Τελευταία ενημέρωση την 18 Μαρ 2012 — 17:22
Άρειος Πάγος 1272/2004
Περίληψη
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ συνάγεται ότι για την ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της υπό το κράτος απειλής καταρτισθείσας δικαιοπραξίας η οποία, μετά την ακύρωσή της αυτή, εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται πλην άλλων, η απειλή να ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, το δε απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν. Η απειλή πρέπει να είναι σοβαρή, ήτοι πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθενται σε κίνδυνο ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, τιμής ή περιουσίας του ίδιου ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 του ιδίου Κώδικα, δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη λογικώς σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου, και η αντίθεση της δικαιοπραξίας προς αυτά κρίνεται εκ του περιεχομένου της, ενόψει και του συνόλου των περιστάσεων που τη συνοδεύουν και όχι μεμονωμένα εκ του κινήσαντος αυτήν αιτίου ή του υποκειμένου σε αυτή σκοπού (ΟλΑΠ 398/1975). Δηλαδή η ανηθικότητα που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία πρέπει να προκύπτει είτε από το περιεχόμενό της είτε σε συνδυασμό με το σκοπό και τα ελατήρια των δικαιοπρακτούντων που τελούν σε γνώση ή υπαίτια άγνοια του ανήθικου περιεχομένου. Η εκ του άρθρου 150 ακυρωσία της δήλωσης βούλησης συνεπεία απειλής δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στην κατ’ άρθρο 178 ΑΚ ακυρότητα, όταν εκτός του ανεπίτρεπτου κατ’ αυτήν επηρεασμού της βούλησης δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά επηρεάζοντα τον γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 179 του ιδίου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178, ορίζεται ότι «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά ή ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή».
Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής-καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη λόγω αντίθεσής της στα χρηστά ήθη απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς τρία στοιχεία και δη: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, δεν αποκλείεται όμως και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά την γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα. Ως κουφότητα του συμβαλλομένου νοείται η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του, ως απειρία δε η έλλειψη της απαιτουμένης συνήθως πείρας ως προς τις συναλλαγές και τη ζωή γενικά έστω και αναφορικά προς ένα συγκεκριμένο τομέα.
Κείμενο Απόφασης
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Ανάργυρο Πλατή, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη και Αχιλλέα Νταφούλη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 1 Οκτωβρίου 2004, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ.Β. του Κ., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γκολφίνο Γκολφινόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Θ.Ο. του Θ., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Πολυχρονίου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6 Ιουλίου 1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 920/2000 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6577/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15 Ιουλίου 2003 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Βούλγαρης, ανάγνωσε την από 20 Σεπτεμβρίου 2004 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ συνάγεται ότι για την ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της υπό το κράτος απειλής καταρτισθείσας δικαιοπραξίας η οποία, μετά την ακύρωσή της αυτή, εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, απαιτείται πλην άλλων, η απειλή να ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη, το δε απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν. Η απειλή πρέπει να είναι σοβαρή, ήτοι πρόσφορη να εμπνεύσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθενται σε κίνδυνο ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο αγαθά της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, ελευθερίας, τιμής ή περιουσίας του ίδιου ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 του ιδίου Κώδικα, δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη λογικώς σκεπτομένου κοινωνικού ανθρώπου, και η αντίθεση της δικαιοπραξίας προς αυτά κρίνεται εκ του περιεχομένου της, ενόψει και του συνόλου των περιστάσεων που τη συνοδεύουν και όχι μεμονωμένα εκ του κινήσαντος αυτήν αιτίου ή του υποκειμένου σε αυτή σκοπού (ΟλΑΠ 398/1975). Δηλαδή η ανηθικότητα που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία πρέπει να προκύπτει είτε από το περιεχόμενό της είτε σε συνδυασμό με το σκοπό και τα ελατήρια των δικαιοπρακτούντων που τελούν σε γνώση ή υπαίτια άγνοια του ανήθικου περιεχομένου. Η εκ του άρθρου 150 ακυρωσία της δήλωσης βούλησης συνεπεία απειλής δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στην κατ’ άρθρο 178 ΑΚ ακυρότητα, όταν εκτός του ανεπίτρεπτου κατ’ αυτήν επηρεασμού της βούλησης δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά επηρεάζοντα τον γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 179 του ιδίου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178, ορίζεται ότι «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά ή ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή».
Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη προκύπτει ότι για να χαρακτηρισθεί δικαιοπραξία ως αισχροκερδής-καταπλεονεκτική και συνεπώς άκυρη λόγω αντίθεσής της στα χρηστά ήθη απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς τρία στοιχεία και δη: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, δεν αποκλείεται όμως και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά την γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σε αυτήν ανήθικο χαρακτήρα. Ως κουφότητα του συμβαλλομένου νοείται η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του, ως απειρία δε η έλλειψη της απαιτουμένης συνήθως πείρας ως προς τις συναλλαγές και τη ζωή γενικά έστω και αναφορικά προς ένα συγκεκριμένο τομέα.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων, με την από 6-7-1999 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ιστορούσε τα εξής: Ότι, δυνάμει του από 1-7-1986 ιδιωτικού συμφωνητικού, μίσθωσε από τον εναγόμενο (αναιρεσίβλητο) ένα ακίνητο επί της συμβολής των οδών Π. 7 και Δ. (Κυψέλη), εμβαδού 98 τ.μ. προκειμένου να το χρησιμοποιήσει σαν ξυλουργικό εργαστήριο, για μία διετία (1-7-1986 έως 30-6-1988) αντί του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος των 18.000 δραχμών και πλέον 3% τέλους χαρτοσήμου. Ότι ειδικότερα συμφωνήθηκαν στο ως άνω συμφωνητικό και τα εξής: α) ότι το μίσθωμα μετά πάροδο διετίας θα αναπροσαρμόζεται στο ποσό των 20.000 δραχμών, από δε το τέταρτο μισθωτικό έτος κατά ποσοστό 15% ετησίως, β) ότι (συμφωνήθηκε) ακόμη να αναγραφεί εικονικώς ότι μισθωτής είναι ο πατέρας του Κ.Β., προκειμένου αυτός (πατέρας του) να εμφανίζεται στο ΤΕΒΕ ως έχων την έδρα της βιοτεχνίας του στο ως άνω εργαστήριο, επειδή είχε κλείσει, για λόγους υγείας, το δικό του ξυλουργείο επί της οδού Ε. 1 και ότι, μετά την συνταξιοδότηση του πατέρα του θα υπογραφόταν νέο μισθωτήριο επ’ ονόματι τούτου (αναιρεσείοντα) και η μίσθωση θα συνεχιζόταν με τους αυτούς όρους, με το αυτό μίσθωμα και με ποσοστό αναπροσαρμογής 15% ετησίως, γ) ότι πραγματικός μισθωτής στην ως άνω μίσθωση (αρχική) ήταν ο αναιρεσείων, ο οποίος ήταν και ο υπόχρεος καταβολής του μισθώματος. Ότι την 5-5-1987, με το ταυτόχρονο συμφωνητικό ο αναιρεσείων και πατέρας του συνέστησαν την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία Γ.Β. και Σια ΟΕ, με έδρα την ως άνω διεύθυνση του ξυλουργικού εργαστηρίου (Π. 7), της οποίας διαχειριστής και ταμίας και ουσιαστικός εταίρος με ποσοστό 97% ήταν ο αναιρεσείων. Ότι στην ίδρυση της εν λόγω εταιρείας προέβησαν προκειμένου να καταστεί φανερή η άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του αναιρεσείοντα στο μνησθέν ως άνω κατάστημα της οδού Π. 7, το οποίο φαινομενικώς (εικονικώς) ήταν μισθωμένο επ’ ονόματι του πατέρα του και να είναι δυνατή και η εγγραφή αυτού (του αναιρεσείοντος) στο ΤΕΒΕ, περιστατικά τα οποία γνώριζε ο αναιρεσίβλητος. Ότι η ανωτέρω εταιρεία λύθηκε την 2-1-1992, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας του αναιρεσείοντος και συνήφθη το με την αυτή ημερομηνία συμφωνητικό μεταξύ αυτού και του εναγομένου (αναιρεσιβλήτου). Ότι μετά την 1-7-1988 και εφεξής, και μέχρι την 1-11-1991, υπό το κράτος των κατωτέρω απειλών τις οποίες μετήλθε εναντίον του ο αναιρεσίβλητος (εναγόμενος) και συγκεκριμένα ότι: 1) θα καταγγείλει στην αστυνομία τον αναιρεσείοντα διότι το ως άνω ξυλουργικό εργαστήριό του εστερείτο αδείας λειτουργίας, 2) ότι θα ασκήσει αγωγή εξώσεως κατά του μισθωτή – πατέρα του γιατί συνέστησε την ως άνω εικονική εταιρεία, 3) γιατί κατασκεύασε πατάρι στο μίσθιο, χωρίς έγγραφη συναίνεσή του (ενώ είχε την προφορική του τοιαύτην) και 4) ότι δήθεν έκανε κακή χρήση του μισθίου ή ότι δήθεν χρεωστούσε ενοίκια (ενώ τα είχε καταβάλει χωρίς απόδειξη), και προκειμένου να αποφύγει τις κατ’ αυτού ως άνω μηνύσεις και αγωγές εξώσεως που θα είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσουν σε αυτόν, λόγω του κλεισίματος του ως άνω ξυλουργείου, οξύτατο οικονομικό πρόβλημα (εν όψει και των αυξημένων δαπανών για την αντιμετώπιση των αναγκών διαβίωσης της πενταμελούς οικογένειάς του – με τρία ανήλικα τέκνα), αναγκάστηκε να συνάψει μετά του αναιρεσιβλήτου τις από 1-7-1988, 1-1-1989, 1-8-1989, 1-4-1990, 1-9-1990 και 1-11-1991 συμφωνίες, βάσει των οποίων κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο: α) 3.910.348 δραχμές κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-1988 έως 30-6-1999 πλέον του κανονικού και του δυναμένου να επιτευχθεί στην αγορά μισθώματος για το μίσθιο κατάστημα (και για το ως άνω χρονικό διάστημα), β) για αυξημένο τέλος χαρτοσήμων (λόγω αυξημένων μισθωμάτων) το ποσό των 140.773 δραχμών, γ) για εγγύηση 256.600 δραχμές και δ) για συμπληρωματικό φόρο 189.856 δραχμές και ε) για μη οφειλόμενα μισθώματα το ποσό των 266.000 δραχμών. Με βάση το εκτεθέν περιεχόμενο ζήτησε να κηρυχθούν άκυρες ως αντικείμενες στα χρηστά ήθη οι ως άνω δικαιοπραξίες και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να καταβάλει σε αυτόν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά κατά τα οποία κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος.
Με το εκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή είναι μη νόμιμη και επομένως απορριπτέα, γιατί δεν είναι ικανά τα στοιχειοθετούντα την αγωγή ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθινά υποτιθέμενα, να θεμελιώσουν περίπτωση δικαιοπραξίας αντικείμενης στα χρηστά ήθη και συνεπώς ως εκ τούτου άκυρης. Και τούτο γιατί ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, ο οποίος φέρεται ότι, υπό την επήρεια των ως άνω απειλών που μετήρχετο κατά αυτού ο αναιρεσίβλητος, συνήψε τις αναφερόμενες στην αγωγή δικαιοπραξίες βάσει των οποίων κατέβαλε τα ως άνω χρηματικά ποσά (αυξημένα ενοίκια κ.λ.π.), μπορούσε να αποτρέψει τα εκ των ως άνω απειλών αποτελέσματα αμυνόμενος στην κατά αυτού έγερση των αναφερομένων στην αγωγή αβασίμων μηνύσεων και αγωγών δια των νομίμων μέσων ενώπιον των δικαστηρίων, από την κρίση των οποίων και μόνον εξαρτώνταν η ευδοκίμηση ή μη των αγωγών και μηνύσεων τούτων (που αποτελούσαν το κατά αυτού απειλούμενο κακό) και να μην επαναλαμβάνει έξι φορές την κατάρτιση των ως άνω δικαιοπραξιών εντός του χρονικού διαστήματος από 1-7-1988 έως 1-1-1991. Σημειωτέον ότι ο αναιρεσείων (ενάγων) δεν εκθέτει γιατί δεν προέβαινε σε μίσθωση άλλου μισθίου με ανάλογο μίσθιο προς εκείνο του επιδίκου μισθίου.
Η αυτή αγωγή δεν δύναται να θεμελιωθεί, βάσει των εκτιθεμένων σε αυτήν, στο άρθρο 179 ΑΚ, γιατί δεν διαλαμβάνονται, πλην άλλων, περιστατικά που να συνιστούν υπερβολική δέσμευση της ελευθερίας του αναιρεσείοντος ή εκμετάλλευση γενικώς των αναγκών αυτού, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν εκθέτει τους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν στη διατήρηση και συνέχιση της μίσθωσης του συγκεκριμένου μισθίου ακινήτου και στη σύναψη των προσβαλλόμενων συμφωνιών.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι, όπως διευκρινίζεται και στο αναιρετήριο (σελ. 23), ο ενάγων ζητεί την ακύρωση των προαναφερόμενων δικαιοπραξιών μόνον ως αντικειμένων στα χρηστά ήθη (όχι και ως καταπλεονεκτικών, ουδέ ως ακυρωσίμων λόγω πλάνης, περίπτωση για την οποία η αγωγή θα ήταν απορριπτέα λόγω της και αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενης υπ’ όψη από το δικαστήριο της ουσίας διετούς αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 157 ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, το Εφετείο το οποίο έκρινε ως μη νόμιμη (κατά το εκτεθέν αυτής μέρος) την αγωγή, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ. Για αυτό και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος.
Η αγωγή, κατά το μέρος αυτής βάσει του οποίου διώκεται να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να του καταβάλει το ποσό των 10.000.000 δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την σύναψη των ως άνω αντικείμενων στα χρηστά ήθη συμφωνιών για αύξηση του μισθώματος του προαναφερομένου μισθίου ακινήτου, είναι απορριπτέα ως αόριστη, γιατί υπό τα εκτιθέμενα και ήδη μνημονευθέντα στην αγωγή περιστατικά δεν θεμελιώνεται τέλεση σε βάρος του αναιρεσείοντος αδικοπραξίας εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου, προϋπόθεση απαραίτητη για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ. Υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν μπορεί θεμελιωθεί αξίωση επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλαβης ούτε κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ.
Συνεπώς, το Εφετείο το οποίο απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεν έσφαλε, και ο τα αντίθετα υποστηρίζων από το άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι τα αναφερόμενα στη σελ. 27 του αναιρετηρίου περιστατικά προς θεμελίωση της πράξης της αισχροκέρδειας (άρθρο 405 ΠΚ), με βάση την οποία ως αδικοπραξία ζητεί χρηματική ικανοποίηση το ως άνω ποσό λόγω ηθικής βλάβης ο αναιρεσείων, δεν περιείχοντο στην αγωγή.
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπεία ανυπάρκτου ή αντιφατικής ή ανεπαρκούς αιτιολογίας στερείται νομίμου βάσεως και εντεύθεν καθίσταται ανέφικτος ο ακυρωτικός έλεγχος της ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Εκ τούτου έπεται ότι αυτός ο λόγος αναίρεσης προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή αντιφάσεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος πρότασης της προσβαλλόμενης απόφασης επί ζητήματος που ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης.
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 29 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα για ανεπάρκεια και αντίφαση αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης αναφορικά με τη μη επιδίκαση του ποσού των 266.000 δραχμών το οποίο υποχρεώθηκε ο αναιρεσείων να καταβάλει για μη οφειλόμενα μισθώματα είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η αγωγή έγινε δεκτή ως νόμω και (εν μέρει) ουσία βάσιμη μόνο κατά το μέρος αυτής βάσει του οποίου των 64.000 δραχμών για τέλος ύδρευσης το οποίο και κατέβαλε ο αναιρεσείων στον αναιρεσίβλητο, ενώ κατά τα λοιπά, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω κεφάλαιο για μη οφειλόμενα μισθώματα των 266.000 δραχμών, κρίθηκε κατά τα ανωτέρω και τα αναφερόμενα ειδικότερα στην προσβαλλόμενη ως νόμω αβάσιμη και αόριστη.
Επίσης είναι απορριπτέος ο τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος αυτού με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη από το άρθρο 559 παρ. 11 ΚΠολΔ αναφορικά προς το μέρος κατά το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή ως μη νόμιμη (αόριστη) γιατί η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει ουσιαστική κρίση (Ολομ. ΑΠ 3/1997).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσβάλλει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου για παράβαση της ως άνω διάταξης, ήτοι για αντιφατικές διατάξεις. Ειδικότερα, για το ότι, ενώ το Εφετείο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεσή του και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου με την οποία είχε απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή του, εντούτοις υποχρέωσε τον αναιρεσίβλητο να καταβάλει σε αυτόν μόνο το ποσό των 51.200 δραχμών και όχι το συνολικώς με την αγωγή του αιτηθέν ποσό των 14.827.977 δραχμών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει αντιφατικές διατάξεις με το να διαλάβει στο διατακτικό της τα ανωτέρω, αφού όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της δεν εξαφάνισε στο σύνολό της την εκκαλούμενη απόφαση αλλά μόνον κατά το μέρος που αναφερόταν στο κεφάλαιο περί τέλους ύδρευσης, κατά παραδοχή του λόγου έφεσης που αναφερόταν στο κεφάλαιο αυτό.
Επειδή κατά το άρθρο 559 παρ. 9 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση (και) αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Τέτοια αίτηση είναι και το εισαγωγικό αίτημα για επιδίκαση τόκων υπερημερίας (από την επίδοση της αγωγής). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 παρ. 9 ΚΠολΔ και ειδικότερα για το λόγο ότι το Εφετείο επιδίκασε μεν στον αναιρεσείοντα το ποσό των 51.200 δραχμών, δεν επιδίκασε όμως τόκους υπερημερίας, από την επίδοση της αγωγής, όπως είχε με αυτήν ζητηθεί. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος, δεδομένου ότι πράγματι δεν έχουν επιδικασθεί τόκοι υπερημερίας επί του ως άνω κεφαλαίου, τους οποίους, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αγωγής, είχε ζητήσει ο αναιρεσείων. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό (μη επιδίκαση τόκων επί του επιδικασθέντος ποσού των 51.200 δραχμών) η προσβαλλόμενη απόφαση.
Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 6577/2000 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος αυτής που αναφέρεται στο αιτιολογικό.
Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση προς περαιτέρω έρευνα στο ίδιο Εφετείο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία καθορίζει το ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2004.