Τελευταία ενημέρωση την 18 Μαρ 2012 — 16:37
Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου 1563/2008
Περίληψη
Αναστολή αναγκαστικής εκτέλεσης – Τράπεζες – Σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό – Ρύθμιση οφειλής -.Υποχρέωση τραπεζών για επανακαθορισμό της απαίτησής τους, που προκύπτει αυτεπάγγελτα, από το νόμο, χωρίς να απαιτείται η υποβολή αίτησης, η οποία υποβάλλεται μόνο για την ρύθμιση της οφειλής που θα προκύψει μετά τον υποχρεωτικό επανακαθορισμό της όποιας οφειλής. Υπάγονται σε επανακαθορισμό το σύνολο των τραπεζικών συμβάσεων, οποτεδήποτε αυτές συναφθούν, χωρίς διάκριση του χρόνου καταγγελίας της σύμβασης.
Κείμενο Απόφασης
Αποτελούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τρυφωνόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26-9-2008 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: 1) Ε. Π. του Π., και 2) Σ., θυγ. Α. Μ., συζ. Ε. Π., κατοίκων Νέας Σμύρνης Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Τσιράκη.
Της καθ’ ης η αίτηση: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS A.E.», που εδρεύει στην Αθήνα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Στυλιανή Νικολαΐδου.
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 23-9-2008 αίτηση τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΑΕΦ/1571, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή και γράφτηκε στο έκθεμα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σία έγγραφα σημειώματα τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 2 κάθε διάδικος ή τρίτος, έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη. Η επίδειξη αυτή, εφόσον ο κάτοχος είναι τρίτος, μπορεί να ζητηθεί με παρεμπίπτουσα αγωγή (αρθ. 451 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώ η εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαίτησης που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξεως (αρθρ. 452 παρ. 1 ΚΠολΔ). Προϋποθέσεις για την επίδειξη εγγράφου, είναι εκτός της υποβολής σχετικού αιτήματος, ο προσδιορισμός του εγγράφου και του περιεχομένου του, η κατοχή του εγγράφου απ’ τον καθ’ ου, η δυνατότητα χρησιμοποίησης αυτού ως αποδεικτικού μέσου και το έννομο συμφέρον του αιτούντος (Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ αρθρ. 450. 10, με περαιτέρω παραπομπές). Γίνεται δεκτό ότι ενόψει της επιβράδυνσης η οποία επέρχεται, για την επίδειξη εγγράφου, με την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης, σε επείγουσες περιπτώσεις είναι δυνατή η επίδειξη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, βάσει των άρθρων 682 παρ.1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, εφόσον γίνεται σχετική επίκληση ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος. Στηρίζεται η άποψη δε αυτή στο άρθρο 731 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξεως από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση (ΠΠρΑΘ 4129/96 ΕλλΔνη 37.714, ΠΠρΠειρ. 1154/86 ΕλλΔνη 15.17, ΜΠρΘεσ. 23434/01 Αρμ.2002.1186, ΜΠρθεσ. 7106/94 Αρμ. ΜΗ’ 668, ΜΠρΑΘ 10575/85 ΕλλΔνη 26.1418, ΜΠρΑθ 17453/83 ΕλλΔνη 25.1227, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Ειδ.Ενοχ. αρθρ. 902, παρ.2, σελ. 628, Τζίφρα Ασφ. Μέτρα εκδ.3η, σελ. 321, Κρουσταλάκη Δ 21,651, ΜΠρΑΘ 1516/84ΝοΒ 32.1575).
Με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούντες, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον τους και ισχυριζόμενοι ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη, ζητούν ν’ ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται δυνάμει της ι»ι’ αριθμ. 359/22-10-2007 κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας και της υπ’ αριθμ. 424/10-7-2008 Γ’ επαναληπτικής περίληψης αυτής, που συνετάγησαν από τη δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο αυτό Α. Μ., με επίσπευση της καθ’ ης εις βάρος της ακίνητης περιουσίας τους, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που άσκησαν νομότυπα κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης. Περαιτέρω, οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτηση ζητούν σωρευτικά να υποχρεωθεί η καθ’ ης η αίτηση να τους χορηγήσει προσωρινά ακριβές αντίγραφο του αναλυτικού λογαριασμού που τηρεί από τη χορήγηση της επίδικης πίστωσης που χορήγησε, από τον οποίο να προκύπτουν οι τόκοι υπερημερίας και τα ποσά που πληρώθηκαν μέχρι σήμερα και αντίγραφα του συνόλου των εξοφλητικών αποδείξεων των επιμέρους δαπανών της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται στην κατοχή της.
Η αίτηση ασκήθηκε εμπρόθεσμα (αρθρ. 938 παρ. 3 εδ. β’ ΚΠολΔ), αρμόδια δε καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό με την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ (αρθρ. 938 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠολΔ) και, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ σε συνδυασμό μ’ εκείνη του άρθρου 933 του ίδιου κώδικα, εκτός από το αίτημα χορήγησης αντιγράφων του αναλυτικού λογαριασμού και επίδειξης εγγράφων που πρέπει ν’ απορριφθεί, καθόσον οι αιτούντες κανένα λόγο κατεπείγοντος ή κίνδυνο απώλειας ή καταστροφής των ανωτέρω εγγράφων επικαλούνται στην ένδικη αίτηση για να δικαιολογηθεί η αιτούμενη επίδειξη εγγράφων και γι’ αυτό πρέπει ν’ απορριφθεί λόγω έλλειψης νόμιμου λόγου χορήγησης του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου.
Με το άρθρο 30 του ν.2789/2000 “προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19-5-1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα, διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων” ορίστηκαν, μεταξύ άλλων και τα εξής: Α) Η συνολική οφειλή από τόκους που παρήχθησαν από δανειακές συμβάσεις (αλληλόχρεους ή ανοιχτούς λογαριασμούς), οι οποίες έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες) δεν δύναται να υπερβεί το πολλαπλάσιο της σχετικής απαίτησης των εν λόγω ιδρυμάτων κατά του δανειολήπτη, όπως η απαίτηση αυτή έχει διαμορφωθεί στο χρόνο κατά τον οποίο έκλεισε (με καταγγελία) ο λογαριασμός και ειδικότερα: α) εάν το κλείσιμο έγινε μέχρι και στις 31-12-1985, τότε η οφειλή από τόκους δεν άπορα να υπερβεί το τετραπλάσιο της απαίτησης, β) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-14986 μέχρι και 31-12-1990 τότε η οφειλή από τόκους δεν απορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της απαίτησης και γ) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1991 μέχρι 15-4-1996 τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο της απαίτησης. Β) Εάν η οφειλή προέκυψε από σύμβαση δανείου, τότε στη βάση υπολογισμού δεν περιλαμβάνονται τόκοι από ανατοκισμό (παρ. 1 εδάφιο β’). Γ) Καταβολές που έχουν γίνει από τους οφειλέτες ή τρίτους χάριν αυτών μετά τις ανωτέρω ημερομηνίες, αφαιρούνται από την οφειλή των τόκων, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά την παράγραφο 1 εδ. α’ (παρ. 2 εδάφιο α’). Δ) Οι υφιστάμενες ασφάλειες που έχουν παρασχεθεί στα πιστωτικά ιδρύματα από τους οφειλέτες, εγγυητές ή τρίτους εξακολουθούν να ισχύουν και ασφαλίζουν εφεξής το κεφάλαιο και τους τόκους που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή κατά τις παραγράφους 1 και 2 (παράγραφος 3). Ε) Από την ισχύ του παρόντος νόμου, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται: α)να γνωστοποιήσουν στους οφειλέτες (των οποίων οι οφειλές εμπίπτουν στην ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 30) το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους, β) να μην λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή (όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2) μέχρι και στις 30-4-2000 και γ) να μην αρχίσουν ή να συνεχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης από 11 Φεβρουαρίου μέχρι 31 Οκτωβρίου 2000 (παράγραφος 4). ΣΤ) Το ποσό της οφειλής (όπως θα διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2) θα εκτοκίζεται από 1-5-2000 και επί ένα εξάμηνο. Μετά το εξάμηνο αυτό, εάν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά η οφειλή αυτή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας και οι παραγόμενοι τόκοι θα εκτοκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν.2601/1998 “ενισχύσεις ιδιωτικών επενδύσεων, ανατοκισμός, φορολογία κλπ. (παράγραφος 5). Ζ) Τα πιστωτικά ιδρύματα με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος νόμου, δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τον τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 (παράγραφος 6). Η) Από 1-11-2000 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 και με την προϋπόθεση ότι τα πιστωτικά ιδρύματα με δήλωση τους, σε οποιοδήποτε στάδιο διαδικασίας, θα προσδιορίζουν το οφειλόμενο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό της απαίτησης (παράγραφος 7). Εξάλλου, οι ανωτέρω παράγραφοι 4 περ. β’ και 7 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν.2873/2000 “φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 285 τ. α’ της 28-12-2000) και ορίστηκε αντιστοίχως ότι: 1) τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και να μην συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι και 31-3-2001 και 2) από 1-4-2001 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του ν.2789/2000, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο ποσό κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό της απαίτησης (οι αμέσως προηγούμενες τροποποιήσεις ίσχυσαν από 31-10-2000 κατά το άρθρο 47 παρ. 2 του τελευταίου νόμου). Τέλος οι ανώτερο) παράγραφοι 1 εδαφ. α’ και 4 εδαφ. β’ του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 (όπως είχε κατά τα διαληφθέντα τροποποιηθεί με το άρθρο 47 παρ. 2 του ν. 2773/2000) αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 42 παράγραφοι και 2 του ν. 2912/2001 “προσαρμογή στις διατάξεις της Οδηγίας 94/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη θέσπιση βασικών αρχών που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων Πολιτικής Αεροπορίας κλπ.” (ΦΕΚ τ. Α79-5-2001). Κατά τη διάταξη του άρθρου αυτού (42 παρ. 1 και 2 του ν. 2912/2001): 1) η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση που παρήχθησαν από κάθε είδους δανειακές συμβάσεις (αλληλόχρεους ανοικτούς λογαριασμούς), οι οποίες έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες) δεν δύναται να υπερβεί το πολλαπλάσιο της σχετικής απαίτησης των εν λόγω ιδρυμάτων κατά του δανειολήπτη, όπως η απαίτηση αυτή έχει διαμορφωθεί στο χρόνο κατά τον οποίο έκλεισε με καταγγελία ο λογαριασμός και ειδικότερα: α) εάν το κλείσιμο έγινε μέχρι, και την 31-12-1985, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το τετραπλάσιο της απαίτησης, β) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1986 μέχρι και 31-12-1990, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της απαίτησης και γ) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1991 μέχρι και την 31-12-2000, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο της απαίτησης. 2) Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και να μην συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι και την 31-12-2001 και 3) από 1-1-2002 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παρ.1 του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, εφόσον έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 6 του εν λόγω άρθρου και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό της απαίτησης. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτουν, εκτός των άλλων ότι: α) ο νόμος αυτός εγκαθίδρυσε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους δάνεια ή πιστώσεις, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει μέχρι την 31-12-2000 ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει ορισμένα “πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων” πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος β) η ως άνω υποχρέωση επανακαθορισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβάλλεται ως γενικός όρος για την ικανοποίησή τους, ενώ οι εξαιρέσεις (άρθρο 30 παρ. 9) από τη διαδικασία αυτή προβλέπονται, περιοριστικά και ως τέτοιες πρέπει να ερμηνεύονται στενά, γ) οι ως άνω απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων από την ισχύ του ανωτέρω νόμου κατέστησαν ex lege απαιτήσεις υπό όρο, εξαρτώμενες από τη διαδικασία του επανακαθορισμού τους “σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2789/2000”, όπως τροποποιήθηκε. Αποτέλεσμα δε τούτου είναι ότι οι απαιτηθείς των πιστωτικών ιδρυμάτων που απορρέουν από τραπεζικές δανειακές συμβάσεις κατέστησαν ήδη απαιτήσεις μη βέβαιες με την έννοια του άρθρου 915 του ΚΠολΔ, ως απαιτήσεις εξαρτημένες από την πραγματοποίηση του όρου (βλ. σχετ. ΕφΑθ 117/2004 αδημ.). Από άποψη αναγκαστικής εκτελέσεως αυτό σημαίνει ότι η επισπεύδουσα τράπεζα δεν μπορεί να επισπεύσει έγκυρα αναγκαστική εκτέλεση, αν δεν προαποδείξει τη βεβαιότητα της εκτελούμενης απαίτησης της με έγγραφο, όπως επιτάσσει το άρθρο 915 του ΚΠολΔ και αν δεν συγκοινοποιήσει με την επιταγή της το έγγραφο αυτό (άρθρο 924 ΚΠολΔ) δ) ο σχετικός περί τούτου ισχυρισμός του οφειλέτη συνιστά λόγο ανακοπής κατά της εκτέλεσης που αφορά, εκτός από την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και την απαίτηση και ασκείται εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, δηλαδή μπορεί να στηρίξει εμπρόθεσμα ανακοπή έως και τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού, ακόμη και αν συμπροσβάλλεται και το κύρος της επιταγής ή μη (βλ. ΕφΑΘ 9512/1984, ΕλλΔνη 1985. 686, Εφθεσ 80/1996 Αρμ. 1996.367). Εξάλλου από το γράμμα του άρθρου 30 παρ. 43 του ν.2789/2000 και συγκεκριμένα από τη γενική διατύπωση της διάταξης, προκύπτει ότι η αναστολή εκτελέσεως που επιτάσσεται με αυτήν, καλύπτει όλες τις οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, χωρίς να γίνεται διάκριση αυτών που υπόκεινται ή όχι σε “επανακαθορισμό” με βάση τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού. Απεναντίας το άρθρο 30 παρ. 7 του νόμου αυτού, αναφέρεται ρητά μόνο στις απαιτήσεις που υπάγονται στη ρύθμιση του άρθρου 30 παρ.1 (σε “επανακαθορισμό” δηλαδή) και καθορίζει όχι αν θα υπάρξει αναστολή εκτελέσεως, αλλά τις ειδικότερες προϋποθέσεις άσκησης της αναστολής, από τις οποίες θα μπορεί να επισπεύδεται στις περιπτώσεις του άρθρου 30 παρ. 1 η αναγκαστική εκτέλεση. Τούτο δε διότι σκοπός της γενικής αναστολής εκτελέσεως που χορηγείται με το άρθρο 30 παρ. 4β είναι, εκτός από τους ευνόητους λόγους επιείκειας προς τον οφειλέτη, η ανάγκη να επιτευχθεί η ομαλή εφαρμογή του άρθρου 30 παρ. 1 του ν.2789/2000 για την αντιμετώπιση των αμφισβητούμενων ακόμη περιπτώσεων. Περαιτέρω με τους προαναφερθέντος νόμους καθιερώνεται ευνοϊκή διάκριση των δανειοληπτών από τα πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων τυχαία οι οικείες συμβάσεις έληξαν διαδοχικά κατά τα χρονικά διαστήματα: 1) μέχρι στις 15-4-1998 (δυνάμει του ν. 2789/2000) και 2) μέχρι στις 31-12-2001 (δυνάμει του ν.2912/2001), αφού ως προς τους δανειολήπτες αυτούς απαγορεύτηκε η αναγκαστική εκποίηση περιουσιακών στοιχείων τους προς ικανοποίηση των κατ’ αυτών αξιώσεων των τραπεζών, κατά το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου 2000 έως Δεκεμβρίου 2001, με αποτέλεσμα, κατά τον κανόνα διαχρονικού δικαίου tempus regit acium να εμφανίζονται έγκυροι οι αναγκαστικοί πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων δανειοληπτών από τα πιστωτικά ιδρύματα οι οποίοι (πλειστηριασμοί) διενεργήθηκαν υπό την ισχύ του ν.2789/2000 εντός της χρονικής περιόδου Φεβρουαρίου – Οκτωβρίου 2000 (κατά την οποία είχαν απαγορευθεί οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης), επειδή τυχαία οι σχετικοί αλληλόχρεοι λογαριασμοί είχαν κλείσει μετά την 15-4-1998, οπότε η οφειλή τους δεν είχε ακόμη συμπεριληφθεί στην ευνοϊκή ρύθμιση του άρθρου 1 εδάφιο α’ του νόμου αυτού. Η διάκριση αυτή, μεταξύ αφενός μεν των τελευταίων αυτών δανειοληπτών των τραπεζών και αφετέρου εκείνων των οποίων οι αλληλόχρεοι λογαριασμοί έκλεισαν τυχαία μέχρι και στην ανωτέρω ημεροχρονολογία είναι αδικαιολόγητη, αφού δεν υφίσταται εξ αντικειμένου ανάγκη να εξαιρεθούν από την ευνοϊκή ρύθμιση του ν. 2789/2000 οι πρώτοι από τους αναφερθέντες ανωτέρω δανειολήπτες, την ανισότητα δε αυτή θέλησε να άρει ο ν. 2912/2001 που παρέτεινε τη λήξη των λογαριασμών αυτών μέχρι την 31-12-2000. Τέλος κατά το άρθρο 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 οι διατάξεις του νόμου αυτού και επομένως και η υποχρεωτική αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης που διαλαμβάνει η παράγραφος 4 του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν όσα ρυθμίστηκαν ήδη με αναγνώριση χρέους μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι και την 1-2-2000. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 3259/2004 η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή αχούν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. Από τη διατύπωση της παραγράφου αυτής σε συνδυασμό με αυτήν της παραγράφου 12 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως ισχύει, συνάγεται ότι το πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 και 2 του ν. 2912/2001, περιορίστηκε με το άρθρο 1 του ν. 3259/2004 μονό ως προς τα ανώτατα όρια, ήτοι του τετραπλασίου της απαίτησης που οριζόταν με τον παραπάνω νόμο και δεν καταργήθηκαν οι διαβαθμίσεις των οφειλών, ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού. Αντίθετη ερμηνεία θα ήταν πέρα από τη βούληση του νομοθέτη που ήταν η διαμόρφωση ευνοϊκότερων υπολοίπων οφειλών και η διευκόλυνση των οφειλετών, στην αποπληρωμή των προκυπτόντων υπολοίπων. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης και την είσπραξη τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του οφειλέτη ή του εγγυητή, την οποία πρέπει να υποβάλλει μέχρι την 31-10-2004. Στη συνέχεια ορίστηκε ότι η αποπληρωμή της προκύπτουσας οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια 5-7 έτη με περίοδο χάριτος 2 ετών, η δε αποπληρωμή τους θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις (βλ. σχετ. ΕφΑθ 6687/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7183/2007 ΝΟΜΟΣ, ad hoc ΜΠρΑθ 7771/2007 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, απ’ όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των αιτούντων, πιθανολογείται η βασιμότητα του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η απαίτηση της καθ’ ης η αίτηση δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη, αφού υφίσταται ex lege υποχρέωση της να υπαγάγει την υπέρ αυτής οφειλή στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, 42 του Ν. 2912/2001 και 39 του ν. 3259/2004, να επανακαθορίσει την οφειλή και να προαποδείξει τη βεβαιότητα της εκτελούμενης απαίτησης με έγγραφο ή δικαστική απόφαση και με συγκοινοποίηση με επιταγή του εγγράφου αυτού. Ειδικότερα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 705/6-5-1994 σύμβασης παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των υπ’ αριθμ. 705/1/8-6-94, 705/2/23-6-94, 705/3/15-7-94, 705/4/14-3-95, 705/5/31-3-95, 705/6/22-8-95, 705/7/22-8-95, 705/8/4-6-96 και 706/9/27-3-97 προσθέτων πιστώσεων η καθ’ ης η αίτηση χορήγησε στην πρώτη αιτούσα πίστωση μέχρι του συνολικού ποσού των 3.225.806,45 ευρώ. Την πιστή τήρηση των όρων και την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση αυτής εγγυήθηκαν οι δεύτερος και τρίτη αιτούντες. Στις 24-1-2007 η καθ’ ης κατάγγειλε οριστικά τη σύμβαση και έκλεισε οριστικά τους …. και …. λογαριασμούς που ανοίχτηκαν προς εξυπηρέτηση της, οι οποίοι παρουσίασαν συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο 481.799,89 ευρώ και 210.022,21 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά 691.822,10 ευρώ, κάλεσε δε την πιστούχο και τους εγγυητές (αιτούντες) να εξοφλήσουν άμεσα το χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού. Στη συνέχεια κατόπιν αιτήσεως της εκδόθηκε σε βάρος των τελευταίων η υπ’ αριθ. 3085/15-3-2007 διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν ως χρεωστικό υπόλοιπο του κλεισθέντος λογαριασμού το ποσό των 691.822,10 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από 25-1-2007, πλέον εισφοράς του ν. 128/75 των τόκων ανατοκιζόμενων και κεφαλαιοποιούμενων ανά εξάμηνο, δικαστικής δαπάνης 18.680 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας, εξόδων σύνταξης, επίδοσης της κλπ. Δυνάμει της διαταγής αυτής πληρωμής η δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου Α.Μ. δυνάμει της υπ’ αριθμ. 359/22-10-2007 κατασχετήριας έκθεσης κατάσχεσε αναγκαστικά με εντολή της καθ’ ης η αίτηση, τα περιγραφόμενα σ’ αυτήν ακίνητα των αιτούντων τα οποία εκτίθενται σε πλειστηριασμό στις 1-10-2008 δυνάμει της 424/10-7-2008 Γ’ επαναληπτικής περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης. Κατά της αναγκαστικής αυτής εκτέλεσης οι αιτούντες άσκησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα την από 21-9-2008 ανακοπή, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 16-9-2009 με την οποία ζητείται η ακύρωση των ως άνω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης και της Γ’ επαναληπτικής περίληψης της). Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους οι ανακόπτοντες αμφισβητούν αιτιολογημένα το ύψος της οφειλής τους, ισχυριζόμενοι ότι έπρεπε να προηγηθεί ο επανακαθορισμός της οφειλής τους από την καθ’ ης και ότι τούτο δεν έγινε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 1 του ν.2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 2912/2001 και 39 παρ. 1 του ν. 3259/2004, επισπεύδεται δε η εκτέλεση παράνομα και καταχρηστικά, διότι η καθ’ ης δεν έχει υπολογίσει με την παράλειψη αυτή ορθά την οφειλή. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει, διότι, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, οι αιτούντες υπέκειντο στις ρυθμίσεις των νόμων για τα πανωτόκια και η καθ’ ης έπρεπε να επαναπροσδιορίσει την απαίτηση της με βάση το άρθρο 39 του ν. 3259/2004 (βλ. σχετ. ΜΠρΑθ 7771/2007 ΝΟΜΟΣ και ΜΠρΝαυπλ. 961/2008, προσκομιζόμενη, όπου η μη υπαγωγή της οφειλής σε επανακαθορισμό από το πιστωτικό ίδρυμα προσβάλλεται παραδεκτά με ανακοπή και ανεξάρτητα ΟΛΟ προηγούμενη υποβολή αίτησης ρύθμισης από τους πιστούχους, βλ. και αρθρ. 39 παρ. 2 ν. 3259/2004). Περαιτέρω δε, και αν η οφειλή δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο του χορηγηθέντος κεφαλαίου και πάλι υπάγεται στις παραπάνω διατάξεις, διότι στο νόμο δεν γίνεται ειδική μνεία περί αποκλεισμού εκείνων των οφειλών που στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου, ούτε σκοπός του νομοθέτη ήταν να αποκλειστούν εκείνες από τις περιπτώσεις που δεν υπερβαίνουν στο σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών το τριπλάσιο του ληφθέντος δανείου και με τον τρόπο αυτό να αποκλειστούν των ευεργετικών διατάξεων του νόμου που εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια η απαίτηση της καθ’ ης καθίσταται μη εκκαθαρισμένη και μέχρι να προβεί στον επανακαθορισμό δεν μπορεί να προχωρήσει έγκυρα σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των αιτούντων, και ειδικότερα στο παρόν στάδιο αν δεν προαποδείξει το ύψος και τη βεβαιότητα της εκτελούμενης απαίτησης της με έγγραφο (δικαστική αναγνωριστική απόφαση), όπως επιτάσσει το άρθρο 915 ΚΠολΔ και αν δεν συγκοινοποιήσει με την επιταγή της το έγγραφο αυτό (άρθρο 924 ΚΠολΔ), όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους. Επιπλέον πιθανολογείται όπ η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα επιφέρει στους αιτούντες ανεπανόρθωτη βλάβη. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη και να ανασταλεί η διαδικασία της εκτέλεσης που επισπεύδει η καθ’ ης μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσης ανακοπής. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης βαρύνουν τους αιτούντες (άρθρο 178 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕ1 τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος ίων αιτούντων δυνάμει της υπ’ αριθμ. 359/22-10-2007 κατασχετήριας έκθεσης ακινήτων και 424/10-7-2008 Γ’ επαναληπτικής περίληψης της, της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου Α. Μ., μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 21-9-2008 ανακοπής των αιτούντων και υπό τον όρο της συζήτησης της κατά τη δικάσιμο της 16-9-2009.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσιο συνεδρίαση στο ακροατήριο του στο Ναύπλιο στις 29-9-2008.