1094/2006 Άρειος Πάγος – Αοριστία – Επικυρωμένα αντίγραφα κλπ

Τελευταία ενημέρωση την 29 Μαρ 2012 — 17:11

Άρειος Πάγος 1094/2006

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Στέφανο Γαβρά, Δημήτριο Λοβέρδο , Ρένα Ασημακοπούλου και Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Σιταρά Αικατερίνης, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων:1.Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΟΔΕΤΤΗ ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΕ», που εδρεύει στον Αμυγδαλεωνα Καβάλας, και εκπροσωπείται νόμιμα από την ….., Πρόεδρο και αναπληρώτρια διευθύνουσα Σύμβουλο αυτής, κάτοικο Αμυγαλεωνα Καβάλας και 2……. Η 2η αναιρεσείουσα παραστάθηκε με τους πληρεξουσίους της δικηγόρους της Χαρίλαο Βερβενιώτη και Ιωάννη Πετρόγλου, για τον εαυτό της προσωπικά και ως πρόεδρος και αναπληρώτρια διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρίας, όρισε πληρεξούσιους της εταιρίας τους ανωτέρω δικηγόρους Της αναιρεσίβλητης: Ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», με το διακριτικό τίτλο ALPHA BANK, εξομοιούμενη με τη διάταξη του άρθρου 75 του Ν. 2190/1920, λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση, με καθολική διάδοχο της «ΙΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Ρόζο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/5/2001 ανακοπή και με τους από 18-1-2002 προσθέτους λόγους ανακοπής των αναιρεσειόντων που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 100/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 476/2004 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/10/2004 αίτησή τους και τους από 18/4/2005 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ρένα Ασημακοπούλου ανέγνωσε την από 5 Δεκεμβρίου 2005 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως τους και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 623, 624 παρ. 1, 626 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις με αίτηση, η οποία πρέπει να έχει τα κατά τα άρθρα 118 και 119 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα στοιχεία, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται και από ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο πρέπει να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αξίωση του αιτούντος για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, τα οποία οφείλει αυτός να επικαλεσθεί. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας Τράπεζας και της καθ΄ ης η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι ανάμεσα στους διαδίκους συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και ότι το απόσπασμα αυτό στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του αλληλόχρεου (ανοικτού) λογαριασμού, από την υπογραφή μέχρι το κλείσιμο της συμβάσεως (και το οποίο αποτελεί έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δικ.) επισυνάπτεται στη σύμβαση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σε αυτήν και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της Τράπεζας (ΑΠ 1432/1998). Επίσης κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 630 στοιχ. γ΄ και δ΄ Κ.Πολ.Δικ, κατά την οποία η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί, η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός σε αυτήν του γενεσιουργού λόγου της απαιτήσεως, κατά τρόπον ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτού (γενεσιουργού λόγου) και δεν απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών που τον συνθέτουν, ήτοι αρκεί η εξατομίκευση της εγγράφως αποδεικνυόμενης απαίτησης. Η αναφορά δε σε αυτή (διαταγή πληρωμής) του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται για το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως και αποτελεί κατ΄ άρθρ. 916 Κ.Πολ.Δικ. προϋπόθεση της εκτελεστότητας αυτής. Κατά την έννοια δε του άρθρου 916 Κ.Πολ.Δικ., κατά το οποίο αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής, είναι εκκαθαρισμένη η απαίτηση, αν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό, ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων όμως η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο. Ενώ η ενοχή για το, κατά το κλείσιμο του αλληλοχρέου λογαριασμού κατάλοιπο αυτού, γεννάται ανεξάρτητα από τα επί μέρους κονδύλια τούτου, όταν ο οφειλέτης αφηρημένα υποσχέθηκε, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο, ή αφηρημένα αναγνώρισε το κατάλοιπο, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού. Οι λόγοι δε της ανακοπής, επέχοντες θέση ιστορικής βάσεως, πρέπει να είναι ορισμένοι με την επακριβή περιγραφή της αποδιδόμενης στην αίτηση ή τη διαταγή πληρωμής πλημμέλειας, γιατί αλλιώς απορρίπτονται ως ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως και προτείνονται παραδεκτά μόνο με το δικόγραφο της ανακοπής ή με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στο δικαστήριο της ανακοπής και όχι με τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας ή της κατ΄ έφεση δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης ή των προσθέτων λόγων έφεσης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης ανακοπής των αναιρεσειουσών προβάλλεται με αυτήν αοριστία της αίτησης για έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής και ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, λόγω μη αναφοράς σε αυτές (αίτηση και διαταγή πληρωμής) των επί μέρους, πριν το κλείσιμο και μετά από αυτό, κονδυλίων του λογαριασμού και του τρόπου περιγραφής των κονδυλίων αυτών, γιατί, ειδικότερα, ενώ ζητούνται με την αίτηση και τόκοι επί τόκων, δεν αναγράφονται σε αυτήν οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι, κατά ποσό ορισμένο και περαιτέρω, ενώ αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής ως οφειλόμενο ποσό, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού την 14-9-1999 δραχ. 2.323.763.529 και κατά την 31-12-1998, ημέρα αναγνώρισης από τις αναιρεσείουσες του καταλοίπου, δραχ. 2.520.750.708 και περιορίζεται το πληρωτέο ποσό σε 1.000.000.000 δρχ., στο οποίο περιλαμβάνονται και κεφαλαιοποιημένοι τόκοι και τόκοι μέχρι την πλήρη εξόφληση, δεν αναφέρεται σε αυτήν το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων. Με βάση όμως τα όσα προεκτέθηκαν και το διατυπούμενο στην ένδικη αίτηση έκδοσης της επίδικης διαταγής πληρωμής σαφές αίτημα, έκδοσης διαταγής πληρωμής, για το ποσό των 1.000.000.000 δρχ., με το νόμιμο τόκο από 1-1-2002 και σαφή επιφύλαξη για το υπόλοιπο ποσό, από κεφάλαιο τόκους υπερημερίας επί καθυστερουμένων τόκων και κάθε άλλη απαίτηση, ή επιδίκαση των οποίων, κατά ρητή επίσης δήλωση της αναιρεσίβλητης στην αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, δεν ζητείται με την αίτηση αυτή το Εφετείο που απέρριψε, κατ΄ επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, τον παραπάνω λόγο ανακοπής και τους έκτο λόγο έφεσης και πρώτο λόγο του από 1-3-2004 δικογράφου πρόσθετων λόγων έφεσης, με τους οποίους επαναφέρθηκε ο λόγος αυτός ανακοπής, δεν έσφαλε και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά την αιτίασή του, από το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δικ. ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε 1)απαράδεκτη ως αόριστη την προαναφερόμενη από ……αίτηση της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, για έκδοση της επίμαχης υπ΄ αριθμ. ….. διαταγής πληρωμής, γιατί δεν παρατίθενται σε αυτήν (αίτηση) όλα τα επί μέρους κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού, του οποίου ζητείται η πληρωμή του αναγνωρισμένου από την πρώτη αναιρεσείουσα καταλοίπου, όπως αυτό περιορίσθηκε στο ποσό των 1.000.000.000 δραχ. και 2)άκυρη την επίδικη υπ΄ αριθμ. …. διαταγή πληρωμής, γιατί δεν παρατίθενται σε αυτήν όλα τα επί μέρους κονδύλια του παραπάνω αλληλόχρεου λογαριασμού, άλλως περιγράφονται σε αυτήν κατά τρόπο αόριστο και δεν αναφέρεται σε αυτή (διαταγή πληρωμής) το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων, παρά το ότι περιλαμβάνονται στο αρχικό ολικό ποσό των 2.323.763.529 δραχ. κατά το κλείσιμο του όλου λογαριασμού, οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι και τόκοι μέχρι την εξόφληση του και το συνολικό ποσό περιορίσθηκε στο τελικό ποσό των 1.000.000.000 δρχ., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια στην αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής τα δικαιογόνα περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου και τρόπου γενέσεώς της και δικαιολογούν το συμπέρασμα για την ύπαρξη της, ενόψει του ότι εκτίθενται σε αυτήν (αίτηση) το υπόλοιπο καθενός από τους έξι (6) επιμέρους λογαριασμούς, κατά το κλείσιμο τους την 14-9-1999 και την αναγνώρισή τους, από τις αναιρεσείουσες την 31-12-1998 και είναι δυνατός ο υπολογισμός των οφειλόμενων τόκων από το κλείσιμο των επιμέρους αυτών λογαριασμών την 14-9-1999 και εφεξής με βάση τους ισχύοντες περί τόκων νόμους και τις συμφωνίες των διαδίκων μερών και στη διαταγή πληρωμής ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, για την οποία εκδόθηκε, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτού. Πρωταρχικά όμως ο χαρακτηρισμός των αναιρεσειουσών κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αοριστία της αίτησης έκδοσης της ένδικης διαταγής πληρωμής και ακυρότητα της διαταγής αυτής πληρωμής, για το λόγο ότι, ενώ το αιτούμενο αρχικά συνολικό ποσό οφειλής δραχ. 2.520.750.708 περιορίζεται στο ποσό των δραχ. 1.000.000.000, με το νόμιμο τόκο από 1-1-2001 μέχρι την εξόφληση του, δεν προσδιορίζονται τα επί μέρους κονδύλια κεφαλαίου και κεφαλαιοποιημένων τόκων και τόκων τούτων, ώστε να προκύπτει το ανάλογο ποσό στο περιορισμό εκάστου τούτων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου των δικογράφων της ένδικης από 22-5-2001 ανακοπής και των από 18-1-2000 προσθέτων λόγων αυτής, δεν περιλαμβάνεται σε αυτά με σαφήνεια και πληρότητα ο ισχυρισμός αυτός των αναιρεσειουσών. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε ως απαράδεκτο για λόγο αυτό, το σχετικό λόγο του από 1-3-2004 προσθέτου δικογράφου έφεσης, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δικ. είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δικ. για το λόγο ότι το Εφετείο δεν εξέτασε τον περί αοριστίας της αιτήσεως για έκδοση της διαταγής πληρωμής και της εκδοθείσας με βάση την αίτηση αυτή διαταγής πληρωμής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, γιατί το Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε.
ΙΙ.- Με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 2915/2001 «Επιτάχυνση της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων και λοιπές δικονομικές και συναφείς ρυθμίσεις», επαναδιατυπώθηκε η διάταξη του άρθρου 115 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, και ορίσθηκε ότι «στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική» καταργηθείσας της εξαιρέσεως του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 226 του ιδίου Κώδικος που αναφερόταν σε υποθέσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, για τις οποίες είχε ορισθεί με πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών κατά την κατάθεση ότι έπρεπε να εκδοθεί παρεμπίπτουσα περί αποδείξεως απόφαση, (προδικαστική). Με την διάταξη του άρθρου 5 του ιδίου Νόμου επαναδιατυπώθηκε η διάταξη του άρθρου 226 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και καταργήθηκε η ως άνω δυνητική ευχέρεια του Προέδρου Πρωτοδικών, επί υποθέσεων απευθυνομένων στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, να ορίσει με πράξη του κατά την κατάθεση της αγωγής, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341, ήτοι με την έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως. Με την διάταξη του άρθρου 12 του ιδίου νόμου επαναδιατυπώθηκε η διάταξη του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ και ορίσθηκε ότι η διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων Δικαστηρίων είναι προφορική και ρυθμίστηκε ο τρόπος διεξαγωγής της αποδεικτικής διαδικασίας σε μια συζήτηση στον πρώτο βαθμό ενιαίως τόσον ενώπιον του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, όσο και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ιδίου νόμου καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 341, 396 και 406 Κ.Πολ.Δ., που προέβλεπαν την έκδοση και το περιεχόμενο της παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως (προδικαστικής) και της διεξαγωγής εμμαρτύρων αποδείξεων ενώπιον Εισηγητή-Δικαστή. Οι ρυθμίσεις αυτές, αποβλέπουσες στην επιτάχυνση της διεξαγωγής της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων της χώρας, δεν αντιβαίνουν στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για δίκαιη δίκη, αφού τα κράτη έχουν την διακριτική ευχέρεια να ρυθμίσουν τα της διεξαγωγής της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων της χώρας, καθ΄ όν τρόπο κρίνουν αυτά πρόσφορο. Εφαρμόζονται δε, σύμφωνα με τα άρθρα 22 παρ. 1 και 38 του ιδίου Νόμου σε συνδυασμό προς το άρθρο 15 Ν. 2943/2001, και στις εκκρεμείς υποθέσεις, κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2915/2001, των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να λάβει χώρα μετά την έναρξη ισχύος του κεφαλαίου Α του νόμου αυτού, ήτοι από 1 Ιανουαρίου 2002, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο έπρεπε να προκατατεθούν οι προτάσεις των διαδίκων, κατά το άρθρο 237 Κ.Πολ.Δ., μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 Ν. 2915/2001. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από την διατύπωση του άρθρου 18 Ν. 2943/2001, με την τελευταία αυτή διάταξη, δεν ανεστάλη η ισχύς του κεφαλαίου Α΄ του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται η προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 237 για προκατάθεση των προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου προ τριάντα ημερών, αλλά απλώς μετατέθηκε ο χρόνος εφαρμογής του ως άνω κεφαλαίου για τις εκκρεμείς υποθέσεις, των οποίων ο χρόνος πρώτης συζήτησης είχε ορισθεί για το διάστημα μετά την 1 Ιανουαρίου 2002, αντί της αρχικής ρυθμίσεως του Ν. 2915/2001 που αφορούσε υποθέσεις, των οποίων ο χρόνος πρώτης συζητήσεως είχε ορισθεί για το διάστημα μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2001. Η αντίθετη εκδοχή οδηγεί στο ουσιαστικό αποτέλεσμα μεταθέσεως της ενάρξεως εφαρμογής του Ν. 2915/2001 από 1-2-2002 και αντιβαίνει στις προπαρατεθείσες μεταβατικές διατάξεις αυτού. Αλλά και υπό την αντίθετη εκδοχή οι ως άνω ρυθμίσεις του Ν. 2915/2001 εφαρμόζονται στις υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει προσδιορισθεί να λάβει χώρα για το διάστημα από 1 Φεβρουαρίου 2002 και εφεξής, καταλαμβάνοντας και την κρινόμενη υπόθεση. Σε κάθε όμως περίπτωση η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 341 Κ.Πολ.Δικ. πριν από την κατάργηση του με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2915/2001 προϋποθέτει την τήρηση της διαδικασίας του άρθρ. 226 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρ. 5 Ν. 2915/2001, του ορισμού από τον πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στο οποίο απευθύνεται η αγωγή, με πράξη του που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και τα αντίγραφα της αγωγής, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341. Οι δε αναιρεσείουσες δεν προβάλουν με το δικόγραφο της αναίρεσης ότι έγινε τέτοια πράξη, ούτε ότι επικαλέσθηκαν αυτή στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό και δεν προκύπτει η καταχώρηση τέτοιας πράξης στο πρωτότυπο ή αντίγραφα της ένδικης ανακοπής. Ενώ εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 270 παρ. 6 εδ. β΄ Κ.Πολ.Δικ., όπως είχε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 12 Ν. 2915/2001, προδικαστική απόφαση περί αποδείξεων δεν εκδίδεται παρά μόνον εξαιρετικά και εναπόκειται στην ελεύθερη και ανεξέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο κρίση του δικαστή. Επομένως το Εφετείο που έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε τη νέα διαδικασία αποδείξεων του Ν. 2915/2001 και εξέτασε τους προταθέντες μάρτυρες στο ακροατήριο κατά την ενώπιόν του διεξαχθείσα προφορική συζήτηση, χωρίς να προβεί στην έκδοση παρεμπίπτουσας περί αποδείξεως αποφάσεως (προδικαστικής) αφού η πρώτη συζήτηση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είχε προσδιορισθεί και έλαβε χώρα στις 1 Φεβρουαρίου 2002 (βλ. πράξη προσδιορισμού δικασίμου επί του δικογράφου αυτής) και απέρριψε τον περί του αντιθέτου τρίτο πρόσθετο λόγο του από 12-9-2003 δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης, κατά το δεύτερο αυτού μέρος, για εσφαλμένη εφαρμογή της διαδικασίας αποδείξεως του Ν. 2915/2001 και για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ως αβάσιμο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 1 και 10 Κ.Πολ.Δικ. και συνεπώς ο αντίθετος δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 5589 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκαν κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υπάρχει κενό στη σύμβαση ή αμφιβολία για τις βουλήσεις που δηλώθηκαν. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Αν όμως το δικαστήριο προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες που καθιερώνουν οι διατάξεις των παραπάνω άρθρων, χωρίς να προκύπτει από την απόφασή του έστω και εμμέσως, ότι διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στη δήλωση ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Επίσης ιδρύεται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο διαπιστώσει, έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας και παραλείψει να προσφύγει στους παραπάνω ερμηνευτικούς κανόνες για να διαπιστώσει την αληθινή βούληση των συμβληθέντων. Έμμεση δε διαπίστωση κενού ή αμφίβολης έννοιας υπάρχει και όταν, παρόλο που το δικαστήριο της ουσίας δεν αναφέρει τη διαπίστωση ή βεβαιώνει στην απόφαση ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής, εν τούτοις προβαίνει σε ερμηνεία της δικαιοπραξίας, (πράγμα που σημαίνει ότι βρέθηκε μπροστά σε κενό ή σε δήλωση με αμφίβολη έννοια), χωρίς όμως να προσφύγει στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες. (ΑΠ 1503/2005, ΑΠ 597/2005). Έτσι αν το δικαστήριο για να διαπιστώσει την πραγματική βούληση των μερών δεν αρκείται στο έγγραφο που περιέχει τις δηλώσεις τους, αλλά αναζητεί την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και πέραν της σημασίας που προκύπτει από τη γραμματική τους διατύπωση ή προσφεύγει και σε άλλα εκτός του εγγράφου αποδεικτικά μέσα ή αντλεί επιχειρήματα από τους κανόνες της λογικής ή της εμπειρίας, αυτό αναγκαίως σημαίνει ότι διέγνωσε εμμέσως κενό ή αμφίβολη έννοια στη σύμβαση, έστω και αν ρητώς αναγράφει στην απόφαση του το αντίθετο (ΑΠ 1220/2005, ΑΠ 863/2005). Εξ άλλου οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών παραβιάζονται και εκ πλαγίου, υπό την έννοια, ότι η απόφαση του δικαστηρίου στερείται νόμιμης βάσης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. όταν στην απόφασή του δεν διευκρινίζεται αν στη δικαιοπραξία υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια και ακολούθως, ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της και εν τούτοις εφαρμόζει ή αντιθέτως παραλείπει την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών (ΑΠ 1365/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι με την αριθμ. …… Απριλίου 1984 έγγραφη σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό και τις με ακρίβεια αναφερόμενες στην απόφαση αυτή (προσβαλλόμενη απόφαση) πρόσθετες έγγραφες πράξεις συμπληρωματικής πιστώσεως ή πιστοδότρια Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος, της οποίας καθολική διάδοχος είναι η απορροφήσασα αυτήν το έτος 2000 καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα με την επωνυμία «ΑΛΦΑ Τράπεζα Ανώνυμος Εταιρεία», χορήγησε στην πρώτη των ανακοπτουσών και ήδη αναιρεσειουσών εταιρεία με την επωνυμία «ΟΔΕΤΤΗ ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος τυγχάνει η δεύτερη των ανακοπτουσών (και ήδη δεύτερη των αναιρεσειουσών) πίστωση μέχρι του ποσού των 50.000.000 δραχμών αρχικά, ποσό το οποίο αυξήθηκε διαδοχικά με τις πρόσθετες πράξεις στο ποσό των 4.400.000.000 δραχμών. Με τις ως άνω έγγραφες συμβάσεις εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα η δεύτερη των αναιρεσειουσών την τήρηση των όρων των πιο πάνω συμφωνιών πιστώσεως, ως και την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του ανοικτού λογαριασμού, ως προς το κεφάλαιο, προμήθειες, τόκους έξοδα και ανατοκισμό ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως πρωτοφειλέτρια και παραιτούμενη, μεταξύ άλλων, και της ενστάσεως διζήσεως. Επίσης δήλωσε με αυτές ότι κάθε αναγνώριση της οφειλής από τον οφειλέτη, υποχρεώνει και αυτήν ως εγγυήτρια. Με τον όρο 7 της αρχικής συμβάσεως πιστώσεως, της οποίας οι όροι και συμφωνίες αποτέλεσαν περιεχόμενο και όλων των προαναφερθεισών προσθέτων πράξεων συμπληρωματικής πιστώσεως με αναφορά στην αρχική σύμβαση, συμφωνήθηκε ότι η πιστοδότρια Τράπεζα δικαιούται να διαχωρίσει τον λογαριασμό σε περισσότερους ή να συνενώνει περισσότερους λογαριασμούς σε ένα, σύμφωνα με τις λογιστικές της μεθόδους, αθροίζοντας ή συμψηφίζοντας τα υπόλοιπά τους. Ενώ με το άρθρο 12 αυτής συμφωνήθηκε περαιτέρω ότι ο πιστούχος οφείλει, όταν η Τράπεζα του γνωστοποιεί το, κατά το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού, υπόλοιπο να σημειώσει οποιεσδήποτε τυχόν παρατηρήσεις του μέσα σε τριάντα ημέρες από την σχετική γνωστοποίηση, διαφορετικά, εάν σιωπήσει, θεωρείται ότι αναγνώρισε την ακρίβεια του λογαριασμού και αποδέχθηκε το υπόλοιπό του, το οποίο δεν δικαιούται πλέον να αμφισβητήσει. Στα πλαίσια λειτουργίας της ως άνω πιστώσεως και προς εξυπηρέτηση αυτής κινήθηκαν έξι αλληλόχρεοι λογαριασμοί και ειδικότερα α) ο με αρ. …. λογαριασμός, ο οποίος στις 31-12-1998 παρουσίαζε χρεωστικό κατάλοιπο, ύψους 586.154.398 δραχμών β)ο με αριθμ….. λογαριασμός, ο οποίος στις 31-12-1998 παρουσίαζε χρεωστικό κατάλοιπο, ύψους 285.185.255 δραχμών γ)ο με αριθ…… λογαριασμός, ο οποίος στις 31-12-1998 παρουσίαζε χρεωστικό κατάλοιπο, ύψους 312.587. 361 δραχμών δ)ο με αριθμ. ….. λογαριασμός, ο οποίος στις 31-12-1998 παρουσίαζε χρεωστικό κατάλοιπο, ύψους 441.109.756 δραχμών ε)ο με αριθ. ….λογαριασμός, ο οποίος στις 31-12-1998 παρουσίαζε χρωστικό κατάλοιπο, ύψους 523.382.298 δραχμών και στ)ο με αριθ. …. λογαριασμός, ο οποίος στις 31-12-1998 παρουσίαζε χρεωστικό κατάλοιπο ύψους 246.951.916 δραχμών. Οι λογαριασμοί αυτοί έλαβαν αριθμούς ….., ….., ….., ….., ….. και …. από 1-4-1999 λόγω παύσεως του ανατοκισμού. Τα ως άνω κατάλοιπα, τα οποία προέκυψαν κατά το περιοδικό κλείσιμο στις 31-12-1998 των προαναφερθέντων αλληλοχρέων λογαριασμών, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα η πρώτη των αναιρεσειουσών εταιρεία, δια της νομίμου εκπροσώπου της (δεύτερης αναιρεσείουσας) με τα υπ΄ αρ. …., …., …., …., … και ….. έγγραφα – επιστολές αντιστοίχως στα οποία βεβαιώνει το «έχειν καλώς» των γνωστοποιηθέντων δι΄ επιστολών της πιστοδότριας Τράπεζας επί μέρους καταλοίπων των πιο πάνω λογαριασμών, μετά από εξέταση του καταλοίπου. Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της από 22-5-2001 ανακοπής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι τα παραπάνω έγγραφα-επιστολές της δεύτερης αναιρεσείουσας, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης τούτων, «δεν έχουν τα στοιχεία αναγνωρίσεως χρέους, ούτε συνιστούν περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του Λογαριασμού με δήλωση αναγνωρίσεως οφειλής» και ότι «η βεβαίωση περί του «καλώς έχειν» δεν εμπεριέχει, ούτε την έννοια του συμβατικού κλεισίματος του λογαριασμού, ούτε δήλωση δικαιοπρακτικής, βουλήσεως καταλοίπου αλληλοχρέου λογαριασμού, αλλά εάν υποτεθεί ότι έγινε η βεβαίωση αυτή υπό κανονικές συνθήκες, θα εσήμαινε απλώς το σύμφωνο για τα επί μέρους κονδύλια και επομένως δεν προκύπτει εξ αυτών η κατάρτιση συμβάσεως αναγνωρίσεως». Το Εφετείο, αναφορικά με τον λόγο αυτό ανακοπής δέχθηκε ότι τα κατάλοιπα τα οποία προέκυψαν κατά το περιοδικό κλείσιμο στις 31-12-1998 των προαναφερθέντων αλληλοχρέων λογαριασμών, αναγνώρισε ανεπιφύλακτα η πρώτη των ανακοπτουσών (ήδη αναιρεσειουσών) εταιρεία, δια της νομίμου εκπροσώπου της, με τα υπ΄ αρ. …., …., …., …, … και ….. έγγραφα-επιστολές αντιστοίχως που βεβαιώνει το «έχειν καλώς» των γνωστοποιηθέντων δι΄ επιστολών της πιστοδότριας Τράπεζας επί μέρους καταλοίπων των πιο πάνω λογαριασμών, μετά από εξέταση του καταλοίπου. Οι αναγνωρίσεις αυτές φέρουν τον χαρακτήρα αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους και όχι συμβάσεως επιβεβαιωτικής της οφειλής, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτουσες (και ήδη αναιρεσείουσες), λαμβανομένου υπόψη και του ότι είχε ρητώς συμφωνηθεί με τον όρο 12 της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως ότι η πλασματική αναγνώριση του καταλοίπου κατά το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού, λόγω άπρακτης παρελεύσεως της συμφωνηθείσας προθεσμίας για υποβολή παρατηρήσεων από την πιστούχο επ΄ αυτού (και συνακόλουθα και η ρητή αναγνώριση αυτού) αποκλείουν την δυνατότητα αμφισβητήσεως αυτού, χαρακτηριστικό της συμβάσεως αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Το Εφετείο με τις παραδοχές του αυτές συνάγει από το περιεχόμενο των παραπάνω επιστολών της πρώτης αναιρεσείουσας, ότι αυτή «αναγνώρισε ανεπιφύλακτα» τα κατάλοιπα των λογαριασμών και δέχεται στη συνέχεια ότι «οι αναγνωρίσεις αυτές φέρουν τον χαρακτήρα αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους και όχι συμβάσεως επιβεβαιωτικής της οφειλής». Δεν αναφέρει δε το Εφετείο ότι οι περιεχόμενες στις παραπάνω επιστολές δηλώσεις βουλήσεως δεν παρουσιάζουν κενό, ούτε καταλείπουν αμφιβολία και ότι συνεπώς δεν είναι επιδεικτικές ερμηνείας, παρά το ότι σε άλλη σκέψη του, αναφερόμενο στους όρους της πιστωτικής συμβάσεως, τους σχετικούς με το ύψος και το χρόνο πληρωμής των τόκων και της προμήθειας, καθώς και τον ανατοκισμό, δέχεται ότι οι όροι αυτοί είναι «αρκούντως σαφείς» και δεν υπάρχει ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Για να στηρίξει δε την παραπάνω παραδοχή του, ότι δηλαδή «οι αναγνωρίσεις» που έγιναν με τις επιστολές φέρουν τον χαρακτήρα αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους και όχι συμβάσεως επιβεβαιωτικής της οφειλής, χρησιμοποιεί ως επιχείρημα το γεγονός ότι είχε συμφωνηθεί πλασματική αναγνώριση του καταλοίπου κατά το περιοδικό κλείσιμο «λόγω άπρακτης παρελεύσεως της συμφωνηθείσας προθεσμίας για υποβολή παρατηρήσεων», πράγμα που θεωρεί το Εφετείο ως «χαρακτηριστικό της συμβάσεως αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους». Έτσι όμως, το Εφετείο για να προσδώσει στις δηλώσεις που περιέχονται στις παραπάνω επιστολές χαρακτήρα αφηρημένης αναγνώρισης χρέους προσφεύγει σε επιχειρήματα και αποδεικτικά μέσα κείμενα εκτός των κρισίμων εγγράφων (επιστολών). Με τις παραδοχές του δε αυτές, παρότι διαπιστώνει έμμεσα την ύπαρξη κενού ή αμφίβολης έννοιας στις δηλώσεις που περιέχονται στις έξι από 31-12-1998 επιστολές της δεύτερης αναιρεσείουσας, ως νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας, προβαίνει προς ανεύρεση της αληθινής βούλησης της δηλούσας σε ερμηνεία των δηλώσεων αυτών, χωρίς να προσφύγει στην αρωγή των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παραβίασε τόσο ευθέως τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις όσο και εκ πλαγίου, αφού δεν διευκρινίζει στην προσβαλλόμενη απόφαση αν υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια στις περιεχόμενες στις επιστολές δηλώσεις βουλήσεως και συνεπώς αν θα έπρεπε να εφαρμοσθούν ή όχι οι διατάξεις των 173 και 200 ΑΚ, ενώ συγχρόνως χρησιμοποιεί προς ανεύρεση της αληθινής βουλήσεως της δηλώσασας λογικά επιχειρήματα και αποδεικτικά μέσα εκτός των επιστολών. Κατά συνέπεια είναι βάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου και ο πρόσθετος (υπό στοιχ. 8) λόγος αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται οι από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις. Ενώ εξ άλλου το Εφετείο δεν έχει παραδοχή για επικουρική ή παράλληλη θεμελίωση της διαταγής πληρωμής στην πλασματική αφηρημένη αναγνώριση χρέους. Η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του όρου 12 της συμβάσεως πιστώσεως, σύμφωνα με τον οποίο «ο πιστούχος οφείλει, όταν η Τράπεζα του γνωστοποιήσει το κατά το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού υπόλοιπο να σημειώσει οποιεσδήποτε τυχόν παρατηρήσεις του μέσα σε τριάντα ημέρες από τη σχετική γνωστοποίηση, διαφορετικά αν σιωπήσει, θεωρείται ότι ανεγνώρισε την ακρίβεια του λογαριασμού και αποδέχθηκε το υπόλοιπο του, το οποίο δεν δικαιούται πλέον να αμφισβητήσει», δεν αποτελεί πραγματική παραδοχή για συνδρομή τέτοιας βάσης (πλασματικής αναγνώρισης χρέους), αλλά χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για να θεμελιώσει την άποψη του Εφετείου ότι οι επιστολές του «καλώς έχειν» συνιστούν αφηρημένη αναγνώριση χρέους και για να στηριχθεί η κρίση του Εφετείου ότι οι επιστολές του «έχειν καλώς» δεν ήταν προϊόν απειλής. Σε καμιά δηλαδή από τις αιτιολογίες του το εφετείο δεν δέχεται ως πραγματική παραδοχή ότι το κατά το οριστικό κλείσιμο των έξι επί μέρους λογαριασμών κατάλοιπο, είχε ως πρώτο κονδύλιο ποσό που αναγνωρίσθηκε σιωπηρώς από την πρώτη αναιρεσείουσα, με την παρέλευση δηλαδή της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 12 της σύμβασης παροχής πιστώσεως από την κοινοποίηση του προσωρινού κλεισίματος των λογαριασμών την 31-12-1998. Αντίθετα μάλιστα δέχεται το Εφετείο ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα έγγραφα-επιστολές της 31-12-1998, με τις οποίες η πιστούχος αναγνώρισε τα κατά την ημερομηνία αυτή χρεωστικά κατάλοιπα των έξι λογαριασμών. Για την περίπτωση που ήθελε εκτιμηθεί, από όλο το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι περιέχεται σ΄ αυτήν επικουρική ή παράλληλη θεμελίωση στην «πλασματική» αναγνώριση των καταλοίπων των αλληλόχρεων λογαριασμών, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της από …. αίτησης της αναιρεσίβλητης τράπεζας για έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, δεν διατυπώνεται σε αυτήν βάση πλασματικής αναγνώρισης των καταλοίπων των επίμαχων έξι λογαριασμών, ούτε η διαταγή πληρωμής στηρίζεται σε τέτοια βάση, με συνέπεια να είναι βάσιμη και η προβαλλόμενη με το σχετικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης (υπό στοιχ. 2) από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δικ. αιτίαση, ότι δηλαδή το Εφετείο δέχθηκε πλασματική αναγνώριση των καταλοίπων των έξι λογαριασμών χωρίς να υπάρχει στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής τέτοια βάση και παραδοχή της βάσης αυτής από το Δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Επομένως και εκ του λόγου τούτου είναι αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου της Αρεοπαγίτου Ρένας Ασημακοπούλου, από τις προαναφερόμενες παραδοχές του Εφετείου δεν προκύπτει ότι αυτό διαπίστωσε άμεσα ή έμμεσα την ύπαρξη κενού ή αμφίβολης έννοιας στις δηλώσεις που περιέχονται στις έξι από 31-12-1998 επιστολές της δευτέρας αναιρεσείουσας, ως νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας, ούτε προέβη, προς ανεύρεση της αληθινής βούλησης της δηλούσας δεύτερης αναιρεσείουσας (ως εκπροσώπου της πρώτης) σε ερμηνεία των δηλώσεων αυτών, αλλά απλά έκανε υπαγωγή των δηλώσεων αυτών, χωρίς ερμηνεία τους, στον αναφερόμενο στην απόφαση του δωδέκατο όρο της επίδικης σύμβασης παροχής πίστωσης και τις διατάξεις των άρθρ. 873 και 874 ΑΚ. Ούτε τέθηκε καν από τις αναιρεσείουσες με τα δικόγραφα των κυρίων και προσθέτων λόγων ανακοπής και έφεσης τους με σαφήνεια και πληρότητα, ζήτημα ύπαρξης κενού ή αμφίβολης έννοιας στις παραπάνω δηλώσεις της δεύτερης αναιρεσείουσας που έγιναν με τις από 31-12-1998 έξις επιστολές της προς την αναιρεσίβλητη και πλήρωσης του κενού αυτού, ή της αμφίβολης έννοιας των δηλώσεων αυτών με προσφυγή στους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Από το λόγο δε αυτό το Εφετείο δεν κάνει στην προσβαλλόμενη απόφαση του καμιά αναφορά αν οι παραπάνω επίμαχες έξι δηλώσεις βούλησης παρουσιάζουν κενό ή καταλείπουν αμφιβολία, ενώ σε άλλη σκέψη του για τους όρους της πιστωτικής σύμβασης τους σχετικούς με το ύψος και το χρόνο πληρωμής των τόκων και της προμήθειας, καθώς και τον ανατοκισμό, για τα οποία τέθηκε ζήτημα απ΄ τις αναιρεσείουσες και αμφιβολίας ως προς τις σχετικές δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων στην επίδικη σύμβαση, το Εφετείο απάντησε ότι δεν υπάρχει ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες, γιατί και οι όροι αυτοί αριθ. 11 και 13 της ένδικης σύμβασης είναι αρκούντως σαφείς. Ενώ εξ άλλου η σκέψη του Εφετείου, στη συνέχεια της προηγουμένης σκέψεις του, ότι οι προαναφερόμενες δηλώσεις της πρώτης αναιρεσείουσας (δια της εκπροσώπου της δεύτερης αναιρεσείουσας) στις έξι επιστολές προς την αναιρεσίβλητη, φέρουν τον χαρακτήρα αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και όχι σύμβασης επιβεβαιωτικής της οφειλής «λαμβανομένου υπόψη και του ότι είχε ρητώς συμφωνηθεί με τον όρο 12 της επίδικης σύμβασης πίστωσης, ότι η πλασματική αναγνώριση του καταλοίπου κατά το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού, λόγω άπρακτης παρέλευσης της συμφωνηθείσας προθεσμίας, για υποβολή παρατηρήσεων», αποτελεί, «επάλληλη σκέψη πλασματικής πλέον αφηρημένης αναγνώρισης του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού λόγω παρέλευσης της συμφωνηθείσας προθεσμίας υποβολής παρατηρήσεων από την πιστούχο, πρώτη αναιρεσείουσα και όχι προσφυγή σε επιχειρήματα και αποδεικτικά μέσα εκτός των επιστολών. Η κρίση αυτή για επάλληλη σκέψη επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι α)η γνωστοποίηση από την αναιρεσίβλητη στη πρώτη αναιρεσείουσα των καταλοίπων των παραπάνω έξι χωριστών λογαριασμών κατά το προσωρινό κλείσιμο τους την 31-12-1998 και η απάντηση της πρώτης αναιρεσείουσας με τις επίμαχες επιστολές στις οποίες βεβαιώνεται, μετά εξέταση του υπολοίπου, «το έχειν καλώς» τούτων, αποτελούν εφαρμογή (εκτέλεση), από τη πρώτη αναιρεσείουσα του όρου αυτού της επίδικης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού και β)ότι με τις παραπάνω έξι έγγραφες αφηρημένες αναγνωρίσεις χρέους, καλύπτονται μόνο τα κατάλοιπα των έξι αυτών χωριστών λογαριασμών μέχρι την 31-12-1998, μέχρι την οποία εμφάνιζαν οι έξι αυτοί λογαριασμοί συνολικό κατάλοιπο 2.395.371..984 δραχ. και όχι και τα στη συνέχεια μέχρι την 14-9-1999 που έγινε το οριστικό κλείσιμο των έξι αυτών χωριστών λογαριασμών, κατάλοιπα τούτων, οπότε εμφάνιζαν συνολικό κατάλοιπο 2.323.763.529 δραχ., το οποίο, χρονικό διάστημα και ποσό καλύπτεται από την πλασματική αναγνώριση χρέους. Για την πλασματική δε αυτή αναγνώριση χρέους γίνεται λόγος και στο τέλος του πρώτου λόγου του από …. δικογράφου προσθέτων λόγων έφεσης, για να υποστηριχθεί η ύπαρξη κενού και στην πλαστική αυτή αναγνώριση καταλοίπου των έξι χωριστών λογαριασμών, ως προς την αναπροσαρμογή του επιτοκίου του από 4-8-1994 μέχρι το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών αυτών την 14-9-1999 χρονικού διαστήματος λόγω μη ύπαρξης σχετικής συμφωνίας των μερών ή διοικητικού καθορισμού του επιτοκίου τούτων. Επομένως κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, το Εφετείο δεν διαπίστωσε με την προσβαλλομένη απόφαση του, άμεσα ή έμμεσα την ύπαρξη κενού ή αμφίβολης έννοιας στις δηλώσεις που περιέχονται στις έξι από 31-12-1998 επιστολές της δεύτερης αναιρεσείουσας, ως νόμιμης εκπροσώπου της πρώτης αναιρεσείουσας και για το λόγο αυτό δεν προέβη σε ερμηνεία των δηλώσεων αυτών. Κατά συνέπεια δε δεν υπήρξε ανάγκη α)προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ούτε μνείας στην προσβαλλόμενη απόφαση του των διατάξεων αυτών και των αξιολογικών κριτηρίων που θέτουν και παραδοχής σε αυτή πραγματικών περιστατικών που μπορούν να πληρώσουν το πραγματικό τούτων (ερμηνευτικών διατάξεων) και β) διευκρίνησης στην απόφαση του αν υπάρχει κενό ή ασάφεια στις περιεχόμενες δηλώσεις βούλησης της δεύτερης αναιρεσείουσας που περιέχονται στις παραπάνω έξι επιστολές και αν θα έπρεπε να εφαρμοσθούν ή όχι οι παραπάνω ερμηνευτικές διατάξεις. Επίσης δεν χρησιμοποίησε το Εφετείο προς ανεύρεση της αληθινής βούλησης της δεύτερης αναιρεσείουσας στις παραπάνω επιστολές, λογικά επιχειρήματα ή αποδεικτικά μέσα εκτός των επιστολών αυτών, αφού και οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο του από 12-9-2003 δικογράφου προσθέτων λόγων έφεσης υποστηρίζουν ότι «η σύμβαση αναγνώρισης δεν είναι ανεξάρτητη από τη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά απόλυτα εξαρτωμένη με αυτήν και προϋποθέτει για το έγκυρο αυτής και την επίκληση εκ μέρους της πιστώτριας Τράπεζας της τήρησης των συμφωνηθέντων όρων όλης της σύμβασης». Ενώ εξ άλλου το Εφετείο, με τις προαναφερθείσες παραδοχές του, δέχθηκε την παράλληλη στήριξη της ένδικης αξίωσης της αναιρεσίβλητης και στη πλασματική αφηρημένη αναγνώριση χρέους, καθ΄ όσον, αφού αναπτύσσει αυτήν στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του, δέχεται τη συνδρομή και των πραγματικών παραδοχών αυτής, με την αναφορά του δωδεκάτου (12ου) όρου της σύμβασης παροχής πίστωσης και την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των 30 ημερών που τάσσεται με τον όρο αυτόν για την υποβολή παρατηρήσεων από τους αναιρεσείοντες. Ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί τη βάση αυτή της πλασματικής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, που δεν πλήττεται με ορισμένο και βάσιμο λόγο αναίρεσης, ως επάλληλο στήριγμα α)της έγγραφης, κατά τα προεκτεθέντα, αφηρημένης αναγνώρισης του καταλοίπου των παραπάνω έξι χωριστών λογαριασμών κατά το προσωρινό κλείσιμο αυτών και β)της σκέψης του για απόρριψη του λόγου ανακοπής ότι οι παραπάνω έξι έγγραφες δηλώσεις των αναιρεσειουσών αφηρημένης αναγνώρισης χρέους υπογράφηκαν υπό το κράτος απειλής, με την παραδοχή ότι «η παράλειψη της πρώτης αναιρεσείουσας να υποβάλλει τις σχετικές παρατηρήσεις της εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας των τριάντα ημερών ισοδυναμεί με πλασματική αναγνώριση των πιο πάνω καταλοίπων». Την παραδοχή απ΄ το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του της πλασματικής αυτής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους δέχονται και οι αναιρεσείουσες με τους σχετικούς λόγους του κυρίου και προσθέτου δικογράφου αναίρεσης. Από την επισκόπηση δε της από … ένδικης αίτησης της αναιρεσίβλητης για έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι η αίτηση αυτή περιέχει με σαφήνεια και πληρότητα ως βάση, για μεν το κατάλοιπο των προαναφερομένων έξι χωριστών λογαριασμών μέχρι την 31-12-1998, τις έξι έγγραφες δηλώσεις αφηρημένης αναγνώρισης χρέους των αναιρεσειουσών, για δε το κατάλοιπο των έξι αυτών λογαριασμών μέχρι την κοινοποίηση στις αναιρεσείουσες της αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, τα αποσπάσματα των μηχανογραφικώς τηρουμένων βιβλίων της αναιρεσίβλητης. Ενώ παράλληλα για το κατάλοιπο των έξι αυτών χωριστών λογαριασμών, από τη σύναψη της σύμβασης παροχής πίστωσης μέχρι το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών αυτών την …., η αίτηση έχει ως επάλληλη βάση την πλασματική αφηρημένη αναγνώριση χρέους, με την παρέλευση της τριακονθήμερης προθεσμίας του όρου 12 της σύμβασης παροχής πίστωσης, από την κοινοποίηση, τόσο του προσωρινού την 31-12-1998, όσο και του οριστικού την 14-9-1999 κλεισίματος των λογαριασμών αυτών, χωρίς προβολή κάποιας διαμαρτυρίας. Συγκεκριμένα περιέχονται στην ένδικη αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής όλα τα απαιτούμενα κατ΄ αρθρ. 626 Κ.Πολ.Δικ. και 873 και 874 ΑΚ προς στοιχειοθέτηση της τελευταίας αυτής βάσης της, της πλασματικής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, οι παραπάνω έξι χωριστοί λογαριασμοί και τα κατάλοιπα αυτών κατά το προσωρινό την 31-12-1998 και οριστικό την 14-9-1999 κλείσιμο τούτων, η σύμβαση παροχής πίστωσης και ειδικώτερα ο δωδέκατος όρος αυτής, οι έξι έγγραφες επιστολές της πρώτης αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, από τις οποίες προκύπτει το προσωρινό κλείσιμο την 31-12-1998 των προαναφερομένων έξι χωριστών λογαριασμών, το με αριθ. ….εξώδικο έγγραφο της αναιρεσίβλητης με το οποίο γνωστοποιήθηκε την 15-9-1999 το οριστικό κλείσιμο των παραπάνω έξι χωριστών λογαριασμών στις αναιρεσείουσες, τα με αριθ. …. και ….. αποδεικτικά επίδοσης του εξώδικου αυτού στις αναιρεσείουσες και η ρητή παραπομπή στο άρθρο 874 ΑΚ που αναφέρεται στην πλασματική αφηρημένη αναγνώριση χρέους και το αίτημα έκδοσης διαταγής πληρωμής για ποσό δραχ. 1.000.000.000 κατά επιτρεπτό περιορισμό αυτού. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη με αριθ. ….. διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε επί της παραπάνω αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, είχαν επισυναφθεί στην αίτηση αυτή, όλα τα παραπάνω έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση για την οποία ζητήθηκε η έκδοση της (διαταγής πληρωμής) και έγινε δεκτή η ένδικη αίτηση ως προς όλες τις περιεχόμενες στην αίτηση αυτή παραπάνω βάσεις της, αφού γίνεται δεκτή η ένδικη αίτηση χωρίς καμιά διάκριση και μάλιστα ως προς τη βάση της, της πλασματικής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους. Ενώ εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα της από 22-5-2001 ανακοπής και από 18-1-2002 προσθέτων λόγων ανακοπής, δεν πλήττεται με σαφή και ορισμένο λόγο ανακοπής η επίδικη διαταγή πληρωμής (….) ως προς τη βάση αυτή, της πλασματικής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία αποτελεί αυτοτελές στήριγμα του διατακτικού της, με αποτέλεσμα α)να είναι αβάσιμη η διατυπούμενη με το σχετικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δικ. αιτίαση, ότι το Εφετείο δέχθηκε πλασματική αναγνώριση των παραπάνω υπολοίπων των έξι επιμέρους λογαριασμών, χωρίς να υπάρχει τέτοια βάση στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής και παραδοχή τέτοιας βάσης και β) να καθίσταται αλυσιτελής η έρευνα των λόγων ανακοπής, έφεσης και αναίρεσης, με τους οποίους πλήττονται οι άλλες βάσεις της διαταγής πληρωμής, δηλαδή της γραπτής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και της αποδεικνυομένης από αποσπάσματα των βιβλίων της αναιρεσίβλητης για το χρονικό διάστημα και το επιδικαζόμενο χρηματικό ποσό μέχρι το οριστικό κλείσιμο των επίμαχων λογαριασμών, που καλύπτονται από τη βάση της πλασματικής αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και να μη ασκεί επιρροή αν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχεται ή όχι επικουρική ή παράλληλη θεμελίωση επί πλασματικής αναγνώρισης των καταλοίπων των έξι χωριστών λογαριασμών. IV.- Κατά το άρθρο 623 του Κ.Πολ.Δ., κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως, η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώτριας, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας. Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 1022/2003, 1117/2002). Εξ άλλου η φωτοτυπία αποτελεί ακριβή απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου. Επικυρωμένη δε φωτοτυπία σημαίνει απεικόνιση του φωτοτυπουμένου εγγράφου και επί πλέον βεβαίωση ότι η απεικόνιση είναι ακριβής. Αν το φωτοτυπούμενο έχει ή όχι το χαρακτήρα πρωτοτύπου εγγράφου κρίνεται από το δικαστήριο και όχι από τον βεβαιώνοντα τη γνησιότητα της φωτοτυπίας. Έτσι για να αποτελεί ή φωτοτυπία αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας κυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου θα πρέπει να υπάρχει α)στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα) που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον Ηλεκτρονικόν υπολογιστή βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτυπώσεως και η βεβαίωση αυτή να έχει αποτυπωθεί στη φωτοτυπία, και β)στη φωτοτυπία βεβαίωση, προερχόμενη από αρμοδία αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη Τράπεζα για την έκδοση της προσβαλλόμενης με την ανακοπή διαταγής πληρωμής επικαλέσθηκε στην αίτηση της και προσεκόμισε, ή δε δικαστής έλαβε υπόψη α) την υπ΄ αριθ. …. σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίσθηκε και υπογράφηκε μεταξύ της πιστοδότριας Τράπεζας, της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας ως πιστούχου και της δεύτερης ανακόπτουσας, ως εγγυήτριας, της οποίας οι επί μέρους όροι και συμφωνίες περιελήφθησαν στην αίτηση β)τις πρόσθετες πράξεις συμπληρωματικής πιστώσεως με αρ. ….. έως και …. είκοσι τέσσερις τον αριθμό, γ)τις από 27-3-1996, 2-4-1996 και 5-4-1996 πράξεις περί χρήσεως της πιστώσεως και σε συνάλλαγμα δ)τα με αριθμ. …., …., …., …., … και …. έγγραφα επιστολές της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας προς την Τράπεζα, με τις οποίες η πιστούχος αναγνώρισε τα κατά την 31-12-1998 χρεωστικά κατάλοιπα των με αριθ. …., ……, ….., ….., …. και …. επί μέρους αλληλοχρέων λογαριασμών κατά το περιοδικό τους κλείσιμο, που ανοίχθηκαν προς εξυπηρέτηση της πιστώσεως από την έναρξη της μέχρι τις 31-12-1998, οι οποίες αναγνωρίσεις, δέσμευαν με ρητό όρο της συμβάσεως και την δεύτερη ανακόπτουσα, ως εγγυήτρια δ)αποσπάσματα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας, τα οποία αποτελούσαν, κατά συμβατικό όρο, πλήρη απόδειξη για την κίνηση του λογαριασμού και του προκύπτοντος καταλοίπου, από τα οποία προέκυπτε η κίνηση των ως άνω λογαριασμών, οι οποίοι από 1-4-1999 έλαβαν τους αριθμούς ….., ….., …., ….., ….. και …., λόγω παύσεως εκτοκισμού, για το χρονικό διάστημα από 31-12-1998 έως το οριστικό κλείσιμο στις 14-9-1999, οπότε εμφάνιζαν συνολικό κατάλοιπο 2.323.763.259 δραχμών, και για το περαιτέρω διάστημα μέχρι 31-12-2000, οπότε το κατάλοιπο αυτό είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 2.520.750.708 δραχμών ε)τις υπ΄ αρ. …. και …. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καβάλας …., με τις οποίες η πιστοδότρια Τράπεζα γνωστοποιούσε στις ανακόπτουσες το οριστικό κλείσιμο της συμβάσεως και των ανωτέρω λογαριασμών, ως και το ύψος της οφειλής των στ) τα νομιμοποιητικά έγγραφα της αιτούσας-καθ΄ ης η ανακοπή Τράπεζας, ως καθολικής διαδόχου της πιστοδότριας Τράπεζας με την επωνυμία «Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος». Τα ως άνω έγγραφα προσκομίσθηκαν σε νόμιμα σεσημασμένες με το ειδικό τέλος ενσήμου φωτοτυπίες, επικυρωμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ΄ ης η ανακοπή Τράπεζας….., ο οποίος βεβαιώνει σε αυτά (έγγραφα) ενυπογράφως ότι αποτελούν ακριβή αντίγραφα του πρωτότυπου που του επιδείχθηκε, και άρα συνάγεται ότι τα πρωτότυπα αυτών ήταν, έστω και για ελάχιστο χρόνο, στην κατοχή του επικυρωθέντος δικηγόρου. Επομένως τα ως άνω προσκομισθέντα φωτοτυπικά αντίγραφα, που έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, ο οποίος βεβαιώνει κατά τα ανωτέρω την ακρίβεια αυτών, έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, είναι δε τελείως αδιάφορο το γεγονός ότι, πλην της τεθείσας εν πρωτοτύπω σχετικής σφραγίδας περί της ακρίβειας αυτών και υπογραφής του εν λόγω επικυρώσαντος δικηγόρου, έχει επίσης τεθεί σε πρωτότυπο και σφραγίδα της πιστοδότριας Τράπεζας, με την οποία υπάλληλοι αυτής βεβαιώνουν το γνήσιο του φωτοαντιγράφου.
Συνεπώς προέκυψε ότι η δικαστής που εξέδοσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε για μεν το χρονικό διάστημα από την αρχή της συμβάσεως μέχρι τις 31-12-1998 στις ως άνω αναγνωρίσεις που έγιναν με τις προμνησθείσες επιστολές της πρώτης ανακόπτουσας, για δε τον υπόλοιπο χρόνο από 31-12-1998 έως 31-12-2000, οπότε δεν υπήρχε αναγνώριση, στα αποσπάσματα των μηχανογραφημένων εμπορικών βιβλίων της πιστοδότριας Τράπεζας, από τα οποία προέκυπτε η κίνηση των ως άνω λογαριασμών για το μετέπειτα διάστημα, τα οποία είχαν προσκομισθεί σε νόμιμα επικυρωμένα από δικηγόρο φωτοαντίγραφα. Έκρινε δηλαδή το εφετείο ότι τα αποσπάσματα που προσκομίσθηκαν σε φωτοτυπίες, επικυρωμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσίβλητης Τράπεζας αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και ορθά στηρίχθηκε σ΄ αυτές η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για το από 31-12-1998 έως 31-12-2000 χρονικό διάστημα. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη τα από την ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα επικληθέντα και προσκομισθέντα ως άνω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων αυτής. Τούτο δε διότι, ενώ δέχεται ότι τα αποσπάσματα αυτά προσκομίσθηκαν σε φωτοτυπίες, επικυρωμένες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσίβλητης τράπεζας, δεν αναφέρει ότι επί των φωτοτυπηθέντων εγγράφων υπήρχε και συνεπώς ότι απεικονίσθηκε και στις φωτοτυπίες βεβαίωση υπαλλήλου της Τράπεζας ότι αυτός ενήργησε την εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό Υπολογιστή της Τράπεζας και ότι η εκτύπωση αυτή είναι γνήσια. Αντιθέτως δέχεται ότι «έχει τεθεί σε πρωτότυπο και σφραγίδα της πιστοδότριας Τράπεζας με την οποία υπάλληλοι αυτής βεβαιώνουν το γνήσιο του φωτοαντιγράφου». Έτσι σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές του Εφετείου οι φωτοτυπίες που προσκομίσθηκαν ήταν μεν επικυρωμένες από δικηγόρο, δεν αποτελούσαν όμως φωτοτυπίες του πρωτοτύπου αποσπάσματος των τηρουμένων εντός του ηλεκτρονικού υπολογιστή εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, δηλαδή αποσπάσματος που είχε εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και έφερε βεβαίωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης του από τον υπάλληλο που ενήργησε την εκτύπωση. Επομένως τα προσκομισθέντα σε φωτοτυπίες αποσπάσματα δεν αποτελούσαν νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία και δεν είχαν αποδεικτική δύναμη ίση με τα πρωτότυπα, το δε Εφετείο που δέχθηκε αυτά προς στήριξη της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 Κ.Πολ.Δικ. και γι αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός πρόσθετος λόγος αναίρεσης. Ένα όμως μέλος του Δικαστηρίου, η αρεοπαγίτης Ρένα Ασημακοπούλου έχει τη γνώμη ότι, η σαφής έννοια των παραπάνω παραδοχών του Εφετείου είναι ότι στα κείμενα που εκτυπώθηκαν απ΄ ευθείας από το σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή της αναιρεσίβλητης και τα οποία κείμενα ονομάζει το εφετείο, αδόκιμα ίσως, «φωτοτυπίες», τέθηκαν οι υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης «για τη γνησιότητα των κειμένων αυτών, «φωτοτυπιών», δηλαδή τη βεβαίωση ότι τα κείμενα αυτά εκτυπώθηκαν απ΄ ευθείας από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και ότι τα κείμενα αυτά «φωτοτυπίες» με τις υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης, που αποτελούν σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, τα πρωτότυπα των επίμαχων φωτοτυπικών αντιγράφων, παραδόθηκαν στο δικηγόρο ….., ο οποίος βεβαίωσε με την υπογραφή του και τη σφραγίδα του, ότι οι φωτοτυπίες των επίμαχων κειμένων του ηλεκτρονικού υπολογιστή, που τα κατείχε τη στιγμή της βεβαίωσης αυτής, αποτελούν ακριβή αντίγραφα των κειμένων αυτών. Επομένως, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, έπρεπε να απορριφθεί ο σχετικός αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης ότι τα αναφερόμενα στην επίδικη διαταγή πληρωμής και την προσβαλλόμενη απόφαση αντίγραφα αποσπασμάτων από τα βιβλία της αναιρεσίβλητης, δεν αποτελούν νόμιμα αντίγραφα των πρωτοτύπων αποσπασμάτων των βιβλίων αυτών που εκτυπώθηκαν από τον Η/Υ της αναιρεσίβλητης.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 476/2004 απόφαση του Εφετείου Θράκης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, την οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2006. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 31 Μαΐου 2006.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *