20/2003 – Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας (ασφαλιστικά μέτρα)

Τελευταία ενημέρωση την 17 Μαρ 2014 — 12:50

  • Άκυρη η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 30§4 του ν. 2789/00, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του ν.2912/2001 προ του ορθού επαναπροσδιορισμού της δανειακής οφειλής
  • Εσφαλμένος ο επαναπροσδιορισμός της οφειλής, όταν στη «βάση της οφειλής» συνυπολογίζει και τόκους εξ ανατοκισμού 
  • Περιορισμοί της παρ.8 του άρθρου 30 του ν.2789/00 
  • Η Διαταγή πληρωμής είναι Τίτλος Εκτελεστός και όχι Δικαστική Απόφαση.
  • Όταν η αναγνώριση της οφειλής έχει λάβει χώρα μετά την ψήφιση του ν.2789/00, η αναγκαστική εκτέλεση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση της παρ.8. 
  • Η εκ των προτέρων παραίτηση του οφειλέτη από δικαίωμα αγωγής ή ανακοπής δεν είναι ισχυρή, δεδομένου ότι δεν γίνεται με την ελεύθερη βούληση του δανειολήπτη.
  • Ο συνομολογηθείς στην δανεική σύμβαση όρος του τριμήνου ανατοκισμού και η κατ’ εφαρμογή του αναβίβαση της οφειλής, αντίκειται στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (281 ΑΚ)

 

Αριθμός: 20/2003
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Ηλία Κοντογιάννη, Πρωτοδίκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 3 Ιανουαρίου 2003, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Χρίστου Φώτα του Κωνσταντίνου, κατοίκου Καρδίτσας, ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του Δικηγόρων Σέφη Αναστασάκου του Πρωτοδικείου Αθηνών και Φώτη Σπύρου του Πρωτοδικείου Καρδίτσας.

ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία . «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ». που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ ΑΕ», που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της Δικηγόρου Αντώνη Μαργαρίτη.

Η ένδικη αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό 1487/23.12.2002 και προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την παραπάνω δικάσιμο.

Αφού άκουσε τους πληρεξουσίους Δικηγόρους των διαδίκων.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο αιτών ζητά να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται από την καθής με βάση την με αριθμό 21/2001 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού και ειδικότερα την με αριθμό 1.432/25.9.2002 Ζ’ επαναληπτική περίληψη της με αριθμό 1.264/2001 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας Χρίστου Φιλίππου, δυνάμει των οποίων έχει οριστεί πλειστηριασμός τούτων για την 8.1.2003, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την από 18.12.2002 ανακοπή που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε κατά της παραπάνω εκτέλεσης για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους. Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686επ. Κ.Πολ.Δ.), είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933 επ., 938 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσία.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του αιτούντος και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τις με αριθμούς 1089/15.11.1999 και 1315/14.6.2000 συμβάσεις πίστωσης ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και τις πρόσθετες αυξητικές αυτών συμβάσεις, συνομολογήθηκε μεταξύ του Ιωάννη Φώτα και της καθής η αίτηση τραπεζικής εταιρίας, σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, συνολικού ποσού 36.000.000 δραχμών, της οποίας την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση, πλέον τόκων, προμηθειών και εξόδων εγγυήθηκε μέχρι του ποσού των 36.000.000 δραχμών ο αιτών – ανακόπτων, ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος από την ένσταση της διζήσεως. Οι ως άνω συμβάσεις και οι αυξητικές αυτών λειτούργησαν στα πλαίσια των με αριθμούς 563 – 00 – 209 – 0638758 – 1, 5605 – 009863 – 939, 5605 – 009863 – 947, 5605 – 010682 – 387, 5605 -008680 – 130, 5605 – 008680 – 121 και 5605 – 010682 – 433 λογαριασμών μέχρι τις 15.1.2001, οπότε η καθής η αίτηση προέβη στο οριστικό κλείσιμο των ανωτέρω λογαριασμών, λόγω καθυστερήσεως στις καταβολές των οφειλομένων, γεγονός που γνωστοποίησε στον αιτούντα με την με αριθμό 6751/15.1.2001 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καρδίτσας Φωτεινής Μάκρη. Ακολούθως σε εκτέλεση των σχετικών όρων των ως άνω συμβάσεων και λόγω ύπαρξης ληξιπρόθεσμης οφειλής, η καθής η αίτηση πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 21/2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου, η οποία επιδόθηκε στον αιτούντα στις 2.2.2001 και 7.3.2001 αντίστοιχα (βλ. σχετ. τις με αριθμούς 13507/2.2.2001 και 13618/7.3.2001 εκθέσεις επιδόσεων του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Καρδίτσας Χρίστου Φιλίππου), χωρίς όμως αυτός (αιτών) να ασκήσει ανακοπή κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής (βλ. σχ. το με αριθμό 1500/24.5.2001 πιστοποιητικό της γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου), η οποία (διαταγή πληρωμής) πλέον απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Στη συνέχεια με τη με αριθμό 1432/25.9.2002 Ζ’ επαναληπτική περίληψη της με αριθμό 1264/2001 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας Χρίστου Φιλίππου επισπεύδεται από την καθής πλειστηριασμός ακινήτων του αιτούντος που περιγράφονται στην αίτηση και την παραπάνω περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, ο οποίος έχει ορισθεί για την Τετάρτη 8.1.2003. Κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αιτούντος από την καθής διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ο αιτών άσκησε την από 18.12.2002 ανακοπή του για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής αυτής ο ανακόπτων (αιτών) ισχυρίζεται ότι η παρούσα αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 30§ § 1 και 4εδ.β’ του Ν. 2789/2000, 47§1εδ.α’ του Ν. 2873/2000 και 42§2 του Ν. 291272001 περί νέου υπολογισμού και καθορισμού του ύψους της οφειλής. Ο αιτών με την από 18.11.2002 αίτηση του προς την καθής ζήτησε τον υπολογισμό της οφειλής του κατά τη διάταξη του άρθρου 42 του Ν. 2912/2001, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών που έχουν κλείσει οριστικά η υφισταμένη οφειλή δεν μπορεί να υπερβεί, εφόσον η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μετά τις 31.12.1990 και μέχρι τις 31.12.2000 το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένου με τους συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου, σε κάθε δε περίπτωση στο ποσά που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. Η καθής δεν έχει δώσει μέχρι σήμερα απάντηση στον αιτούντα. ούτε φαίνεται από τα προσκομιζόμενα από αυτήν έγγραφα να έχει προβεί στον επαναπροσδιορισμό της οφειλής του αιτούντος σύμφωνα με τον ως άνω αναφερόμενο νόμο. Αντίθετα από το από 5.12.2002 έγγραφο της με τίτλο «ΚΑΡΤΕΛΑ ΠΕΛΑΤΗ» στο οποίο εμφανίζεται η κίνηση των με αριθμούς 56050106823387 και 5605010682433 λογαριασμών μετά την ημερομηνία (15.1.2001) του οριστικού κλεισίματος των ως άνω συμβάσεων αλληλόχρεων λογαριασμών, φαίνεται ότι η καθής δεν έχει λάβει υπόψη της τους ως άνω αναφερόμενους νόμους σύμφωνα με τους οποίους θα έπρεπε να προβεί σε επαναπροσδιορισμό της οφειλής του αιτούντος και εξακολουθεί να συνυπολογίζει στην οφειλή του αιτούντος προς αυτήν και τόκους από ανατοκισμό, σύμφωνα άλλωστε και με την πρόβλεψη στον όρο 15.2 της μεταξύ αυτής και του αιτούντος με αριθμό 310/20.9.2000 πρόσθετης πράξης (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο από την καθής με αριθμό σχετικού 13 της ως άνω με αριθμό 310/2000 πρόσθετης πράξης) Περαιτέρω νομικά αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός της καθής η αίτηση, σύμφωνα με τον οποίο η αναγκαστική εκτέλεση, που επέσπευσε σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση, που θέτει η παρ. 4 εδ. β’ του άρθρου 30 του ανωτέρω νόμου 2789/2000, δοθέντος ότι η 21/2001 διαταγή πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου, βάσει της οποίας κατασχέθηκε αναγκαστικά η ακίνητη περιουσία του, έχει καταστεί τελεσίδικη, καθόσον, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ο αιτών δεν την προσέβαλε με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 633 ΚΠολΔ ανακοπή, με συνέπεια να εμπίπτει στις εξαιρέσεις της παρ. 8 του άρθρου 30 του ίδιου ως άνω νόμου, κατά την οποία “οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα κρίθηκαν οποτεδήποτε τελεσίδικα….”, πλην όμως η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο ” εκτελεστό και όχι δικαστική απόφαση ώστε να μπορεί να τελεσιδικήσει (βλ. σχ. Μπρίνια Ι. Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος Α’, Β’ έκδ., υπό άρθρο 933, παρ. 152α. αρ. 11. σελ. 416, ad hoc τις με αριθ. 6050/2000, 9193/2000, 9347/2000 και 9441/2000 αδημοσίευτες αποφάσεις του Μ.Πρωτ.Αθηνών). Εξάλλου, αν και o αιτών με την 6529/26.6.2002 πράξη αναστολής πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Καρδίτσας Φωτεινής Ρέππα – Σταύρου, δήλωσε ότι αναγνωρίζει ως έγκυρους και εκτελεστούς τους τίτλους της δανείστριας και όλες τις μέχρι τότε πράξεις της διαδικασίας εκτελέσεως, ωστόσο η αναγνώριση αυτή έλαβε χώρα μετά τη δημοσίευση του Ν. 2789/2000 (Φ.Ε.Κ. Α’ 21/11.2.2000). με συνέπεια η αναγκαστική εκτέλεση που επέσπευσε σε βάρος του η καθής η αίτηση να μην εμπίπτει στις εξαιρέσεις της παρ. 8 του άρθρου 30 του νόμου αυτού,· οι οποίες προϋποθέτουν αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών, που έλαβαν χώρα μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου …”. Επίσης, η εκ των προτέρων παραίτηση του αιτούντος – ανακόπτοντος από την προσβολή της εκτέλεσης, με αγωγή ή ανακοπή (άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ.). δεν είναι ισχυρή, καθόσον μία τέτοιου είδους συμφωνία δεν γίνεται με την ελεύθερη βούληση του οφειλέτη, αλλά υπό καθεστώς πίεσης και ανάγκης, ενώ η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί εκδήλωση της κρατικής εξουσίας την οποία οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν ούτε να εξοβελίσουν ούτε να σφετεριστούν (βλ. Σχ. Μπρίνια Ι. όπ. παρ., παρ. 3 Ι, σελ. 23, Βαθρακοκοίλη Β. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ε, υπό άρθρο 904, παρ. 1δ, σελ. 22 – 23, όπου και παραπέρα θεωρία και νομολογία). Συνεπώς, απορριπτομένων ώς αβασίμων των σχετικών ισχυρισμών της καθής, (περί τελεσιδικίας και αναγνώρισης της οφειλής), με βάση τους οποίους εξαιρεί τον αιτούντα από την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, τον οποίο υπαγάγει στη ρύθμιση της παρ. 8 του άρθρου 30 του ίδιου ως άνω νόμου, πιθανολονείται η ευδοκίμηση του ανωτέρω πρώτου λόγου ανακοπής.

Με το δεύτερο λόγο της ως άνω ανακοπής ο ανακόπτων (αιτών)  ισχυρίζεται ότι η παρούσα αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, περί κατάχρησης δικαιώματος Σύμφωνα δε με τις προαναφερόμενες συμβάσεις παροχής πίστωσης, βάσει των οποίων εκδόθηκε η επίμαχη διαταγή πληρωμής σε βάρος του πιστούχου και του εγγυητή – αιτούντος, πιθανολογείται ότι έχει υπολογιστεί τρίμηνος ανατοκισμός τόκων. Βέβαια, ο ανατοκισμός αυτός προβλέπεται σε σχετικό όρο των προμνημονευομένων συμβάσεων (βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο από την καθής, με αριθμό σχετικού 13, της ως άνω με αριθμό 310/2000 πρόσθετης πράξης, όρος 2.4 και 15.2), πλην όμως οι όροι αυτοί και η κατ’ εφαρμογή τους αναβίβαση της οφειλής στα ήδη αιτούμενα ποσά, κρίνεται ότι συνομολογήθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων που προδιαγράφουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, αλλά και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού με τον τρόπο αυτό η καθής λαμβάνει ωφελήματα δυσανάλογα των παροχών της. Η άποψη αυτή ενισχύεται, ενόψει και της πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 30§4 εδ.β’ Ν. 2789/2000  (πρβλ ΜΠΑ 4695/2000. 41680/1999, 39119/1999 αδημ.)

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτιθεμένων, πιθανολογήθηκε η βασιμότητα δύο τουλάχιστον λόγων της ανακοπής (1ος, 2ος), ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της, διότι τείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη εάν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ο αιτών πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της καθής (178§ 3 Κώδικα Δικηγόρων).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικήςεκτέλεσης, που επισπεύδεται από την καθής σε βάρος του αιτούντος με την με αριθμό 1.432/25.9.2002 Ζ’ επαναληπτική περίληψη της με αριθμό 1.264/2001 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας Χρίστου Φιλίππου, δυνάμει των οποίων έχει οριστεί πλειστηριασμός τούτων για την 8.1.2003, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την από 18.12.2002 ανακοπή που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησε ο αιτών κατά της παραπάνω εκτέλεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη της. καθής η αίτηση σε βάρος του αιτούντος, την οποία ορίζει σε διακόσια σαράντα (240) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στις7/1/2003

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *