Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 12:54
Τράπεζες – Σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού – Σύμβαση δανείου – Ανατοκισμός – Αρχή προστασίας ιδιοκτησίας – Περιουσία – Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 30 N. 2789/2000 – Αδικαιολόγητος πλουτισμός – Απόδοση αχρεωστήτωςκαταβληθέντων -.
Ελλείψει συμφωνίας περί ανατοκισμού, ο ανατοκισμός των οφειλομένων τόκων είναι μη νόμιμος. Δεν μπορεί με νομοθετική ρύθμιση να προσβάλλεται το προστατευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος δικαίωμα ιδιοκτησίας. Στην έννοια της περιουσίας (ιδιοκτησίας) περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεγεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Η απαίτηση του ενάγοντος κατά της εναγομένης από αχρεωστήτως καταβληθείσα – επ’ απειλή αναγκαστικής εκτελέσεως – επιπλέον οφειλή, η οποία δήθεν προήρχετο από ανατοκισμό (ενοχική απαίτηση εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού) συνιστά περιουσία (ιδιοκτησία) συνταγματικώς προστατευόμενη και συνεπώς, η παρά της εναγομένης επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 εδ. τελευταίο του N. 2789/2000 κατά την οποία “καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε οποιαδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία” είναι αντισυνταγματική, ως αντικείμενη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού δι’ αυτής αποσβέννυται η ενοχική αυτή απαίτηση, αλλά αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΕΣΔΑ). Απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Γεωργαντά, Πρόεδρο Εφετών, Εμμανουήλ Καλούδη, Γεώργιο Αδαμόπουλο – Εισηγητή, Εφέτες και από την Γραμματέα Μαρία Θεοτοκά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Μαρτίου 2003 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σοφοκλέους αρ. 11), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ιωάννα Αχουζαρίδη-Γαλάνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Α.Κ. του Ι., κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής (Αγία Παρασκευή Ασπροπύργου), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Ψαλτήρα (AM 17485).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 10-02-1997 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 4025/1997, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 7342/1999 προδικαστική απόφαση πραγματογνωμοσύνης και την υπ’ αριθμ. 4304/2002 οριστική
απόφαση, με την οποία έκανε δεκτή εν μέρει την από 10-02-1997 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 23.10.2002 έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 9074/2002 καθώς και με τον από 25.02.2003 πρόσθετο λόγο έφεσης, που έχει κατατεθεί με αριθμό 658/2003.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις της και παραστάθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της 4304/2002 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της από 10-2-1997 με αριθ. εκθ. κατάθ. 4025/1997 αγωγής του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, ασκήθηκε νομοτύπως και προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε άλλωστε από τα σχετικά έγγραφα προκύπτει ότι έγινε επίδοση αυτής (αρθρ. 495, 499 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως και οιπαραδεκτώς ασκηθέντες δι’ ιδίου από 25-2-2003 με αριθ. εκθ. κατάθ. 259/2003 δικογράφου πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, ενόψει του ότι η πρώτη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, έγινε την 28-01-1999, ήτοι προ της 1-1-2002 και συνεπώς, έχει εφαρμογή το παλαιό δικονομικό δίκαιο και δη, η διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, κατά το οποίο οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται δια δικογράφου, που επιδίδεται στον εφεσίβλητο προ οκτώ ημερών, (βλέπε την 3498/25-2-2003 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Μιχαήλ Γ. Τσεπενέκα, κατά την οποία επιδόθηκε στον εφεσίβλητο το δικόγραφο αυτό την 25-2-2003) και εξετασθούν κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτών (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Με την ανωτέρω αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να του καταβάλει (αποδώσει) το ποσό των 33.110.815 δραχμών, νομιμοτόκως κατά τα εις αυτήν εκτιθέμενα κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και ειδικότερα διότι, ενώ κατά την 28-2-1995 εξοφλήθηκε η εκ των αναφερομένων συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού και δανείου απαίτηση της εναγομένης κατά της αναφερομένης πιστούχου και εγγυητών, αυτός ως εγγυητής αχρεωστήτως, κατέβαλε εις αυτήν το ποσό τούτο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε αυτήν εν μέρει και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ισάξιο σε ευρώ των 26.165.601 δραχμών και ειδικότερα το ποσό των 76.177,15 ευρώ νομιμοτόκως από της 28-2-1995, το ποσό των 68,58 ευρώ νομιμοτόκως από της 3-11-1995 και το ποσό των 542,54 ευρώ νομιμοτόκως από της 8-12-1995. Ήδη η εκκαλούσα δια της εφέσεως της και των προσθέτων λόγων εφέσεως παραπονείται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη δέχθηκε την αγωγή, την οποία έπρεπε να απορρίψει.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που περιέχονται στην 988/2000 έκθεση του Εισηγητή – Δικαστή, την από 16-11-2000 έκθεση πραγματογνωμοσύνης (λογιστικής) του πραγματογνώμονας ΓεωργίουΚαραγεωργόπουλου (οικονομολόγου), διορισθέντος δια της 7342/1999 μη οριστικής απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα γεγονότα: Δυνάμει των 480/28-12-1979 και 556/18-5-1981 αυτοτελών συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού, η εναγομένη χορήγησε πίστωση στην εδρεύουσα στον Ασπρόπυργο Αττικής ΕΠΕ με την επωνυμία “Σ.** ΕΠΕ” μέχρι του ποσού του 1.000.000 και 10.000.000 δραχμών αντίστοιχα. Τις συμβάσεις αυτές εγγυήθηκε εγγράφως εκτός άλλων και ο ενάγων υπέρ της άνω πιστούχου, παραιτηθείς του δικαιώματος διζήσεως. Στις 30-6-1984 η εναγομένη, κατ’ ενάσκηση συμβατικού της δικαιώματος λόγω μη εξυπηρέτησης των συμβάσεων, έκλεισε οριστικά τους αντίστοιχους λογαριασμούς, οι οποίοι εμφάνισαν χρεωστικό σε βάρος της άνω πιστούχου κατάλοιπο 6.481.846 δραχμών και 12.065.240 δραχμών αντίστοιχα. Εξ’ άλλου με την 442/30-7-1979 σύμβαση δανείου η εναγομένη χορήγησε στην ίδια πιστούχο ΕΠΕ δάνειο ύψους 3.000.000 δραχμών υπό τους εις αυτήν αναφερομένους όρους, το οποίο έπρεπε να εξοφληθεί εντός πέντε ετών με ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις. Η δανειολήπτης όμως δεν κατέβαλε την τετάρτη δόση του δανείου την 4-9-1982 ως υποχρεούτο από τη σύμβαση και την 30-6-1983 η δανειολήπτρια όφειλε στην εναγομένη το υπόλοιπο ποσό του δανείου εξ 1.793.247 δραχμών. Ο ενάγων, ο οποίος είχε εγγράφως εγγυηθεί και τη σύμβαση δανείου, παραιτηθείς του δικαιώματος διζήσεως ως και οι λοιποί εγγυητές, αναγνώρισε με την από 13-7-1983 επιστολή του, το υπόλοιπο του δανείου το οποίο είχε ανέλθει με τους τόκους και τις προμήθειες στο ποσό των 2.340.676 δραχμών. Στη συνέχεια η εναγομένη με την από 20-5-1985 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να υποχρεωθούν η άνω πιστούχος και οι εγγυητές, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, τα άνω ποσά, ήτοι το συνολικό ποσό των 20.887.762 δραχμών, νομιμοτόκως από της 1-7-1984 πλέον ΦΚΕ και τελών χαρτοσήμου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 4474/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία υποχρέωσε τους ανωτέρω εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα Τράπεζα και ήδη εναγομένη, εις ολόκληρον έκαστος, το άνω ποσό των 20.887.762 δραχμών, νομιμοτόκως από της 1-7-1984 πλέον ΦΚΕ και τελών χαρτοσήμου, ήτοι χωρίς ανατοκισμό των νομίμων έκτοτε οφειλομένων τόκων. Μάλιστα, ως συνομολογείται, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και την 17-12-1991 επιδόθηκε στον ενάγοντα αντίγραφο εξ απογράφου αυτής με την από 27-11-1991 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη εναγομένη α) για επιδικασθέν κεφάλαιο 20.887.762 δραχμές, β) για επιδικασθέντες τόκους, μέχρι της 30-9-1991 53.565.560 δραχμές, γ) για ΦΚΕ κλπ. 4.696.701 δραχμές, δ) για δικαστική δαπάνη 710.000 δραχμές, ε) για έξοδα απογράφου δραχμές 220.131, και στ) για λήψη απογράφου, σύνταξη παρόντος απογράφου με παραγγελία προς επίδοση 200.000 δραχμές, ήτοι συνολικά το ποσό των 80.280.244 δραχμών, εντόκως από της 1-10-1991 εκτός του κονδυλίου των τόκων. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι βάσει των ανωτέρω συμβάσεων είχε συμφωνηθεί ανατοκισμός των τόκων μετά το οριστικό κλείσιμο των άνω συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού ανά τρίμηνο και του άνω δανείου ανά εξάμηνο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, η οποία με την από 19-9-1996 επιστολή της προς των άνω πιστούχο ισχυρίζεται ότι αυτή και οι εγγυητές εξακολουθούν να της οφείλουν σύμφωνα με τις αναφερόμενες σε αυτήν καταβολές και κατά ανατοκισμό ως ανωτέρω μέχρι της 30-6-1996, ακόμη το ποσό των 8.611.758 δραχμών,νομιμοτόκως από της 1-7-1996. Ειδικότερα κατά τους επικαλούμενους από την εναγομένη όρους 3 και 12 των άνω συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού συμφωνήθηκαν ότι “ο τόκος και η προμήθεια, εάν η σύμβαση συνομολογείται μετά την έναρξη ημερολογιακής τριμηνίας, υπολογίζεται όσον αφορά την πρώτη τριμηνίαν δια το βραχύτερον ταύτας χρονικόν διάστημα από της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι τέλους του ημερολογιακού τριμήνου (τέλος Μαρτίου, Ιουνίου, Σεπτεμβρίου, Δεκεμβρίου) εν συνέχεια δε υπολογίζονται καθ’ ημερολογιακόν τρίμηνον, οπότε, κλεισμένου περιοδικώς του λογαριασμού κατά το άρθρο 112 ΕισαγΝ.ΑΚ, το χρεωστικόν υπόλοιπο περιλαμβανομένου του τόκου και της προμήθειας, αν δεν ήθελον καταβληθεί, θα ανατοκίζεται κατά τριμηνίαν”, “άμα κλείση η εις τον πιστούχον χορηγηθείσα πίστωσις εκ τίνος οιουδήποτε των ανωτέρω λόγων, ως και εν πάση περιπτώσει οιασδήποτε καθυστερήσεως εκ μέρους του, καθίσταται ο πιστούχος αυτοδικαίως και άνευ οχλήσεως υπερήμερος δια το οφειλόμενον ποσόν κεφαλαίου μετά παντός τόκου, ανατοκισμού, εξόδων, υποχρεούμενος εις την καταβολήν παντός ανωτέρου νομίμου ποσοστού τόκου υπερημερίας και τούτο άνευ ουδεμίας προηγούμενης ειδοποιήσεως υπό της Τραπέζης”. Από τους όρους αυτούς προκύπτει ότι υφίσταται συμφωνία μεταξύ πιστώτριας Τράπεζας και πιστούχου ΕΠΕ περί ανατοκισμού των οφειλομένων τόκων μόνο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των άνω συμβάσεων αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι και μετά τη λήξη τους δια του οριστικού κλεισίματος τους, οπότε οφείλεται επί του χρεωστικού καταλοίπου μόνο ο τόκος υπερημερίας. Ούτε εκ της άνω συμβάσεως δανείου προκύπτει ότι συνομολογήθηκε συμφωνία περί ανατοκισμού οφειλομένων τόκων. Έτσι λοιπόν, ελλείψει συμφωνίας περί ανατοκισμού, ο ανατοκισμός των οφειλομένων τόκων από της 1-7-1984 μέχρι της 30-9-1996 παρά της εναγομένης είναι μη νόμιμος (Ολ. ΑΠ. 8/1998 ΔΕΕ 2.177, Ολ. ΑΠ. 9/1998 ΔΕΕ 2.180). Συνεπώς, ορθώς η εκκαλουμένη έκρινε ότι είναι παράνομος ο προβαλλόμενος παρά της εναγομένης ανατοκισμός επί των άνω επιδικασθέντων τόκων από της 1-7-1984 και ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό της της μη ολοσχερούς εξοφλήσεως της απαιτήσεως της κατά της πιστούχου και των εγγυητών αλλά εξακολουθήσεως οφειλής του άνω ποσού των 8.611.758 δραχμών παρ’ αυτών. Κατ’ ακολουθίαν οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες πρώτος και δεύτερος λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Μετά ταύτα ο ενάγων και η άνω πιστούχος ως και οι λοιποί εγγυητές, υπόχρεοι ήσαν να καταβάλουν στην ήδη εναγομένη το άνω ποσό, των 20.887.762 δραχμών, με το νόμιμο τόκο από τις 1-7-1984 πλέον ΦΚΕ και τελών χαρτοσήμου και μόνο και όχι επί πλέον ποσά λόγω ανατοκισμού έκτοτε όχι διότι μόνο αυτά επιδικάσθηκαν με την άνω απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά διότι δεν υφίσταται συμφωνία περί ανατοκισμού από το οριστικό κλείσιμο των άνω λογαριασμών και τη σύμβαση δανείου, οπότε, αν υφίστατο τέτοια συμφωνία θα ήταν νόμιμος ο ανατοκισμός παρά το ότι δεν ορίσθηκε τοιούτος με τον άνω εκτελεστό τίτλο, καθόσον και μετά την έκδοση αυτού, οι οφειλόμενοι για την κυρία απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν τον χαρακτήρα οφειλομένων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων (ΑΠ 1782/2001 Ελλ.Δ.43.1430, ΑΠ. 1619/2000 Ελλ.Δ. 42.744). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, προς εξόφληση των άνω μόνον νομίμως οφειλομένων ποσών, η άνω πιστούχος και οι λοιποί εγγυητές μεταξύ των οποίων και ο ενάγων εγγυητής, προέβησαν από τις 13-11-1987 μέχρι τις 8-12-1995 σε σειρά καταβολών και πιστώθηκαν οι αντίστοιχοι λογαριασμοί (329.01, 371.01 και 371.02) 73 φορές δια του συνολικού ποσού των 129.024.460 δραχμών (βλέπε και την από 19-9-1996 επιστολή της εναγομένης προς την άνω πιστούχο) και έτσι, καταλογιζομένων των καταβολών πρώτα στους τόκους ΦΚΕ και ΕΦΤΕ και μετά στο κεφάλαιο (άρθρο 423 ΑΚ), η απαίτηση της εναγομένης κατά της άνω πιστούχου και των εγγυητών εξοφλήθηκε ολοσχερώς την 28-2-1995, οπότε ο ενάγων, υπό την απειλή αναγκαστικής εκτελέσεως της άνω αποφάσεως για επιπλέον οφειλή, η οποία δήθεν προήρχετο από ανατοκισμό, κατέβαλε αχρεωστήτως στην εναγομένη το συνολικό ποσό των 26.165.601 δραχμών και ειδικότερα κατέβαλε την 28.2.1995 τα ποσά των 957.364 και 25.000.000 δραχμών, την 3-11-1995 το ποσό των 23.368 δραχμών και την 8-12-1995 το ποσό των 184.869 δραχμών (βλέπε το πόρισμα της άνω διαταχθείσης καιδιεξαχθείσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης). Συνεπώς, κατά το ποσό αυτό η εναγομένη έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων ανεγνώρισε δια των 2-3-1994 και 13-12-1994 επιστολών του προς αυτήν την οφειλή του, το ύψος της οποίας δεν αναφέρει, και δι’ αυτών δημιουργήθηκε ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία (τρίτος λόγος της έφεσης) είναι απορριπτέος καθόσον, όπως προκύπτει από την πρώτη τούτων ο ενάγων και η Μ. χήρα Ι.Κ. πράγματι γνωστοποίησαν στην εναγομένη ότι θα της καταβάλλουν εντός του 1994 20.000.000 δραχμές εκ της επίδικης οφειλής της πιστούχου και το υπόλοιπο θα το καταβάλουν εντός του 1995 αν δεν το καταβάλουν οι λοιποί υπόχρεοι και εκ της δεύτερης τούτων ότι της προσφέρει άμεσα 40.000.000 δραχμές και το υπόλοιπο σε δόσεις από το Φεβρουάριο του 1995, πλην δια των δηλώσεων του αυτών δεν σκοπήθηκε η δημιουργία νέας ενοχής ανεξάρτητα από την αιτία, αλλά απλώς πρόκειται περί επιβεβαιωτικής συμβάσεως με τις οποίες ο ενάγων απλώς ανεγνώρισε το περιεχόμενο ήδη υφισταμένης ενοχής και έτσι κατά το μέρος που αναφέρονται σε αναγνώριση ανύπαρκτου χρέους του εκ παρανόμου ανατοκισμού, ως άνω, είναι άκυρες (E.A. 3562/2001 αδημ) κατά δε το μέρος που αναφέρονται σε αληθές χρέος, τούτο εξοφλήθηκε ολοσχερώς, ως ελέχθη. Συνεπώς ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί συμψηφισμού της επίδικης απαιτήσεως δι ανταπαιτήσεως της εναγομένης δι’ οφειλήν εξ ανατοκισμού, αφού τέτοια ανταπαίτηση της εναγομένης κατά του ενάγοντος δεν υφίσταται κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Συνεπώς ορθώς η συνεκκαλουμένη έστω και υπό διάφορο αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό και δεν έσφαλε. Κατ’ ακολουθίαν και ο τα αντίθετα υποστηρίζων τελευταίος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η οποία καθιερώνεται με τα άρθρα 1, 26, 73 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος (1975/1986/2001) απορρέει η ειδικότερη αρχή ότι η νομοθετική εξουσία, η οποία έχει ως έργο τη θέσπιση αφηρημένων κανόνων δικαίου, δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στα έργα της δικαστικής εξουσίας, επιβάλλουσα λύση σε συγκεκριμένες διαφορές, τις οποίες μόνη η τελευταία δικαιούται να επιλύει (Ολ. ΑΠ 2/1995 Δ. 26.453). Έτσι λοιπόν, έχει κριθεί ότι δια νομοθετικής ρυθμίσεως δεν μπορεί να προσβάλλεται το προστατευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος δικαίωμα ιδιοκτησίας ήτοι τα εμπράγματα δικαιώματα (Ολ. ΑΠ 7/1990 Δ. 21.908,Ολ. ΑΠ 4/1989 Δ. 21.938, ΑΠ 345/1994 ΝοΒ 43.247). Έχει κριθεί επίσης ότι στην έννοια της περιουσίας (ιδιοκτησίας) περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 40/1998 Αρμ. 1999. 412, 413), οπότε η δια νόμου απόσβεση τούτων είναι ανεπίτρεπτη ως προσβάλλουσα το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα της ιδιοκτησίας (Ολ. ΑΠ 40/1998 βλέπε ανωτ. Ολ. ΑΠ 2/1995 Βλέπε ανωτ.,) και εντεύθεν υποχρεωτικώς ανεφάρμοστη από τα δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος. Έτσι λοιπόν, η άνω απαίτηση του ενάγοντος κατά της εναγομένης (ενοχική απαίτηση εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού) συνιστά κατά τα αναφερόμενα ως άνω περιουσία (ιδιοκτησία) συνταγματικώς προστατευόμενη εφόσον γεννήθηκε κατά το εθνικό δίκαιο (αρθρ. 904, 908 ΑΚ) και συνεπώς, η παρά της εναγομένης επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 εδ. τελευταίο του ν. 2789/2000 κατά την οποία “καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε οποιαδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία” είναι αντισυνταγματική ως αντικείμενη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος κατά τα οποία “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας” και “κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια …” αφού δι’ αυτής αποσβέννυται η ενοχική αυτή απαίτηση (Ολ. ΑΠ 40/1998 βλέπε ανωτ.) και ως τοιαύτη η διάταξη αυτή είναι υποχρεωτικώς ανεφάρμοστη από τα Δικαστήρια. Η διάταξη αυτή αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, με το οποίο ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόνπρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό τον νόμο” και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους…”. Συνεπώς, ορθώς η εκκαλουμένη έστω και υπό διάφορο αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης, ότι δηλαδή κατ’ εφαρμογή της διατάξεως αυτής δεν υποχρεούται εις απόδοση των αχρεωστήτως παρά του ενάγοντος εις αυτήν καταβληθέντων, ήτοι του άνω ποσού των 26.165.601 δραχμών, που αντιστοιχούν σε 76.778,27 ευρώ και ως εκ τούτου, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας (αρθρ. 534 ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο πρόσθετος περί τούτου λόγος της εφέσεως ως και ο έτερος τοιούτος κατά τον οποίον ο ενάγων κατέβαλε το άνω ποσό ενώ εγνώριζε ότι δεν υπήρχε χρέος του προς αυτήν (αρθρ. 905 παρ. 1 ΑΚ) ο οποίος ορθώς σιγή απορρίφθηκε καθόσον ο ενάγων πίστευε ότι όφειλε το ποσό στην εναγομένη και σε κάθε περίπτωση η καταβολή έγινε υπό την απειλή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του, οπότε η διάταξη αυτή (905 παρ. 1 ΑΚ) είναι ανεφάρμοστη (Ολ. ΑΠ 29/2002 αδημ. εισέτι). Συνεπώς, ορθώς ηεκκαλουμένη δέχθηκε την αγωγή και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά το άνω ποσό των 76.788,27 ευρώ και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό τούτο. Κατ’ ακολουθίαν οι έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως πρέπει να απορριφθούν. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, όπως ορίζονται στο διατακτικό (αρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση και τους προσθέτους λόγους εφέσεως.
Απορρίπτει την έφεση και τους προσθέτους λόγους εφέσεως κατ’ ουσίαν. Και
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων πενήντα (1550) Ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2003 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 22 Απριλίου 2003 χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.