Τελευταία ενημέρωση την 18 Μαρ 2012 — 16:20
Άρειος Πάγος 1119/2002
Περίληψη
Τραπεζικές δανειοδοτήσεις – Ανατοκισμός – Αναδρομικός ανατοκισμός
Ο κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 296 ΑΚ, 111 του ΕισΝΑΚ και της αποφάσεως Ν.Ε. 289/80 συμφωνούμενος ανατοκισμός έχει τις αυτές συνέπειες όπως και ο υπέρ το ανώτατο θεμιτό όριο συμφωνούμενος τόκος, άρα η συμφωνία είναι άκυρη, ή, αν ο ανατοκισμός επιτρέπεται μέχρι ορισμένου χρόνου ή ποσού, είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον. Η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 Ν. 2601/98, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα του ανατοκισμού μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, έχει ισχύ μόνο για το μέλλον.
Κείμενο
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Γεράσιμο Σιμόπουλο και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Μαϊου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:
Α) Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Θάνο.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ Π.** ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “Π.**”, που εδρεύει στην Ανάβυσσο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αγγελο Πάρσαλη.
Β) Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Θάνο.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ Π.** ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “Π.**”, που εδρεύει στην Ανάβυσσο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αγγελο Πάρσαλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4 Ιανουαρίου 1999 ανακοπή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 730/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και 3562/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23 Ιουλίου 2001 αίτησή της αναιρέσεως, καθώς και τους από 12 Δεκεμβρίου 2001 προσθέτους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Βαρδαβάκης ανέγνωσε την από 3 Ιανουαρίου 2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι χωριστές δικογραφίες με αριθμούς πινακίου 14 και 15, αφορώσες αίτηση αναιρέσεως και προσθέτους επ’ αυτής λόγους κατά της αποφάσεως 3562/2001 του Εφετείου Αθηνών, αφορώσες δηλαδή την αυτή υπόθεση, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω συνάφειας και του ότι διευκολύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης (ΚΠολΔ 246, 573 παρ. 1).
Επειδή, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20. Παραβίαση δε των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ υπάρχει μόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας, ενώ διεπίστωσε ευθέως ή εμμέσως με την απόφαση ότι στη σύμβαση υπάρχει κενό ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως, δεν προσέφυγε στους ανωτέρω ερμηνευτικούς κανόνες ή προσέφυγε αλλά τους εφήρμοσε εσφαλμένως. Με τον πρώτο κύριο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην απόφαση του εφετείου, που έκρινε επί ανακοπής της αναιρεσίβλητης κατά της από 31/3/1998 επιταγής προς πληρωμή με την οποία η αναιρεσείουσα τράπεζα επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σύμφωνα με το ν.δ. 17-7/13-8-1923, η πλημμέλεια ότι το δικαστήριο εσφαλμένως απέκλεισε την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 873 και 361 ΑΚ, δεχθέν ερμηνευτικώς, χωρίς όμως να καταφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ότι οι κατωτέρω συμβάσεις ρυθμίσεως οφειλής εκ δανείων είναι συμβάσεις απλής μόνον επιβεβαιώσεως της οφειλής της αναιρεσίβλητης και δεν έχουν χαρακτήρα συμβάσεων αφηρημένης είτε αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους με δημιουργία νέας αυτοτελούς ενοχής. Από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει ότι το εφετείο, εκτιμώντας το περιεχόμενο των συμβολαιογραφικών πράξεων ρυθμίσεως οφειλής 277402/80 του συμβολαιογράφου Αθηνών Ι.Κ.), καθώς και 239977, 239978, 239979, 239980/92, 241655 και 241656/94 της συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Ζ., μη δεχόμενο δε ουδ’ εμμέσως την ύπαρξη αμφιβολίας ως προς τη δηλωθείσα στις πράξεις αυτές βούληση των μερών, έκρινε ότι έλαβε χώρα δια των ανωτέρω συμβάσεων απλή μόνον αναγνώριση οφειλής, με τη έννοια της επιβεβαιώσεως μόνο του ύψους της οφειλής της αναιρεσίβλητης από τα δάνεια κατά τα αντίστοιχα προς τις πράξεις χρονικά διαστήματα, καθώς και ρυθμίσεως του τρόπου εξοφλήσεώς της, χωρίς πρόθεση των συμβαλλομένων για τη δημιουργία νέας και αυτοτελούς, είτε αναιτιώδους κατά το άρθρο 873 ΑΚ είτε αιτιώδους κατά το άρθρο 361 ΑΚ, ενοχής ανεξάρτητης της αιτίας, ή ανανεώσεως δι’ αποσβέσεως των παλαιών ενοχών. Συνεπώς ο λόγος αναιρέσεως, κατά μεν το μέρος του που αποδίδει στην απόφαση την πλημμέλεια της μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ είναι αβάσιμος, διότι οι διατάξεις αυτές δεν ήσαν εφαρμοστέες αφού κατά τη ανέλεγκτη κρίση του εφετείου δεν υπήρχε ασάφεια ή κενό στις συμβάσεις. Κατά δε το έτερο μέρος του πλήττει, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ, την ανέλεγκτη υπό του εφετείου εκτίμηση του περιεχομένου των ανωτέρω αποδεικτικών εγγράφων και είναι απαράδεκτος.
Επειδή, από την επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ εκτίμηση του δικογράφου της από 4/3/2000 εφέσεως της αναιρεσίβλητης για τη διακρίβωση της βασιμότητας προτεινόμενου λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη πρότεινε ως παράπονα εφέσεως κατά τη αποφάσεως 730/2000 του Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών, που απέρριψε την ανακοπή της, τους ισχυρισμούς, ότι α) δια των συμβάσεων ρυθμίσεως οφειλής δεν καταρτίσθηκε αφηρημένη ή αιτιώδης αναγνώριση χρέους β) η χρέωση εξ ανατοκισμού τόκων είναι παράνομη όπως και η αναγνώριση οφειλής από την αιτία αυτή γ) έγινε υπολογισμός των τόκων υπερημερίας μονομερώς και παρανόμως με επιτόκια ανώτερα των νομίμων ορίων των αποφάσεων της Νομισματικής Επιτροπής και των συναφών πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Επομένως ο δεύτερος κύριος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔικ, που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι το εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς της αναιρεσίβλητης ως πράγματα παρά το ότι δεν επαναφέρθηκαν νομίμως με τις προτάσεις της στο εφετείο, στηρίζεται σε ανακριβή προϋπόθεση. Εξάλλου, είναι κρίση του εφετείου σε σχέση με την ερμηνεία νόμου και όχι ισχυρισμός, ως πράγμα κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, το ότι η διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 ν. 2601/1998 έχει ισχύ μόνο για το μέλλον, ώστε καθόσον μέρος του ο λόγος πλήττει την απόφαση για την κρίση αυτή από το άρθρο 559 αριθ. 8 είναι απαράδεκτος.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε σφάλμα αναγνώσεως σε σχέση με αποδεικτικό, κατά τα άρθρα 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, δεχόμενο πραγματικά γεγονότα διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο ακολούθως δε καταλήγει, μορφώνοντας την κρίση του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο αυτό, σε επιζήμιο αποδεικτικό πόρισμα για πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στη δίκη, όχι όμως και όταν το δικαστήριο, αξιολογώντας το περιεχόμενο του εγγράφου με τις άλλες αποδείξεις, καταλήγει σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του δικογράφου των προσθέτων αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια ότι το εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του 6ου όρου της συμβολαιογραφικής πράξεως κεφαλαιοποιήσεως 277402/80 και του 11ου όρου των συμβολαιογραφικών πράξεων ρυθμίσεως 239977, 239978, 239979 και 239980/92, δεχόμενο ότι στους όρους αυτούς δεν περιλαμβάνεται συμφωνία περί ανατοκισμού, ενώ προφανώς κατά την έννοια που έχουν οι όροι περιλαμβάνεται διότι, εφόσον γίνεται με αυτούς λόγος για εκτοκισμό όλων των ποσών κάθε καθυστερούμενης τοκοχρεωλυτικής δόσεως, εμπεριέχεται και συμφωνία ανατοκισμού αφού στην δόση περιλαμβάνονται και τόκοι που καθυστερούνται. Με τον λόγο άρα δεν αποδίδεται σφάλμα αναγνώσεως του εγγράφου, αλλά διάφορη υπό του εφετείου εκτίμηση του αποδεικτικού περιεχομένου των εγγράφων από εκείνη που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθή, επομένως ο λόγος είναι απαράδεκτος.
Επειδή, ο κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 296 ΑΚ, 111 του ΕισΝΑΚ και της αποφάσεως 289/80 της Νομισ. Επιτροπής συμφωνούμενος ανατοκισμός έχει τις αυτές συνέπειες όπως και ο υπέρ το ανώτατο θεμιτό όριο συμφωνούμενος τόκος, άρα η συμφωνία είναι άκυρη κατά το άρθρο 174 ΑΚ ή, αν ο ανατοκισμός επιτρέπεται μέχρι ορισμένου χρόνου ή ποσού, είναι άκυρη κατά το υπερβάλλον κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 294 ΑΚ. Από την πληττόμενη απόφασή του προκύπτει ότι το εφετείο δέχεται ανελέγκτως επί του πράγματος, ότι η μεταξύ του κανονικώς οφειλομένου την 31/12/1988 ποσού των 285.936.586 δραχμών και του αναγνωρισθέντος με τις πράξεις 239977, 239978, 239979 και 239980/92 ως οφειλομένου ποσού των 545.395.672 δραχμών διαφορά οφείλεται στο ότι η δανείστρια τράπεζα προέβαινε μετά την ισχύ της αποφάσεως 289/80 της Ν.Ε. σε ανατοκισμό των ληξιπρόθεσμων τόκων, ενώ ο ανατοκισμός είχε ρητώς με τις συμβάσεις αποκλεισθεί. Εκ του λόγου δε αυτού έκρινε στη συνέχεια το εφετείο ότι ο ανατοκισμός αυτός ήταν παράνομος, ως αντίθετος στις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ, 111 ΕισΝΑΚ και της αποφάσεως 289/80, άρα και η συμφωνία αναγνωρίσεως της οφειλής εμπεριέχουσας και τέτοιους τόκους είναι άκυρη κατ’ εφαρμογή των άρθρων 174, 180, 181, 294 και 808 του ΑΚ. Η περί ακυρότητας της εν λόγω συμφωνίας κρίση, που επηρεάζει και το διατακτικό της αποφάσεως, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 296 α’ (έλλειψη συμφωνίας ανατοκισμού), 174 και 180 ΑΚ, ώστε η μνεία στην απόφαση και των άλλων ανωτέρω διατάξεων είναι άνευ έννομης επιρροής. Ο δεύτερος λόγος των προσθέτων από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ, κατά το μέρος του με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένη υπό του εφετείου εφαρμογή των άλλων, πλην των άρθρων 296, 174 και 18 ΑΚ, διατάξεων είναι αλυσιτελής. Ενώ, κατά το μέρος του που αποδίδει στην απόφαση εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 296 ΑΚ, εφόσον η διάταξη αυτή καθ’ εαυτή δεν αποκλείει αναγνωριστική σύμβαση σε σχέση με οφειλή τόκων από ανατοκισμό, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι καταρτίσθηκε και στην κρινομένη περίπτωση συμφωνία περί ανατοκισμού, που όμως κατά την προσβαλλόμενη απόφαση αυτό ρητώς αποκλείσθηκε.
Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 2601/98, με τον οποίο ρυθμίζεται το ζήτημα του ανατοκισμού μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, ορίζονται ότι “… υφιστάμενες συμφωνίες ανατοκισμού για συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν (εδαφ. α’). Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία γίνεται αυτοδίκαια ανατοκισμός ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο…”. Οπως σημειώνεται και στην αιτιολογική έκθεση της διατάξεως, επιδιώκεται στην περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού η εναρμόνιση με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 12 δηλαδή ο εξάμηνος ανατοκισμός, ενώ προκειμένου περί οφειλής στην τράπεζα δεδουλευμένων τόκων στους οποίους περιλαμβάνονται ποσά και εξ ανατοκισμού υπάρχει η δυνατότητα, με συμφωνία πάντοτε των μερών, να γίνει επανυπολογισμός των δεδουλευμένων τόκων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις. Εκ του σκοπού της διατάξεως, σε συνδυασμό τόσο με την διαχρονικού δικαίου πρόβλεψη της αναδρομικής εφαρμογής της ρυθμίσεως επί των εκκρεμών απαιτήσεων εξ ανατοκισμού στις τραπεζικές δανειοδοτήσεις, όσο και με τη γενική αρχή δικαίου ότι ο νόμος ορίζει μόνο περί του μέλλοντος και δεν έχει αναδρομική δύναμη (άρθ. 2 ΑΚ), προκύπτει ότι η ανωτέρω ρύθμιση έχει ισχύ μόνο για το μέλλον. Εφόσον στην ίδια κρίση κατέληξε το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και, αφού έκρινε ότι δεν καταρτίσθηκε έγκυρη συμφωνία ανατοκισμού, απέκλεισε τον αναδρομικό αυτοδίκαιο ανατοκισμό σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη και την εφαρμογή της, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ. Ο περί του αντιθέτου δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως κατά το υπό στοιχείο δ’ μέρος του είναι αβάσιμος.
Επειδή, με τον από το άρθρο 559 αρθ. 19 λόγο αναιρέσεως, για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως και ιδίως όταν αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, ελέγχεται αναιρετικώς η ελάσσων και όχι η μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Ως αιτιολογίες νοούνται οι ουσιαστικές παραδοχές της αποφάσεως που είναι κατά νόμο αναγκαίες για την εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε και όχι ελλείψεις αναγόμενες στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού (ολομ. 2/97). Ανεπάρκεια, εξάλλου, αιτιολογιών υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς ή επαρκώς τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά. Με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην απόφαση του εφετείου η πλημμέλεια ότι έχει ανεπάρκεια αιτιολογιών όσον αφορά στο ζήτημα του κύρους των ανωτέρω πράξεων ρυθμίσεως οφειλής στην έκταση που αναγνωρίζουν τόκους εξ ανατοκισμού και δη η απόφαση α) δεν διευκρινίζει σε ποιες συγκεκριμένα απαγορευτικές διατάξεις αντιβαίνουν οι επίμαχες πράξεις αναγνωρίσεως οφειλής β) δεν παραθέτει τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντίθεση προς τις διατάξεις αυτές γ) θεωρεί τις πράξεις εξ ολοκλήρου άκυρες κατά το άρθρο 181 ΑΚ, δηλαδή τόσο κατά το αναγνωριστικό, όσο και κατά το ρυθμιστικό τους σκέλος, χωρίς να αιτιολογεί την κρίση της αυτή και χωρίς να προσδιορίζει ποια είναι η μερική ακυρότητα των πράξεων. Ο λόγος αναιρέσεως κατά υπό στοιχεία α’ και γ’ σκέλη του πλήττει τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και είναι απαράδεκτος. Κατά δε το υπό στοιχείο β’ σκέλος του είναι αβάσιμος διότι απόφαση έχει επαρκείς αιτιολογίες για την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 296, 174 και 180 ΑΚ σε σχέση με το ζήτημα του ανατοκισμού, ήτοι ότι αυτός είχε συμβατικώς αποκλεισθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Ιουλίου 2001 αίτηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. για αναίρεση της αποφάσεως 3562/2001 του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, εκ χιλίων εξήντα (1060) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2002. Και
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 13 Ιουνίου 2002.