συμβατικούς τόκους με επιτόκιο 20,80/% ετησίως, πλέον εισφοράς 1,2% ν. 128/75 και τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών επί των τόκων (ΕΦΤΕ) πλέον των εξόδων από την επομένη ημέρα μέχρι την εξόφληση, ενώ στο διάστημα αυτό, είχαν μειωθεί, κατά τα προαναφερόμενα, τόσο οι δικαιοπρακτικοί τόκοι, όσο και οι τόκοι υπερημερίας και η καθής ήταν υποχρεωμένη να μειώσει το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, όπως συμβατικά είχε δεσμευτεί, αφού μεταβλήθηκε το κόστος χρήματος. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω βάσιμος, σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω και αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμος, αφού τόσο από το κείμενο της από 20-4-2000 καταγγελίας της επιδίκου συμβάσεως δανείου, την από 1-11-2001 αίτηση προς έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής όσο και από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, προκύπτει ότι η καθής από την ημερομηνία, υποβολής της αίτησης για χορήγηση πίστωσης (6-12-98), μέχρι την καταγγελία της σύμβασης (26-7-2000) και την υποβολή της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, αλλά και την σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, συνέχιζε να χρεώνει για όλο το ανώτερο) διάστημα στο λογαριασμό που τηρούσε, συμβατικούς τόκους με επιτόκιο 20,80/% ετησίως, πλέον εισφοράς 1,2% ν. 128/75 και τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών επί των τόκων (ΕΦΤΕ) πλέον των εξόδων από την επομένη ημέρα μέχρι την εξόφληση. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός και κατ’ επέκταση να διαμορφωθεί το αναφερόμενο με αριθμό 2 στην επίδικη επιταγή ποσό τόκων, στα όρια του νομίμου, όπως επιτάσσει και η επίδικη διαταγή πληρωμής. Ο ισχυρισμός της καθής η ανακοπή-εκκαλούσας, που αποτελεί περιεχόμενο και του πρώτου λόγου της κρινομένης εφέσεως, ότι δηλαδή αυτή προέβαινε σε μείωση των επιτοκίων, κάθε φορά που επήρχετο μετάπτωση αυτών, δεν αποδεικνύεται ουσιαστικά βάσιμος, αφού και στο προσκομιζόμενο απ’ αυτή αντίγραφο λογαριασμού, που εκδόθηκε στις 21-2-00 και απεστάλη στον ανακόπτοντα-πελάτη της, φαίνεται ότι το χρεωστικό υπόλοιπο χρεώνεται με επιτόκιο 20,80%, πλέον των ανωτέρω επιβαρύνσεων, ενώ σαφέστατα στην επακολουθήσασα καταγγελία της επιδίκου συμβάσεως και την υποβληθείσα αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής αιτείται τόκος με επιτόκιο 20,80%, πλέον των ανωτέρω επιβαρύνσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με τις ίδιες παραπάνω αιτιολογίες έκανε δεκτό τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, τα αντίθετα δε που υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της κρίνονται αβάσιμα. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη επίσης με την κρινομένη ανακοπή από 30-11-2001 επιταγή προς πληρωμή, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 10-12-2001, είναι μη νόμιμη, ως πράξη έναρξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη οφειλής από την επίδικη σύμβαση δανείου, αφού με τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2 του ν. 2912/2001, 30 παρ. 4 και 7 του ν. 2789/2000 και 47 του ν. 2873/2000, ανεστάλη οποιαδήποτε πράξη έναρξης ή συνέχισης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης για δανειακές συμβάσεις, που είχαν καταγγελθεί μέχρι 31-12-2001, όπως η επίδικη, που η καταγγελία της έλαβε χώρα στις 26-7-2000 (βλ. την προσκομιζόμενη με αρ. 8025/26-7.2000 έκθεση επιδόσεως της εν λόγω καταγγελίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Α Δ). Η καθής η ανακοπή-εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο ανακόπτων-εφεσίβλητος, είχε αναγνωρίσει την επίδικη οφειλή του και αποδέχθηκε την αποπληρωμή της, με το από 23-9-1999 έγγραφο αναγνώρισης και για το λόγο αυτό, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000. δεν εμπίπτει η περίπτωση αυτή (της αναγνώρισης χρέους) στην αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ορίζουν οι προαναφερθείσες διατάξεις. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος αφού εν προκειμένω η προσβαλλόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν έλαβε χώρα με βάση το εγκαλούμενο από την καθής η ανακοπή από 23-9-1999 έγγραφο αναγνώρισης χρέους από τον ανακόπτοντα, αλλά με βάση την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε με το υπόλοιπο της προκειμένης συμβάσεως δανείου, που προέκυψε μετά ένα χρόνο περίπου από την ως άνω αναγνώριση, την συνέχιση λειτουργίας της επιδίκου συμβάσεως, την χρεοπίστωση του λογαριασμού αυτής και το προκύψαν εν τέλει υπόλοιπο, μετά την προαναφερόμενη καταγγελία, το οποίο διαφέρει του αναγνωρισθέντος με το ανωτέρω έγγραφο ποσού. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε τα ίδια ως προς την νομιμότητα της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τα αντίθετα που υποστηρίζει η εκκαλούσα, με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της κρινομένης εφέσεως κρίνονται αβάσιμα. Επομένως η κρινομένη έφεση πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας στην παρούσα έκκλητη δίκη, εκκαλούσας (αρθ. 176, 183 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν. Και
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εκατό πενήντα Ευρώ (150 EURO).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνας τις 14 Νοεμβρίου 2003.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2003.