Τελευταία ενημέρωση την 25 Μάι 2012 — 18:54
Αριθμός 652/2010
Περίληψη: Καταχρηστικοί όροι στις συμβάσεις καταναλωτών με τις τράπεζες κατ΄ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως ενώσεων καταναλωτών.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Ρήγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Παπανικολάου), Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη , Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Της αναιρεσείουσας – καλούσας : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε”, που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Δημήτριο Τσικρικά, Δημήτριο Λαδά και Κωνσταντίνο Παναγόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου – καθού η κλήση: Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Μεντή και Γεώργιο Δέλλιο.
Β. Του αναιρεσείοντος: Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Μεντή και Γεώργιο Δέλλιο.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Δημήτριο Τσικρικά, Δημήτριο Λαδά και Κωνσταντίνο Παναγόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος σωματείου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 961/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 3499/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί α) η αναιρεσείουσα με την από 10 Ιουλίου 2008 αίτησή της, με τον με ιδιαίτερο, από 2 Σεπτεμβρίου 2009 δικόγραφο αυτής λόγο. Κατά την δικάσιμο της 5ης Οκτωβρίου 2009 δεν συζητήθηκε, λόγω διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών κατά την 4ην Οκτωβρίου 2009 και ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση η καλούσα με την από 5 Οκτωβρίου 2009 κλήση της και β) το αναιρεσείον με την από 26 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Λεοντής, ανέγνωσε Α. την από 26 Οκτωβρίου 2009 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου, τρίτου κατά το πρώτο σκέλος αυτού, του τέταρτου αναφορικά με τα με στοιχ. ΙΙΙ β(ιι) κεφάλαιο της αποφάσεως και έκτου λόγου του κυρίου δικογράφου και την απόρριψη των λοιπών της 924/10-7-2008 αιτήσεως, με τον με ιδιαίτερο, 155/2-9-2009, δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 3499/19-6-2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και Β. την από 16 Οκτωβρίου 2009 ομοία, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου λόγου και την απόρριψη των λοιπών της 1148/26-9-2008 αιτήσεως για αναίρεση της 3499/19-6-2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και του προσθέτου αυτής λόγου, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στην δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις κρινόμενες (ι) 924/10-7-2008 και (ιι) 1148/16-9-2008 αιτήσεις αναιρέσεως και τον με ιδιαίτερο, 155/2-9-2009 δικόγραφο πρόσθετο λόγο της με στοιχ (ι) αιτήσεως, προσβάλλεται η αυτή, 3499/19-6-2008, απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Προφανές είναι ότι οι εν λόγω και με στοιχ. (ι) και (ιι) χαρακτηριζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να συνεκδικασθούν (Κ.Πολ.Δ 573 παρ. 1, 246) και ερευνηθεί στη συνέχεια η βασιμότητα των διατυπούμενων δι’ αυτών λόγων αναιρέσεως με βάση τις νομικές και ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης δι’ αυτών αποφάσεως, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ειδικότερα:
(ι) Με στοιχ (ι) αίτηση αναιρέσεως:
Με την 215769/2900/14-12-2006 αγωγή το ενάγον και ήδη αναιρεσίβλητο σωματείο με την επωνυμία “ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ”, εδίωκε (α) να απαγορευθεί στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΑΑΔΟΣ Α.Ε.” να χρησιμοποιεί και να διατυπώνει στις συνομολογούμενες με τους πελάτες της συμβάσεις τους διαλαμβανόμενους και χαρακτηριζόμενους ως καταχρηστικούς και επομένως άκυρους γενικούς όρους, με την απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της σχετικής διατάξεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, και (β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης σε πληρωμή του χρηματικού ποσού των 2.000.000,00 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη το καταναλωτικό κοινό από την εν λόγω παράνομη συμπεριφορά της. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της, η 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από τις 8164/9-10-2007 και 7316/7-9-2007 εφέσεις των διαδίκων, η 3499/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επί αυτών κατ’ ουσίαν κρίση. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η ηττηθείσα εκκαλούσα με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και τον πρόσθετο αυτής λόγο και με την έννοια αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ’αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι’ αυτής λόγοι αναιρέσεως. Ειδικότερα:
Α. Κύριο δικόγραφο:
Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Αντίθετα ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως στοιχειοθετείται σε παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ακυρότητας, εκπτώσεως από δικαίωμα ή απαράδεκτο, που προέρχεται από παραβίαση δικονομικού δικαίου διατάξεως. Εξάλλου, κατά την αρχική διάταξη του άρθρου 10§2 εδ. β του ν. 2251/1994 και στη συνέχεια, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 13 του ν.3587/2007 (ΦΕΚ 152/τ. α’/10-7-2007), εκείνη του άρθρου 10§17 εδ. 3 αυτού “Η συλλογική αγωγή ασκείται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών”. Η απαιτούμενη από την εν λόγω διάταξη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για την άσκηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτού συλλογικής αγωγής, θεσπίζεται ως όρος του παραδεκτού της αγωγής ή οποιασδήποτε άλλης αιτήσεως προς παροχή έννομης προστασίας, που έχει ως νομικό αντικείμενο την διάγνωση αξιώσεων, οι οποίες εκπηγάζουν από τον εν λόγω νόμο. Η προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού της συζητήσεως αρκεί να συντρέχει κατά την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67 Κ.Πολ.Δ., με εντεύθεν δικονομική δυνατότητα συμπληρώσεως της ελλείψεως αυτής. Επομένως οι προβαλλόμενες κατά επικουρική σειρά με τον πρώτο κατά σειρά λόγο αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 14 Κ.Πολ.Δ με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 10§2 εδ. β’ (και ήδη 10§17 εδ.3) του ν. 2251/1994 από την παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω μη αναφοράς στο δικόγραφο αυτής της προηγούμενης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του αναιρεσίβλητου για την άσκησή της, με προσήκουσα στην περίπτωση αυτή εκείνη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ, ελέγχονται ως απαράδεκτη και αβάσιμη αντίστοιχα.
ΙΙ. Κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 του Ν.2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών” §1, “όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι συναλλαγής) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. §2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην Ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην Ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην Ελληνική γλώσσα. §3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. §4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.
§5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή των παραγράφων 16α και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου” (Οι παρ. 1 έως 5 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ.1 άρθρ.2 Ν.3587/2007). §6. “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι”. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. (Το πρώτο εδάφιο της παρ.6, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί αρχικά με την παρ.24 αρθρ.10 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199/τ. α’/28-9-1999) και στη συνέχεια με το άρθρο 2§2 του ν. 3587/2007). §7. “Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:” ( Η πρώτη φράση της παρ.7 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.24 αρθρ.10 Ν.2741/1999) α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή, δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση” (Η περ. ε’ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 αρθρ.2 Ν.3587/2007), στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της, ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, ιδ) προβλέπουν τη μετακύληση της ευθύνης του πωλητή, ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύμβαση), όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική για αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση ή λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας, λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τη ζημία που υπέστη.”(Η περ. λβ’ προστέθηκε με την παρ. 3 άρθρ. 2 Ν. 3587/2007). Ο Ν.2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές”, στην §1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι “ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας “τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή”. Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ), είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας). Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες, που φέρουν “καθοδηγητικό” χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται, για καταχρηστικότητα, ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Το άρθρο 2 παρ.6 του Ν.2251/1994 στην αρχική διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο “υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων”, πράγμα που, όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν ήταν σύμφωνος με τη διαληφθείσα διατύπωση του άρθρου 3 παρ.1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για “σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών”. Η ανάγκη, σύμφωνης με την οδηγία, ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει όπως ο όρος “υπέρμετρη διατάραξη” ερμηνευθεί συσταλτικά ως ουσιώδης ή σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγούμενης διατύπωσης του Ν.2251/1994. Για τους ίδιους ως άνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου, σύμφωνης με τη διαληφθείσα Οδηγία, η πιο πάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και σήμερα, μετά την απάλειψη του όρου “υπέρμετρη” με το άρθρο 10 παρ.24 του Ν.2741/1999. Έτσι, μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση, η διάταξη της παραγρ.6 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994, με τη νέα διατύπωση της, πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελολογικής συστολής του γράμματος της προς την κατεύθυνση της “ουσιώδους διατάραξης” της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 15/2007 6/2006). Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνου χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού και διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους αγαθών ή υπηρεσιών. Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ, πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ.7 του Ν.2251/1994, ο οποίος περιέχει “per se” καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006). Εξάλλου, οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό κα σαφή. Κατά τις ενδιαφέρουσες τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως (α)”Η εναγομένη Τράπεζα, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, ως ανώνυμη τραπεζική εταιρία, χορηγεί στους καταναλωτές – πελάτες της πιστωτικές κάρτες, μετά την υπογραφή σχετικών συμβάσεων. Στις συμβάσεις αυτές, στο έντυπο της με τίτλο “ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΑΡΤΑΣ”, μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνεται και ο με αριθ. 13 Γ.Ο.Σ., στον οποίο αναφέρεται ότι ” α) Ο κάτοχος, ο οποίος εξοφλεί εμπρόθεσμα ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό, όπως αναγράφεται στους λογαριασμούς του άρθρου 18 πιο κάτω (με την επιφύλαξη του επομένου εδαφίου β’) δεν οφείλει τόκο. Ο κάτοχος, ο οποίος εξοφλεί μέρος του λογαριασμού του ή την ελάχιστη καταβολή (αρθρ. 18), χρεώνεται με τον συμβατικό τόκο επί του εκάστοτε οφειλομένου ποσού, από την ημερομηνία εγγραφής κάθε συναλλαγής στα βιβλία της Τράπεζας και χρέωσης του λογαριασμού της κάρτας, όπως αυτή εμφανίζεται στους λογαριασμούς του άρθρου 18, μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του, β) Τα ποσά, που προέρχονται από αναλήψεις μετρητών κατά το άρθρο 6 πιο πάνω, εκτοκίζονται με το συμβατικό επιτόκιο από την ημερομηνία της ανάληψης …”. (αα) Στο όρο αυτόν σαφώς ορίζεται ότι ο κάτοχος, ο οποίος έχει εξοφλήσει μέρος της οφειλής του ή την ελάχιστη καταβολή, χρεώνεται με συμβατικό τόκο και ουδόλως αναφέρεται ότι χρεώνεται με τόκο υπερημερίας. Πρόκειται δε για διαφορετικούς τόκους, εφόσον “συμβατικός” είναι ο τόκος που καθορίζεται από τη σύμβαση, ενώ “υπερημερίας” είναι τόκος, που οφείλεται από τον οφειλέτη λόγω της υπερημερίας του και αφού προηγηθεί “όχληση” αυτού, εκτός εάν για την υπερημερία δεν απαιτείται όχληση. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αφού στον πιο πάνω όρο γίνεται λόγος για “συμβατικό” τόκο και όχι για τόκο “υπερημερίας”, δεν τίθεται θέμα προηγούμενης “όχλησης” του οφειλέτη για την καταβολή του, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς της εκκαλούσας Τράπεζας, κρίνοντας καταχρηστικό τον όρο ως προς το σημείο αυτό. (ββ) Ο όρος όμως αυτός, ως προς τον ορισμό του, ότι ο κάτοχος χρεώνεται με τον πιο πάνω συμβατικό τόκο “…από την ημερομηνία εγγραφής κάθε συναλλαγής στα βιβλία της Τράπεζας”, είναι καταχρηστικός, καθόσον αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 περ. ια’. Και τούτο διότι η αναφορά αυτή ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της τοκοφορίας είναι αόριστη, εφόσον δεν προσδιορίζεται με ευκρίνεια και χωρίς αμφιβολία ο ακριβής χρόνος, από τον οποίο και στο εξής ο κάτοχος της κάρτας οφείλει τόκους, η ημερομηνία δε εγγραφής της συναλλαγής στα βιβλία της εναγομένης, που κατά τα προαναφερόμενα αποτελεί την αφετερία της τοκοδοσίας, είναι γεγονός, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ο συναλλασσόμενος. Και ναι μεν, όπως υποστηρίζει η εναγομένη, ο κάτοχος της κάρτας γνωρίζει την ημέρα της συναλλαγής του, που διενήργησε μέσω της κάρτας του, η αναφορά όμως ότι η τοκοφορία αρχίζει από την ημερομηνία εγγραφής αυτής στα βιβλία της είναι πράγματι αόριστη και αδιευκρίνιστη για τον πελάτη της. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, έκρινε, για τον τελευταίο αυτό λόγο, τον όρο αυτόν καταχρηστικό, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης Τράπεζας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα”. Κατά το περιεχόμενο του ερευνώμενου όρου της συμβάσεως για τη χρήση πιστωτικής κάρτας, η ημέρα εγγραφής της συναλλαγής στα βιβλία της αναιρεσείουσας, με έκτοτε χρέωση του αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή με τον συνομολογηθέντα συμβατικό τόκο, γίνεται οπωσδήποτε μετά την ημέρα της συναλλαγής, με εκταμίευση πιστώσεως από την αναιρεσείουσα, ισόποσης προς την αξία της συναλλαγής. Η ημέρα της συναλλαγής είναι προφανώς γνωστή στον αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή και κατά συνέπεια και η στη συνέχεια αφετηρία της χρεώσεώς του με τον συμβατικό τόκο. Επομένως η αναφορά ως προς το χρονικό σημεία ενάρξεως της τοκοφορίας είναι απολύτως ορισμένη, με μόνο εκ των πραγμάτων δυνάμενο ειδικώς να καθορισθεί και δικαιολογημένο για τον καταναλωτή χρονικό κριτήριο εκείνο της πραγματοποιούμενης από τον τελευταίο συναλλαγής. Με την αντίθετη περί τούτου κρίση του το δικαστήριο της ουσίας ευθέως παραβίασε την διάταξη του άρθρου 2§7 περ. ια’ του ν.2251/1994, κατά την βάσιμα διατυπούμενη με τον δεύτερο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της εν λόγω διατάξεως. Οι λοιπές βάσεις θεμελιώσεως του αγωγικού ισχυρισμού περί καταχρηστικότητας του εν λόγω όρου οι οποίες δεν ερευνήθηκαν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσης αναιρετικής διαδικασίας με βάση τους προσβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως. (β) ” Περαιτέρω, η εναγομένη Τράπεζα περιέχει στα βιβλιάρια καταθέσεων τον ΓΟΣ με αρ. 8 , με τον οποίο υποχρεώνεται ο καταθέτης να ειδοποιήσει αμέσως την Τράπεζα, σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου και ορίζει ότι η Τράπεζα δεν ευθύνεται σε περίπτωση που πραγματοποιήσει πληρωμή σε άλλο πρόσωπο, πριν λάβει την προαναφερόμενη ειδοποίηση. Ο όρος αυτός, όπως είναι διατυπωμένος και αποκλείει τελείως την ευθύνη της εναγομένης για πληρωμή σε τρίτο πρόσωπο, πριν την ειδοποίηση για την απώλεια του βιβλιαρίου καταθέσεων, ακόμη και στην περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας των υπαλλήλων της, είναι άκυρος, ως αντικείμενος στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 του Ν.Δ της 17 Ιουλίου / 13 Αυγούστου 1923, με την οποία, όπως προεκτέθηκε, απαλλάσσεται η Τράπεζα από την ευθύνη μόνο σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ. Επίσης, ο ίδιος όρος είναι καταχρηστικός, αφού αποκλείει οπωσδήποτε την ευθύνη της Τράπεζας ως προμηθευτή (αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ιγ’ του Ν. 2251/1994) και διαταράσσει ουσιωδώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών εις βάρος του καταναλωτή , αφού αποκλείει κάθε ευθύνη του προμηθευτή, μόνο από το γεγονός της μη έγκαιρης ειδοποίησης της Τράπεζας από τον καταθέτη για την απώλεια του βιβλιαρίου, η οποία (ειδοποίηση) μπορεί να είναι και ανυπαίτια, αν ο καταναλωτής δεν έχει αντιληφθεί έγκαιρα την απώλεια αυτή. Εξάλλου, η μη έγκαιρη ενημέρωση από τον καταθέτη για την απώλεια του βιβλιαρίου, δεν απαλλάσσει την Τράπεζα από την υποχρέωση ελέγχου των στοιχείων της ταυτότητας του κομιστή του βιβλιαρίου για τη διαπίστωση της ταυτοπροσωπίας μεταξύ εκείνου που κάνει την ανάληψη και του δικαιούχου του λογαριασμού. Με τον σχετικό έβδομο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι ο όρος αυτός δεν απαλλάσσει την αναιρεσείουσα της ευθύνης της από δόλο ή βαρεία αμέλεια, περιοριζόμενο το ανεύθυνο αυτής μόνο στην περίπτωση της ελαφράς αμέλειας, κατά την όμοια περί τούτου νομική παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά έχει την έννοια της συνεκτιμήσεως του οικείου πταίσματος του πελάτη της καταναλωτή από την παράλειψή του ειδοποιήσεως για την απώλεια του βιβλιαρίου του καταθέσεων, η οποία προκύπτει από την ερμηνεία αυτού, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στις οποίες όφειλε να προσφύγει το δικαστήριο της ουσίας, που δέχθηκε την ύπαρξη ουσιαστικού κενού στο περιεχόμενο του όρου αυτού. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ελέγχεται ως ερειδόμενος επί αναληθούς από ουσιαστική άποψη προϋποθέσεως. Ειδικότερα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού στην δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως ή ασάφειας στην διατύπωση αυτής και για τον λόγο αυτό η προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για τη συμπλήρωση του κενού ή την άρση της ασάφειας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν από όσα το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, δεν διευκρινίζεται η θέση του στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια στη δήλωση βουλήσεως, αφού από την καταφατική η αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται αν θα εφαρμοσθούν ή όχι οι εν λόγω ερμηνευτικές διατάξεις. Στις αμέσως παραπάνω σημειούμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν διατυπώνεται αμέσως ή εμμέσως κρίση για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στο περιεχόμενο του όρου αυτού, δεχθείσα αντιθέτως, ότι, όπως είναι διατυπωμένος αποκλείει την ευθύνη της αναιρεσείουσας και από δόλο ή βαρεία αμέλεια των υπαλλήλων της στην ειδικά οριζόμενη περίπτωση της παραλείψεως ειδοποιήσεως από τον αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή για την απώλεια του βιβλιαρίου του καταθέσεων. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός αναιρέσεως, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προσάπτεται στην προσβαλλόμενη δι’ αυτής απόφαση, ευθεία παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2§7 περ. ιγ’ του ν. 2251/1994 και 173, 200 ΑΚ, ελέγχεται ως αβάσιμος (γ) ” ο ΓΟΣ με αρ. 9, που αναφέρει ότι οι λογαριασμοί με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο από εκείνο που ορίζει η Τράπεζα, βαρύνονται με έξοδα τήρησης και παρακολούθησης και κινήσεων, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, σύμφωνα με την περίπτ. ια’ της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, εφόσον η Τράπεζα δικαιούται να επιβαρύνει τους λογαριασμούς καταναλωτών με μικρότερο υπόλοιπο από αυτό, που η ίδια ορίζει, με τα προαναφερόμενα έξοδα, χωρίς να αναφέρεται στον όρο αυτόν ο λόγος, για τον οποίο αυτά επιβάλλονται, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής, το ύψος των εξόδων αυτών και το ύψος του υπολοίπου, που πρέπει να παρουσιάζει ο λογαριασμός, ώστε να επιβληθούν. Έτσι, με τον όρο αυτό, χωρίς σπουδαίο λόγο, μένει αόριστη η πιο πάνω ρύθμιση και δεν υπάρχει προσδιορισμός με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση (αρθρ.2 παρ. 7 περ. ια Ν.2251/1994)”. Και πράγματι με τον όρο αυτό αδικαιολόγητα καταλείπεται απροσδιόριστο και άρα αόριστο το ύψος του υπολοίπου του λογαριασμού, προϋπόθεση για την επιβάρυνση του αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή με τα ομοίως μη επακριβώς προσδιοριζόμενα έξοδα τηρήσεως, παρακολουθήσεως και κινήσεων, υπόλοιπο το οποίο ευλόγως αξιώνει να γνωρίζει ο τελευταίος, με άμεση δικονομική συνέπεια η προβαλλόμενη με τον σχετικό όγδοο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 2§6 αντί εκείνης του άρθρου 2§7 περ. ια’ του ν. 2251/1994, που εφάρμοσε το δικαστήριο της ουσίας, να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμη.
ΙΙΙ. Με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 καταργήθηκαν η Νομισματική Επιτροπή και οι υποεπιτροπές της και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της, με εξαίρεση τις αναφερόμενες περιπτώσεις των άρθρων 2 και 3, μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από το διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών εκδόθηκε η 336/29-2-1984 απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 28/ τ. α’/14-4-1984), με την οποία συστήθηκε η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ/ΤΕ), που με την 2435/26-6-1998 πράξη του (ΦΕΚ 142/τ. α’/29-6-1998) μετονομάσθηκε σε Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ/ΤΕ), στις αρμοδιότητες της οποίας περιλαμβάνονται, πλην άλλων, και η έκδοση αποφάσεων που αφορούν τους όρους λειτουργίας των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Οι εκδιδόμενες από την εν λόγω επιτροπή αποφάσεις, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι η διάταξη του άρθρου 25§6 του ν. 3601/2007, κατά τους ορισμούς της οποίας “Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και σαφήνειας”. Κατά τις ενδιαφέρουσες τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατ’ ακριβή κατά τούτου αντιγραφή της, (δ) “Το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο της σύμβασης (συμβατικό επιτόκιο) συμφωνείται κυμαινόμενο, το δε ακριβές ύψος αυτού, κατά την υπογραφή της παρούσας, ορίζεται στην Πρόσθετη Πράξη. Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα, οποτεδήποτε μεταβάλλεται το Βασικό Παρεμβατικό Επιτόκιο για Πράξεις Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μέχρι του 200% του ποσού της διαφορά μεταξύ του προηγούμενου και του νέου ως άνω παρεμβατικού επιτοκίου. Έχοντας υπόψη την αόριστη διάρκεια της σύμβασης αυτής, η Τράπεζα, εκτιμώντας τον κίνδυνο που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου, αλλά και τον γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, διατηρεί το δικαίωμα, είτε να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού Επιτοκίου, είτε να μην εξαντλήσει το προαναφερόμενο ανώτατο όριο μεταβολής. Κάθε απόφαση της Τράπεζας για τη μεταβολή ή μη του συμβατικού επιτοκίου ουδέποτε τη δεσμεύει, ούτε προδικάζει τη διαμόρφωση της απόφασης της, σε περίπτωση επόμενης μεταβολής οποτεδήποτε και αν συμβεί”. Ο όρος αυτός, ως προς τη δυνατότητα μεταβολής του συμβατικού επιτοκίου έως και 200% σε σχέση με τη μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, εμφανίζει αοριστία, καθόσον δεν ορίζονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το συμβατικό επιτόκιο θα μεταβληθεί έως και το ως άνω ποσοστό, σε σχέση με το επιτόκιο αναφοράς, ούτε και οι λόγοι, οι οποίο καθιστούν αναγκαία ή δικαιολογούν τη μεταβολή αυτού του ύψους, πράγμα που αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια’ του Ν. 2251/1994. Ο ίδιος όρος όμως αντίκειται και στη γενική ρήτρα της παραγρ. 6 του ίδιου ως άνω άρθρου, δεδομένου ότι το προαναφερόμενο ύψος αναπροσαρμογής του επιτοκίου οδηγεί σε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του καταναλωτή, ο οποίος παρότι μπορεί να θεωρηθεί ότι με την αναφορά στο επιτόκιο αναφοράς, εξασφαλίζεται από αυθαίρετες αυξήσεις του συμβατικού επιτοκίου, εν τούτοις είναι πιθανό να ευρεθεί προ μιας αυξήσεως του συμβατικού επιτοκίου ύψους έως και 200% σε σχέση με τη μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς, με αποτέλεσμα να διαψεύδονται έτσι και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του από τη σύμβαση. Το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, ο εν λόγω όρος είναι σύμφωνος με την υπ’ αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεν ασκεί επιρροή, εφόσον ο συγκεκριμένος όρος ελέγχεται για καταχρηστικότητα στα πλαίσια των διατάξεων του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν. Περαιτέρω, η εναγομένη χρησιμοποιεί ως κριτήρια στον εν λόγω όρο, που θα τις επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου τον “κίνδυνο που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου”, το “γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο” και τις “συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού”. Η διατύπωση των κριτηρίων αυτών, κατά το μέρος, που η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μη μεταβάλει το επιτόκιο, ακόμη και αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των καταχρηστικών όρων που περιλαμβάνονται στην παραγρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε’ και ια’, εφόσον παρέχουν στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο, λόγο και υπάρχει αοριστία του καθορισμού του τιμήματος, καθώς επίσης, η εν λόγω διατύπωση παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Και τούτο διότι τα αναφερόμενα κριτήρια είναι αόριστα, εφόσον γενικά αναφέρονται στον “κίνδυνο της αγοράς”, στον “γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο” και στις “συνθήκες της αγορά και του ανταγωνισμού”, χωρίς καμία εξειδίκευση και επί πλέον δεν αναφέρεται καμιά αιτιολογία για ποιο λόγο τα κριτήρια αυτά επιτρέπουν την εναγομένη να ενεργήσει μονομερώς. Ενόψει αυτών, ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Για τον ίδιο όρο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτός είναι σύμφωνος με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, η οποία στο κεφάλαιο Β παρ. 2 περ.ιν προβλέπει ότι η ελάχιστη ενημέρωση, που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα ως προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφορά το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντιστοίχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) και συνεπώς τα προβαλλόμενα με τον ίδιο ως άνω λόγο της έφεσης, ότι το εν λόγω Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι ο επίμαχος όρος είναι σύμφωνος με την ως άνω ΠΔ/ΤΕ, αλυσιτελώς προβάλλονται”. Κατά την 178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ. α’ /26-27-12-2006″, η οποία, κατά τις ενδιαφέρουσες αιτιολογίες της, αφού έλαβε υπόψη, δ) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στ) την ΠΔ/ΤΕ 2501 /2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 Ν.Δ. 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15παρ. 5 Ν. 876/1979. αντιστοίχως), η) το γεγονός ότι κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλισθεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών 865/ 23.6.2004 με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, ια) το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, επί αναλόγου αιτήματος της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε: Να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/ 1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, παρ. 1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α (iν), (νί), παρ. 3, Κεφ. Γ παρ.1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1. Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του. στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λ.π.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. 2α) Η παράγραφος 2 εδ. α (iν) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501 /2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσομένων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης. β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων, κτλ., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής: i) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανωτάτου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου. γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α (ίν) του Κεφ. Β’ “…, καθώς και … αντίστοιχου δανείου”, αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτό παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου. 3. α) Οι εφάπαξ δαπάνες, τα έξοδα υπέρ τρίτων καθώς και οι αμοιβές για ειδικές υπηρεσίες που εισπράττονται απάτα πιστωτικά ιδρύματα κατά τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων (στις οποίες περιλαμβάνονται και η ανάληψη μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών), διαμορφώνονται όχι κατ’ αναλογικό τρόπο, αλλά καθορίζονται σε σταθερό, κατά περίπτωση, ποσό που να δικαιολογείται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας (Κεφ. Β παρ. 2 εδ. α (νί) και ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002). β) Τα κριτήρια της εξειδίκευσης κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος ισχύουν και για τις δαπάνες και έξοδα που αφορούντις καταθέσεις και τις λοιπές τραπεζικές εργασίες (Κεφ. Β’παρ.1 εδ. στ’ και παρ. 3 της ΠΔ/ΤΕ 2501/ 2002). 4. Για την περιοδική παροχή στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν την κατ’ ελάχιστον ενημέρωση σύμφωνα με την παρ. 2 του Κεφαλαίου Γ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 δεν εισπράττονται έξοδα. 5α) Η αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους. β) Η πρόβλεψη στη σύμβαση δυνατότητας μονομερούς τροποποίησης της από το πιστωτικό ίδρυμα (Κεφ. Γ’ παρ. 1 εδ. ε της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και εύλογων κριτηρίων. Με βάση τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2251/1994 και της εν λόγω αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, με τον όρο αυτό κατά τρόπο ορισμένο ορίζεται η δυνατότητα μεταβολής του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού επιτοκίου για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οικονομικό μέγεθος που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, με ανώτατο πολλαπλάσιο αυτής το 200/00 της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου παρεμβατικού επιτοκίου. Το πολλαπλάσιο αυτό δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας με την έννοια της αποκλίσεως από τις καθοδηγητικού και μόνο χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στα πλαίσια των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ’ ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμβατικής ρυθμίσεως. Περαιτέρω, τα παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου (“κίνδυνος που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου”, “το γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο”, “συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού”), συνδυαζόμενα πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου, αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αξιολογήσεώς τους ως αορίστων. Με την αντίθετη περί τούτου κρίση του το δικαστήριο της ουσίας ευθέως παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 2§§6, 7 περ. ε, ια του ν. 2251/1994 και εκείνες της 178/19-7-2004 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, κατά την βάσιμα διατυπούμενη με το πρώτο σκέλος του τρίτου κατά σειρά λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η οποία παραδεκτώς συμπληρούτα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 562§4 Κ.Πολ.Δ., αναφορικά με τις διατάξεις του ν. 2251/1994. Αντίθετα, από τις αμέσως παραπάνω σημειούμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι δεν δέχεται, αμέσως ή εμμέσως, ύπαρξη κενού ή ασάφειας ως προς το περιεχόμενο και τη έννοια του γενικού τούτου όρου, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173, 200 ΑΚ, με άμεση δικονομική συνέπεια η διατυπούμενη με το δεύτερο σκέλος του υπό την αυτή ρύθμιση λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως των εν λόγω ερμηνευτικών διατάξεων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2§6 του ν. 2251/1194 και 371 ΑΚ, να ελέγχεται ως αβάσιμη. (ε) “Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ με αριθμό 7 των εν λόγω συμβάσεων αναφέρει ότι “Σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από κατάστημα της Τράπεζας ή από ΑΤΜ της Τράπεζας, ο κάτοχος επιβαρύνεται με τα ποσά που αναφέρονται στην Πρόσθετη Πράξη, που αποτελεί ουσιώδες αναπόσπαστο μέρος της παρούσας (εφεξής Πρόσθετη Πράξη), για τη μερική κάλυψη των σχετικών λειτουργικών εξόδων της Τράπεζας, που στην περίπτωση των ΑΤΜς αφορούν την τροφοδοσία τους και τη διατήρηση και ανάπτυξη του δικτύου. Σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ άλλης Τράπεζας, ο κάτοχος επιβαρύνεται και με το κόστος της διατραπεζικής συναλλαγής που αναφέρεται στην Πρόσθετη Πράξη”. Στην Πρόσθετη αυτή Πράξη περιλαμβάνεται πίνακας, στον οποίο αναφέρονται τα ως άνω έξοδα ανάληψης μετρητών ως εξής: 1) για ποσό ανάληψης έως και 100 ευρώ καθορίζεται πρόσθετη επιβάρυνση ύψους 3 ευρώ όταν η ανάληψη γίνει από ΑΤΜ της εναγομένης και 5 ευρώ όταν η ανάληψη γίνει από τα καταστήματα της εναγομένης ή από ΑΤΜ και καταστήματα τρίτων Τραπεζών εσωτερικού και εξωτερικού, 2) για ποσό ανάληψης από 100,01 ευρώ έως και 250 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 5 και 7 ευρώ, αντίστοιχα, 3) για ποσό ανάληψης από 250,01 ευρώ έως και 500 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 10 και 12 ευρώ, αντίστοιχα και 4) για ποσό ανάληψης πάνω από 500,01 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 20 ευρώ. Η είσπραξη από την εναγομένη των πιο πάνω χρηματικών ποσών δεν δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας αυτής, όπως επιτάσσει η υπ’ αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεδομένου ότι η αιτιολογία επιβάρυνσης του κατόχου πιστωτικής κάρτας με τα ποσά αυτά, είναι τελείως αόριστη, εφόσον η εναγομένη απλώς επικαλείται έξοδα για την τροφοδοσία των ΑΤΜ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη και εξειδικευμένη αναφορά ως προς τα έξοδα αυτά, ώστε να κριθεί αν το ύψος αυτών δικαιολογεί τη συγκεκριμένη χρέωση και επί πλέον προβάλλεται ως λόγος χρέωσης οι τελείως αόριστες έννοιες της διατήρησης και ανάπτυξης του δικτύου. Σε κάθε όμως περίπτωση, η συνεχής τροφοδοσία των ΑΤΜ, αποτελεί υποχρέωση της εναγομένης έναντι του καταναλωτικού κοινού, εφόσον αυτή τα εκμεταλλεύεται ως μέσον συναλλαγής, ώστε να αποσυμφορούνται τα ταμεία της και τη συνακόλουθη εξοικονόμηση δαπανών από αυτή, ο δε κάτοχος της πιστωτικής κάρτας βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, με την καταβολή τόκων για κάθε συναλλαγή στην οποία τη χρησιμοποιεί. Έτσι, ο ΓΟΣ αυτός δεν είναι σύμφωνος, ούτε με την πιο πάνω απόφαση, με αποτέλεσμα η χρέωση αυτή να αποτελεί προμήθεια, αφού έχει προκαθορισθεί το ύψος της, χρεώνεται εφάπαξ σε κάθε συναλλαγή του κατόχου και είναι ανεξάρτητη από τους τόκους και τα άλλα έξοδα που επιβάλλονται στους χρήστες πιστωτικών καρτών, ως προμήθεια δε απαγορεύεται ρητά από την υπ’ αρ. 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ. Επί πλέον, με το να επιβάλλεται στους κατόχους πιστωτικών καρτών η πιο πάνω επιβάρυνση, παραβιάζεται και η γενική ρήτρα της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, αφού κατ’αυτόν τον τρόπο διαταράσσεται ουσιωδώς η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του καταναλωτή, ενώ διαψεύδονται και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του, αφού εύλογα θεωρεί ότι η μόνη επιβάρυνση από τη χρήση της πιστωτικής του κάρτας (στις δυνατότητες δε που παρέχει η εν λόγω χρήση είναι και η ανάληψη μετρητών μέσω ΑΤΜ), είναι η καταβολή τόκων επί των συναλλαγών που πραγματοποιεί με αυτή. Επομένως, ο πιο πάνω ΓΟΣ (αρ. 7), σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα σχετικά με αυτόν στην Πρόσθετη Πράξη, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, σχετικά με τον όρο αυτόν, έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή, τα αντίθετα δε, που υποστηρίζονται με τον συναφή τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα”. Και πράγματι η επιβάρυνση του αντισυμβαλλόμενου με τα εν λόγω χρηματικά ποσά (αα) σε περίπτωση αναλήψεως χρημάτων από ΑΤΜ ή καταστήματα της αναιρεσείουσας διαταράσσει σημαντικά την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα και δικαιολογημένα προσδοκά ότι η μόνη επιβάρυνση από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας, με δυνατότητα δι’ αυτής η ανάληψη μετρητών, είναι η καταβολή τόκων επί του χρηματικού ποσού της συναλλαγής, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι η χρησιμοποίηση των ΑΤΜ, ως μέσον συναλλαγής, εξυπηρετεί και τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας, με την αποσυμφόρηση των ταμείων της και τη εξοικονόμηση συνακόλουθα από την αιτία αυτή δαπανών. Επομένως η διατυπούμενη με το τέταρτο σκέλος τους τέταρτου κατά σειρά λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως του άρθρου 2§6 του ν. 2251/1994, ελέγχεται κατά τούτο ως αβάσιμη. Η εν λόγω επάλληλη επικουρική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται επιτυχώς, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, με άμεση δικονομική συνέπεια η προβαλλόμενη όμοια αναιρετική αιτίαση με τα λοιπά σκέλη του υπό την αυτή αρίθμηση λόγου, με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως με τις λοιπές αιτιολογίες της των άρθρων 2§§4, 6, 7, περ. ια’ του ν. 2251/1994,173,200 ΑΚ, της 178/19-7-2004 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ και της 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ, να αξιολογείται ως αλυσιτελής. Αντίθετα (ββ) σε περίπτωση αναλήψεως χρημάτων από καταστήματα ή ΑΤΜ τρίτων τραπεζών εσωτερικού η εξωτερικού η εν λόγω επιβάρυνση κρίνεται δικαιολογημένη λόγω του κόστους από τη διαμεσολάβηση τρίτου φορέως έναντι προμηθείας, ανταποκρινόμενη στις εύλογες και δίκαιες προσδοκίες του καταναλωτή, ο οποίος καταφεύγει σε ανάληψη χρημάτων από κατάστημα ή ΑΤΜ τρίτων τραπεζών, εσωτερικού ή εξωτερικού, και με την έννοια αυτή δεν διαταράσσει την ισορροπία στις σχέσεις των μερών κατά την έννοια του άρθρου 2§6 του ν. 2251/1994. Επιπρόσθετα η εν λόγω επιβάρυνση είναι σαφής και ορισμένη, καθοριζόμενη σε σταθερό κατά περίπτωση ποσό και δικαιολογείται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας, όπως ορίζεται με την §3α της 178/19-7-200 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, χωρίς παράλληλα να αποτελεί προμήθεια, ως αμοιβή για την κάλυψη δαπάνης, ώστε να εμπίπτει στην περί τούτου απαγόρευση της 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ. Με την αντίθετη περί τούτου κρίση του το δικαστήριο της ουσίας ευθέως παραβίασε τις αμέσως παραπάνω σημειούμενες διατάξεις, κατά την βάσιμη κατά τούτο διατυπούμενη με τον τέταρτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., (στ) “Περαιτέρω, η εναγόμενη σε σχετικό έντυπό της με τίτλο “ΟΡΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ” και στο κεφάλαιο ΙΙΙ αυτού με τίτλο “ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩ” αναφέρεται ότι γίνεται χρέωση σε ακίνητους λογαριασμών καταθέσεων ως εξής: (α) όταν ο λογαριασμός είναι ακίνητος για χρονικό διάστημα έως και 18 μηνών, ανέξοδα, (β) για χρονικό διάστημα 19 έως 30 μηνών, 0,60 ανά μήνα και γ) για χρονικό διάστημα 31 μηνών και άνω, 1 ευρώ ανά μηνά. Το ενάγον, κατά την προσβολή του όρου αυτού ως καταχρηστικού, παραθέτει στην αγωγή αυτούσιο το περιεχόμενο αυτού και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αοριστίας της αγωγής ως προς το σημείο αυτό, όπως αβάσιμα υποστηρίζει και με τον σχετικό λόγο της έφεσης της η εναγομένη. Ο ΓΟΣ αυτός είναι καταχρηστικός, για το λόγο ότι δεν αναφέρεται καν ο λόγος, για τον οποίο επιβάλλεται η συγκεκριμένη χρέωση σχετικά με τους λογαριασμούς, οι οποίοι δεν κινούνται ούτε αιτιολογείται πώς προκύπτουν έξοδα της εναγομένης σχετικά με την τήρηση των λογαριασμών αυτών, τα οποία επιδιώκει να καλύψει με τη χρέωση αυτή. Επομένως, με τον όρο αυτό παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, με βάση την οποία απαιτείται σαφήνεια ως προς την αιτία και ως προς το περιεχόμενο της παροχής, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και ναι μεν η εναγομένη επικαλείται ότι με την υπ’ αρ. 234/11-12-2006 απόφαση της η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, όρισε ότι “Δεν εισπράττονται έξοδα αδράνειας σε λογαριασμούς καταθέσεων ταμιευτηρίου κατά το βαθμό που αυτά υπερβαίνουν τους τόκους και θίγουν το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της κατάθεσης”, πλην όμως, η εν λόγω διάδικος, κατά τη διατύπωση του ως άνω όρου, ουδεμία τέτοια διάκριση έχει συμπεριλάβει, με αποτέλεσμα την ασάφεια αυτής. Ενόψει αυτών, ο εν λόγω όρος είναι άκυρος και σαν τέτοιος ορθά κρίθηκε και από την εκκαλουμένη απόφαση και τα αντίθετα, που υποστηρίζει με τον έκτο λόγο της έφεσης της η εναγομένη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα”. Η αυτούσα παράθεση του περιεχομένου του όρου αυτού στο δικόγραφο της αγωγής και τη παράλληλη διατύπωση του αγωγικού ισχυρισμού, ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός, προεχόντως λόγω της αοριστίας του, αρκούν για το ορισμένο κατά τούτο της αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 216§1 Κ.Πολ.Δ. Επομένως ο πέμπτος κατά σειρά λόγος αναιρέσεως, με το πρώτο σκέλος του οποίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι’ αυτής απόφαση, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., ότι παρά το νόμο παρέλειψε να απορρίψει την αγωγή κατά τούτο ως αόριστη και άρα απαράδεκτη, ελέγχεται ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά την §2 της 234/11-12-2006 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, “Δεν επιτρέπονται έξοδα αδράνειας σε λογαριασμούς καταθέσεων ταμιευτηρίου κατά το βαθμό που αυτά υπερβαίνουν τους τόκους και θίγουν το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της κατάθεσης”. Στην διάταξη αυτή της αποφάσεως αντιβαίνει ο ερευνώμενος όρος, στον οποίο παραλείπεται να αναφερθεί ότι τα έξοδα ακινησίας του λογαριασμού δεν υπερβαίνουν τους τόκους και κατά συνέπεια δεν θίγουν κατά τούτο το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της καταθέσεως, χαρακτηριζόμενος κατά την εν λόγω αναφορά ως ασαφής. Επομένως κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2§6 του ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με την §2 της 234/11-12-2006 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, αξιολόγησε το δικαστήριο της ουσίας τον όρο αυτό ως καταχρηστικό, λόγω της ασάφειάς του, και κατά συνέπεια η προβαλλόμενη με το δεύτερο σκέλος του υπό την αυτή αρίθμηση λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, ελέγχεται ως αβάσιμη και (ζ) “Η εναγομένη επίσης, σχετικά με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, χρησιμοποιεί στο βιβλιάριο καταθέσεων του ακόλουθους ΓΟΣ “… 2. Η Τράπεζα ορίζει και ανακοινώνει τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια και διατηρεί το δικαίωμα να τα διαφοροποιεί ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού”. Ο πιο πάνω όρος με αριθμό 2 των βιβλιαρίων κατάθεσης του ταμιευτικού, βάσει του οποίου η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να διαφοροποιεί τα επιτόκια, που ισχύουν κάθε φορά, ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού, επιφυλάσσει στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης σχετικά με το ύψος των επιτοκίων, χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ε’ του Ν. 2251/1994, εφόσον η εξάρτηση του ύψους των επιτοκίων από το υπόλοιπο του λογαριασμού των καταθετών, εκτός από την αόριστη διατύπωση του, στην οποία δεν αναφέρεται ειδικότερα το συγκεκριμένο ύψος της κατάθεσης που δικαιολογεί την αλλαγή του επιτοκίου ούτε προκύπτει αν υπάρχουν διαβαθμίσεις και ποιες, για την αλλαγή αυτή, δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί τέτοια τροποποίηση, πολύ δε περισσότερο εφόσον το ύψος του ποσού, που θα αποτελεί τη βάση για την τροποποίηση του επιτοκίου, μπορεί να καθορισθεί εξαρχής. Με βάση τα παραπάνω, ο ΓΟΣ αυτός είναι καταχρηστικός και σαν τέτοιος είναι άκυρος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον συναφή έβδομο λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα”. Με βάση τις παραδοχές (1) ότι τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ρητά διατυπώνεται στην 178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ και προκύπτει από την 234/11-12-2006 απόφαση αυτής και τις 1087/1-7-1987 και 1969/8-8-1981 ΠΔΤΕ, (2) ότι η κατάθεση ταμιευτηρίου είναι σύμβαση αόριστης διάρκειας και με την έννοια αυτή δεν μπορεί να αξιωθεί, λόγω της φύσεως αυτής, η διατήρηση αμετάβλητου του επιτοκίου, αλλ’ αντιθέτως εύλογα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις υφιστάμενες συνθήκες στο νομισματικό και πιστωτικό τομέα της οικονομίας, (3) ότι εντεύθεν το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως της συμβάσεως ως προς το ύψος του επιτοκίου γίνεται για ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, (4) ότι ο προσδιορισμός του επιτοκίου ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού είναι δικαιολογημένος και (5) ότι ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας της συμβάσεως, με περαιτέρω δικαίωμά του επιλογής του περισσότερο συμφέροντος για εκείνον επιτοκίου από τα προσφερόμενα από τα πιστωτικά ιδρύματα, που γνωστοποιούν στο καταναλωτικό κοινό με τις σχετικές ανακοινώσεις του, η αντίθετη περί τούτου κρίση του δικαστηρίου της ουσίας στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2§7 περ. ε’ του ν. 2251/1994, την οποία με τον τρόπο αυτό ευθέως παραβίασε, κατά την βάσιμα προβαλλόμενη με τον έκτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ.
IV. Κατά το άρθρο 10§16 του ν.2251/1994, η Ένωση Καταναλωτών, που έχει τουλάχιστον πεντακόσια (500) μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από ένα τουλάχιστον έτος, μπορεί να ασκεί, κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή) με ενδεικτική αναφορά, πλην άλλων, ότι μπορεί να ζητήσει (περ. β’) “Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχειρήσεως του προμηθευτή και κυρίως, τον ετήσιο κύκλο των εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης”. Παρά τον ατυχή χαρακτηρισμό ως χρηματικής ικανοποιήσεως, πρόκειται πράγματι για αστική κύρωση. Τούτο προκύπτει από πλείστες όσες ρυθμίσεις του νόμου και ιδίως από τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο νόμος για τον καθορισμό του ύψους της, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και εκείνο του βαθμού της υπαιτιότητας, από τη ρύθμιση του νόμου ότι η χρηματική αυτή ικανοποίηση απαγγέλεται μία μόνο φορά, ως και τον προορισμό των εισπραττομένων χρηματικών ποσών για κοινωφελείς σκοπούς σχετικούς με την προστασία του καταναλωτή. Επιπρόσθετα στο πλαίσιο του ν. 2251/1994 η υπαιτιότητα δεν αποτελεί στοιχείο του πραγματικού ή άλλως προϋπόθεση καταλογισμού της ευθύνης στο πλαίσιο της συλλογικής αγωγής. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις, που αναφέρονται στο νόμο, όπως η διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών, δεν περιλαμβάνουν την υπαιτιότητα ως αναγκαίο στοιχείο του καταλογισμού της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη. Η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως της ενώσεως καταναλωτών γεννάται χωρίς ο νόμος να απαιτεί η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου με την έννοια του ψυχικού δεσμού του δράστη σε σχέση με τη διατύπωση των καταχρηστικών ΓΟΣ. Η υποχρέωση καταβολής της χρηματικής ικανοποιήσεως αποσυνδέεται από το πταίσμα. Ως αστική κύρωση, που αποβλέπει στην προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού, με παράλληλη αποκατάσταση της τρωθείσης κοινωνικής ισορροπίας με την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη ηθική και κοινωνική τους ισορροπία, δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 7§1 του Συντάγματος, που αναφέρεται στον ποινικό κολασμό, και εκείνη της κατά το άρθρο 25§1 εδ δ’αυτού αρχή της αναλογικότητας αναφορικά με το στοιχείο της υπαιτιότητας. Επομένως η διατυπούμενη με τον τελευταίο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ, 10§9 ν. 2251/1994 και 7§1, 25§1 εδ δ’ του Συντάγματος, συνιστάμενη στο γεγονός ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν αξίωσε για την θεμελίωση της απαιτήσεως χρηματικής ικανοποιήσεως του αναιρεσίβλητου πταίσμα της αναιρεσείουσας, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 10§9 του ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ (πρώτο σκέλος), παραλείποντας σε κάθε περίπτωση την εφαρμογή της, ως αντικειμένης στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 7§1, 25§1 εδ. δ’ του Συντάγματος (δεύτερο σκέλος) ελέγχεται ως αβάσιμη.
Β. Πρόσθετο δικόγραφο.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση. Προς θεμελίωση της ενστάσεώς της περί καταχρηστικής ασκήσεως του φερόμενου προς διάγνωση με την αγωγή δικαιώματος του αναιρεσίβλητου η αναιρεσείουσα υποστήριζε με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υποβληθείσες προτάσεις της, κατ’ ακριβή κατά τούτο αντιγραφή της, ” ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου § 2 παρ. 10 εδ, ε ν. 2251/1994 “η συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την τελευταία εκδήλωση της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί την βάση της” πρέπει να γίνει δεκτό, ότι οι όροι των καταθέσεων ταμιευτηρίου αποτελούν μακροχρόνια πρακτική, που είχε διαμορφωθεί τουλάχιστον από του έτους 1992 νόμιμα και με βάση τη μορφή της σύμβασης. Και ναι μεν λόγω της συνεχιζόμενης πρακτικής και σε περίπτωση που αδόκητα ήθελε κριθεί ότι παρήλθε η αποσβεστική προθεσμία που τάσσει η παραπάνω διάταξη, το γεγονός ότι η ενάγουσα έχει στραφεί κατ’ επανάληψη κατά άλλων τραπεζών για διάφορα ζητήματα (ίδε σχετικώς 1219/2001 ΑΠ και 430/2005 ΑΠ) σε συνδυασμό με την μη όχληση της Τράπεζας από τη νυν ενάγουσα ουδέποτε για τους προσβαλλόμενους όρους, ιδίως των καταθετικών λογαριασμών και το γεγονός ιδίως ότι η Τράπεζα υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο των αρμοδίων εποπτικών αρχών της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Ανάπτυξης, παράλληλα δε ότι εκπαιδεύει κατάλληλα το προσωπικό της για να ενημερώνει το συναλλασσόμενο με την Τράπεζα κοινό, δημιουργούν σε εμένα την Τράπεζα, την εύλογη πεποίθηση για το εύλογο και συμβατό των προσβαλλόμενων όρων με τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και συνεπώς το όποιο δικαίωμα του ενάγοντος σωματείου έχει αποδυναμωθεί”. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να προκαλέσουν την εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, με την έννοια ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν συνιστούν, από μόνα τους, υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και το κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου, με άμεση δικονομική συνέπεια η διατυπούμενη με τον μοναδικό λόγο του πρόσθετου δικογράφου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της εν λόγω διατάξεως με την απορριπτική επί της εν λόγω ενστάσεως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, να αξιολογείται ως αβάσιμη. Τα λοιπά πραγματικά περιστατικά, τα οποία επιπροσθέτως επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα προς θεμελίωση της αυτής ενστάσεως το πρώτον με την έφεσή της και τις ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις της, παραδεκτώς προβλήθηκαν από την τελευταία μόνο υπό την δικονομική της ιδιότητα της εφεσίβλητης, σε αντιδιαστολή με εκείνη της εκκαλούσης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ούτε επικαλέσθηκε, ούτε βεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τούτου κρίση της, ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 527, 269§2 Κ.Πολ.Δ., πλην αλυσιτελώς συνδέονται με την ερευνώμενη αναιρετική αιτίαση, εφόσον η έφεση του αναιρεσίβλητου απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
(ιι) Με στοιχ. (ιι) αίτηση αναιρέσεως.
Κατά τις ενδιαφέρουσες τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως (α) “Στις προαναφερόμενες συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών, η εναγόμενη περιλαμβάνει και τον με αρ. 12 Γ.Ο.Σ., σύμφωνα με τον οποίο “Η πραγματοποίηση συναλλαγών με κάρτα γίνεται με ευθύνη του κατόχου πάντοτε μέσα στο πιστωτικό όριο το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα και γνωστοποιείται στον κάτοχο κατά τη χορήγηση της κάρτας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση υπέρβασης του εκάστοτε ισχύοντος πιστωτικού ορίου, ο κάτοχος υποχρεούται να εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό της υπέρβασης … όπως και το εφάπαξ ποσό που προσδιορίζεται στην πρόσθετη πράξη λόγω αυθαίρετης αύξησης του αναλαμβανομένου από την τράπεζα πιστωτικού κινδύνου”, στην πρόσθετη δε πράξη που επισυνάπτεται στις εν λόγω συμβάσεις, το ποσοστό αυτό ορίζεται σε 3%, όρος ο οποίος πλήττεται από το ενάγον ως προς το τελευταίο αυτό ποσοστό της εφάπαξ χρέωσης”. Αξιολογώντας τον όρο αυτό το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι “εφόσον δεν καθορίζει δυσανάλογο υψηλό εφάπαξ ποσοστό χρέωσης, δηλαδή δεν είναι υψηλότερο από το σύνηθες ποσοστό τόκου, δεν είναι καταχρηστικός, αφού η πίστωση με υπέρβαση του καθοριζομένου ανωτάτου ορίου, κατά κανόνα, αποτελεί για την τράπεζα αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και υψηλότερη δαπάνη. Το συγκεκριμένο ποσοστό ύψους 3% ως εφάπαξ χρέωση επί του ποσού της υπέρβασης, δεν κρίνεται καταχρηστικό και δεν αποτελεί ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Και πράγματι το καθοριζόμενο με τη σύμβαση πιστωτικό όριο συνδέεται άμεσα με τον πιστωτικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνει η αναιρεσίβλητη τράπεζα, το ύψος του οποίου εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του συμβαλλόμενου μετ’ αυτής καταναλωτή ο οποίος, γνωρίζοντας το όριο της πιστώσεως, ευχερώς μπορεί να ελέγξει την μη υπέρβασή του, προς αποτροπή της οποίας δικαιολογείται ως πρόσφορο προς τούτο μέσο η εφάπαξ χρέωση σε ποσοστό 3% επί του ποσού της υπερβάσεως. Με την έννοια αυτή ο όρος αυτός της συμβάσεως χορηγήσεως πιστωτικής κάρτας δεν αποτελεί ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δι’ αυτής συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καθορισμός της εφάπαξ χρεώσεως σε ποσοστό 3% επί του ποσού της υπερβάσεως κρίνεται δικαιολογημένος, ενόψει του βαθμού της βαρύτητας της συμβατικής παραβιάσεως και των συνεπειών της για την αναιρεσίβλητη τράπεζα. Επομένως η διατυπούμενη με τον πρώτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΑΚ, με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως του άρθρου 2 §§ 6, 7 εδ. λ’ του Ν.2251/1994 ελέγχεται ως αβάσιμη. Η κατά τρόπο γενικό και αόριστο παράλληλα προβαλλόμενη αναιρετική αιτίαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 19) αξιολογείται προεχόντως ως απαράδεκτη. (β) “Περαιτέρω, ο όρος 3, που επίσης είναι αποτυπωμένος στα πιο πάνω βιβλιάρια, επιτρέπει στην εναγομένη να υπολογίζει τους τόκους από την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την κατάθεση μέχρι την προηγούμενη από την ανάληψη”. Ο όρος αυτός εκτιμήθηκε ότι δεν είναι καταχρηστικός σε συνέπεια με την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι “η τράπεζα ουσιαστικά μπορεί να διαπιστώσει το ύψος των καταθέσεων και ανάλογα να τις εκμεταλλευτεί από την επόμενη ημέρα και σε κάθε περίπτωση δεν προκαλεί καμία ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του καταναλωτή, εφόσον με ακρίβεια μπορούν να υπολογισθούν οι τόκοι μόνο μέχρι την προηγούμενη ημέρα από την ανάληψη, όπου υπάρχει πλήρης η εικόνα της κατάθεσης, διαφορετικά θα έπρεπε να υπολογίζονται και οι ώρες ακόμη της κατάθεσης”. Οι πλήρεις και σαφείς περί τούτου αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως δικαιολογούν το κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν.2251/1994 καταληκτικό αυτής συμπέρασμα ότι ο όρος αυτός δεν είναι καταχρηστικός κατά την προδιαληφθείσα έννοια, δοθέντος ότι πρόκειται για συμβατική ρύθμιση επιβαλλομένη εκ των πραγμάτων, ενόψει της δυνατότητας καταθέσεως και αναλήψεως και κατά τις μη εργάσιμες ώρες, με άμεση δικονομική συνέπεια ο τρίτος κατά σειρά λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της εν λόγω διατάξεως να ελέγχεται ομοίως ως αβάσιμος και (γ) “ο ΓΟΣ με αρ. 7, που αναγράφεται στα βιβλιάρια κατάθεσης της εναγομένης και ο οποίος θεμελιώνει ευθύνη της τράπεζας μόνο για δόλο ή για βαριά αμέλεια υπαλλήλου της, σε περίπτωση μη γνήσιας υπογραφής σε δελτία ή σε εντολές πληρωμής, είναι σύμφωνος με τη διάταξη του άρθρου 3 το Ν.Δ. της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” κατά την οποία “η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων Εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην δια της επ’ αυτής υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και εάν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην εάν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλη εν δόλω ή εν μεγάλη αμελεία”. Η διάταξη αυτή δεν έχει καταργηθεί, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το ενάγον, από τη διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 6 του Ν.2251/1994, με την οποία ορίζεται ότι είναι άκυρη κάθε συμφωνία, που περιορίζει ή απαλλάσσει τον παραγωγό από την ευθύνη του ούτε από τη διάταξη της παραγράφου 2 εδ. β’ του άρθρου 332 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.3043/2002, σύμφωνα με την οποία είναι άκυρη η εκ των προτέρων συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για ελαφριά ακόμη αμέλεια, μεταξύ άλλων, και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αναφέρονται με γενικότητα, αντίστοιχα, στην ευθύνη του “παρέχοντος υπηρεσίες” (η πρώτη) και του “οφειλέτη” (η δεύτερη), είναι γενικότερες κατά το περιεχόμενό τους σε σχέση με τη προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923, η οποία αφορά την ευθύνη των ανωνύμων εταιριών, ενώ, από το περιεχόμενο των πιο πάνω διατάξεων, δεν προκύπτει ότι αποσκοπούσαν να καταργήσουν την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία παραμένει σε ισχύ”. Η νομική κατά τούτο παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως αξιολογείται ως εσφαλμένη, ερειδόμενη επί αναληθούς από νομική άποψη προϋποθέσεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2 ΑΚ ο νόμος διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Τούτο συμβαίνει όταν από την έννοια του περιεχομένου προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο νεότερος νόμος αποσκοπεί στην κατάργηση του παλαιού γενικού ή ειδικού και μάλιστα με ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς αυτή του παλαιού. Έτσι η αρχή της καταργήσεως του προγενέστερου νόμου με νεότερο δεν εφαρμόζεται όταν ο νεότερος νόμος είναι γενικός και ο παλαιός ειδικός, εκτός αν από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου προκύπτει ότι αυτός αποσκοπούσε στην κατάργηση και του ειδικού νόμου. Περαιτέρω, αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης της παρέχουσας υπηρεσίας τράπεζας έναντι του καταναλωτή, πελάτη αυτής, κατά το άρθρο 8 εδ1 του Ν.2251/1994 “ο παρέχων υπηρεσίας ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών”, ενώ κατά το εδ3 “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας”. Έτσι, αν ο ζημιωθείς αποδείξει την ύπαρξη σφάλματος της τράπεζας, μπορεί να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του, χωρίς να φέρει άλλο αποδεικτικό βάρος (νόθος αντικειμενική ευθύνη). Αντίθετα, κατά το άρθρο 3 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 Εισ ΝΑΚ, “η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην δια της επ’ αυτή, υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και αν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλει εν δόλω ή εν μεγάλη αμελείαν”, κατ’ αποκλεισμό της ευθύνης της για ελαφρά αμέλεια, σε αντίθεση με όσα προβλέπει το άρθρο 8 του Ν.2251/1994. Ανακύπτει εντεύθεν ζήτημα αντινομίας μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 8 του Ν.2251/1994, που εισάγουν γενικό κανόνα επαγγελματικής ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες και αυτών του άρθρου 3 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, που αναφέρονται σε ειδικό καθεστώς επαγγελματικής ευθύνης, της ευθύνης των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά την καταβολή σε μη δικαιούχο. Οι δύο κανόνες επομένως συγκρούονται καθώς συνδέουν το ίδιο πραγματικό γεγονός, την παροχή υπηρεσιών, δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους έννομες συνέπειες. Και με την εκδοχή ότι πρόκειται περί συγκρούσεως μεταξύ νεότερου γενικού και παλαιότερου ειδικού νόμου, το γεγονός ότι βασικό χαρακτηριστικό της νέας γενικής ρυθμίσεως της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες είναι η καθολικότητά της, δικαιολογεί την ορθότητα της νομικής παραδοχής ότι με το άρθρο 8 του Ν.2251/1994 αποσκοπήθηκε και η κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 3 του ν.δ/τος 17-7/13-8-1923, με συνέπεια την καθιέρωση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης της τράπεζας η οποία συνάδει και με το γενικό δίκαιο του Αστικού Κώδικα για την ενδοσυμβατική ευθύνη. Η περί τούτου νομοθετική βούληση επιβεβαιώνεται και από την επελθούσα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν.3043/21-8-2002 αντικατάσταση του άρθρου 332 ΑΚ, κατά τους ορισμούς της οποίας (παρ. 2 εδ2 περ. α’) άκυρη είναι η απαλλακτική ρήτρα της ευθύνης του οφειλέτη για ελαφρά αμέλεια αν περιέχεται σε όρο της συμβάσεως, που δεν απετέλεσε αντικείμενο αντικειμενικής διαπραγματεύσεως, προς άρση κάθε αμφιβολίας για τη γενικότητα και καθολικότητα της απαγορεύσεως. Ενδεικτική περί τούτου είναι η αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του Ν.3043/2002 ως προς το άρθρο 332 ΑΚ, στην οποία διαλαμβάνεται “αντικαθίσταται το άρθρο 332 ΑΚ – με διεύρυνση των περιπτώσεων απαγορευομένων απαλλακτικών ρητρών από ελαφρά αμέλεια. Προστίθενται δύο ακόμη περιπτώσεις απαγόρευσης, οι οποίες θα μπορούσαν να συναχθούν από ειδικές διατάξεις. Πρόκειται αφενός για την περίπτωση απαλλακτικής ρήτρας που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως αλλά επιβλήθηκε από τον ισχυρότερο συμβαλλόμενο με προδιατυπωμένο όρο. Προς άρση κάθε αμφιβολίας και για λόγους γενίκευσης της εφαρμογής τους οι απαγορεύσεις αυτές θεσπίζονται ρητά”. Επομένως, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των αμέσως παραπάνω σημειουμένων διατάξεων δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση την εγκυρότητα του με αρ. 7 ΓΟΣ, κατά το περιεχόμενο του οποίου η αναιρεσίβλητη τράπεζα ευθύνεται μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια σε περίπτωση καταβολής σε μη δικαιούχο, σε συνέπεια με τη νομική παραδοχή της ότι η απαλλακτική αυτή ρήτρα είναι σύμφωνη με την διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά το Ν.2251/1994, κατά την βάσιμα περί τούτου διατυπούμενη με τον δεύτερο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων. Συνακόλουθα αυτών πρέπει κατά παραδοχή Ι. του δευτέρου, τρίτου κατά το πρώτο σκέλος αυτού, τέταρτου και έκτου λόγου της με στοιχ. (ι) αιτήσεως αναιρέσεως και ΙΙ. Του δευτέρου λόγου της με στοιχ. (ιι) αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη δι’ αυτών απόφαση, κατά τα χαρακτηριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσης Ι με στοιχ (ι) Α(α) ββ(δ), (ε) ββ, (ζ) και ΙΙ. Με στοιχ. (ιι) γ κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως και το συνδεόμενο με αυτή κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως και παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω κατά τούτο εκδίκασή της στο αυτό Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (Κ.Πολ.Δ 580 παρ. 3). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων κατανεμόμενα κατά τον λόγο της κατ’ ίσο μέρος εν μέρει νίκη και ήττας εκάστου τούτων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους (Κ.Πολ.Δ 183, 178 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ι. Συνεκδικάζει τις χαρακτηριζόμενες με στοιχ. (ι) 924/10-7-2008 και (ιι) 1148/26-9-2008 αιτήσεις, με τον με ιδιαίτερο, 155/2-9-2009, δικόγραφο πρόσθετο λόγο της με στοιχ (ι) αιτήσεως, για αναίρεση της 3499/19-6-2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
ΙΙ. Αναιρεί την 3499/19-6-2008απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά τα χαρακτηριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσης με στοιχ. (ι) Α(α) ββ, (δ), (ε)ββ, ζ και (ιι) γ κεφάλαια της αναιρούμενης αποφάσεως ως και εκείνο περί χρηματικής ικανοποιήσεως.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω κατά τούτο εκδίκαση της στο αυτό Εφετείο Αθηνών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Και
ΙΙΙ. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2010 .
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ