Τελευταία ενημέρωση την 25 Ιούν 2012 — 09:24
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών για την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής δεν υπολογίζονται οι Κυριακές, οι λοιπές αργίες και τα Σάββατα που μεσολαβούν.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 323/2007
Α2΄ Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ιωάννη Παπανικολάου, Ρένα Ασημακοπούλου και Χαράλαμπο Ζώη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-3-1998 ανακοπή της αρχικής ανακόπτουσας Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία……..που μετέπειτα συγχωνεύθηκε δι’ απορροφήσεως από την ήδη αναιρεσείουσα και κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις……μη οριστική, ……οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ……..του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 15-12-2005 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Κασσαβέτης ανέγνωσε την από 12-10-2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το άρθρο 1 § 1 της από 29-12-1980 πράξης νομοθετικού περιεχομένου, που κυρώθηκε με το ν. 1187/1981, καθιερώθηκε από 1 Ιανουαρίου 1981 πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, αρχόμενη από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή για το προσωπικό του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ακολούθως στην παρ. 10 του ίδιου άρθρου ορίζεται μεταξύ άλλων ότι το Σάββατο δεν θεωρείται ως σήμερα αργίας, (εξαιρέσιμη), και δεν καταβάλλονται στο απασχολούμενο προσωπικό οι προβλεπόμενες από το νόμο προσαυξήσεις, στη δε επόμενη παρ. 11 ορίζεται ποιες είναι οι ημέρες αργίας και ημιαργίας των ανωτέρω υπηρεσιών. Τέλος κατά την παρ. 12 του ίδιου άρθρου η διαδρομή των προθεσμιών, που τάσσονται από το νόμο ή τα δικαστήρια, αρχίζει από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως ή του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της και λήγει τη 19.00 ώρα της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο λήγει την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το Σάββατο, χωρίς να είναι αργία ή εξαιρετέα δεν είναι εργάσιμη ημέρα και όταν ο νόμος για την επιχείρηση ορισμένης διαδικαστικής πράξεως τάσσει προθεσμία, που αναφέρεται σε εργάσιμες ημέρες δεν πρέπει στην προθεσμία αυτή να προσμετράται το Σάββατο, όπως ακριβώς και η Κυριακή, εφόσον κατά το Σάββατο δεν είναι δυνατή η επιχείρηση των πράξεων για τις οποίες η προθεσμία τίθεται με κριτήριο την εργάσιμη ημέρα, η οποία δεν μπορεί παρά να νοηθεί και σε σχέση με τη λειτουργία των δικαστηρίων και τη δυνατότητα επιχειρήσεως διαδικαστικών πράξεων που απευθύνονται στο δικαστήριο. Ο νομοθέτης έχει γνώση των εννοιών και με σαφή διάκριση χρησιμοποιεί τους όρους “εργάσιμες ημέρες” όπως στα άρθρα 237 παρ. 3, 268 παρ. 4, 270 παρ. 2, 632 παρ. 1, 633 παρ. 2, 929 παρ. 1, 979 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. ή “ημέρες αργίας ή εξαιρετέες” όπως στα άρθρα 125 παρ. 1, 144 παρ. 1, 145 παρ. 4 κλπ. του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα με το άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο το οποίο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο. Επομένως στην προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών για την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής δεν θα υπολογισθούν οι Κυριακές οι λοιπές αργίες και τα Σάββατα, που μεσολαβούν αφού δεν είναι εργάσιμες ημέρες. (ΑΠ 421/2005). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η υπ’ αριθμό…….διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επιδόθηκε στην τότε εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ……..στις 16-3-1998 ενώ η κατά της διαταγής αυτής πληρωμής ένδικη ανακοπή ασκήθηκε από την εφεσίβλητη στις 6 Απριλίου 1998. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε ότι με τα ανωτέρω δεδομένα η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε μετά την παρέλευση της με το άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α΄ Κ.Πολ.Δ. οριζόμενης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών, η οποία άρχισε την επόμενη ημέρα της επίδοσης της διαταγής πληρωμής, (17-3-1998) και συμπληρώθηκε στις 3-4-1998 ημέρα Παρασκευή μετ’ αφαίρεση μόνο δύο Κυριακών (ήτοι 22-3-1998 και 29-3-1998) και της εξαιρετέας ημέρας της 25-3-1998, που μεσολάβησαν, όχι δε και των ημερών του Σαββάτου που κατ’ αυτό μεσολάβησαν (ήτοι της 21-3-1998 και 28-3-1998). Σύστοιχα δε με την κρίση του αυτή το Εφετείο λόγω του, κατ’ αυτό, εκπροθέσμου της ανωτέρω ανακοπής την απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως απαράδεκτη. Όμως ενόψει του ότι μέχρι την κατά την 6 Απριλίου 1998 άσκηση της ανωτέρω ανακοπής μεσολάβησαν σύστοιχα με τις ανωτέρω παραδοχές και το Σάββατο 4-4-1998 και η Κυριακή 5-4-1998 με αποτέλεσμα την μη μέχρι την άσκηση της ανακοπής λήξη της προθεσμίας άσκησής της αφού σε αυτήν σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί δεν υπολογίζονται τα ανωτέρω Σάββατα και Κυριακές το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε την ανακοπή ως απαράδεκτη και για την αιτία αυτή ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. μοναδικός λόγος της παραδεκτά ασκηθείσης από την αναιρεσείουσα, λόγω της συγχώνευσης με αυτή της ανωτέρω εφεσίβλητης ανακόπτουσας υπό κρίση αναίρεσης είναι βάσιμος. Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και, κατ’ άρθρο 580 § 3 Κ.Πολ.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρούμενη απόφαση στο δυνάμενο να συντεθεί από άλλους δικαστές Εφετείο Αθηνών για περαιτέρω απ’ αυτό εκδίκαση της υπόθεσης αυτής.