53/2004 Άρειος Πάγος- Απόρριψη ανακοπής κατά Εθνικής λόγω μη έγκαιρης άσκησης

Τελευταία ενημέρωση την 18 Μαρ 2012 — 14:09

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 53/2004

 

Τράπεζες – Διαταγή πληρωμής – Δεδικασμένο – Αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής -.

 

Περίληψη

Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου προσομοιάζει κατά τ’ αποτελέσματα της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Συνεπώς όσα ισχύουν για τα τελεσιδίκως κριθέντα στο πλαίσιο του άρθρου 30 παρ. 8 του Ν. 2789/2000, ισχύουν και στην περίπτωση της απρόσβλητης με ανακοπή διαταγής πληρωμής, που έχει ήδη εξοπλισθεί με δύναμη δεδικασμένου, κατά το άρθρο 633 ΚΠολΔ.

 

Κείμενο Απόφασης

   ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά και Αθανάσιο Γιωτάκο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 10 Δεκεμβρίου 2003, με την παρουσία και της γραμματέως Μαριάννας Νίκου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Κ. συζύγου Α.Κ. ή Κ., το γένος Ε.Φ. ή Φ., 2) Α.-Δ.Τ. του Ι. και της Μ. και 3) Α.Τ. του Ι. και της Μ., κατοίκων Δήμου Περιστερίου Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σέφη Αναστασάκο.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως επισπεύδουσας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Βορίδη, 2) Ε. συζ. Α.Δ.. το γένος Π. και Α.Μ., κατοίκου Δήμου Γαλατσίου Αττικής, ως υπερθεματίστριας, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βαρβάρα Τσάτσου-Θανοπούλου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Νοεμβρίου 2000 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1149/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 307/2003 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 20 Μαΐου 2003 αίτηση τους.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στέφανος Γαβράς ανέγνωσε την από 1 Δεκεμβρίου 2003 έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή, με το άρθρο 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ Α’ 21/11-2-2000) θεσπίσθηκε ανώτατο όριο (πολλαπλάσιο) των απαιτήσεων των τραπεζών από τόκους και ανατοκισμό που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, ενώ με την παράγραφο 4 αυτού ορίσθηκε ότι από της ισχύος του (11-2-2000) τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται α) να γνωστοποιούν εντός 90 ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση αυτού το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους, β) να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μέχρι 30 Απριλίου 2000 και να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι 31 Οκτωβρίου 2000. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 8 εδ. α’ του άρθρου 30 του ίδιου νόμου οι διατάξεις αυτού (αρθ. 30) δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός εάν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης τους στον Αρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. Εξάλλου, με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 16/1996, ΑΠ 133/2003). Η διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματα της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί ούτε και με ανακοπή από το άρθρο 933 ΚΠολΔ, η με αυτή βεβαιούμενη απαίτηση, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άνω άρθρου 633 παρ. 2 εδ. τελευταίο, δεδικασμένο, που κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη που αφορά το κύρος της εκτελέσεως λόγων ανακοπής που αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (Ολ. ΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε τα εξής: Κατόπιν σχετικής αιτήσεως της αναιρεσίβλητης τράπεζας (ως δανείστριας συμβάσεως ανοικτού λογαριασμού, που είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής και της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης υπό την επωνυμία “Ι.Δ.Τ. ΕΠΕ”), εκδόθηκε η με αριθμ. 526/1993 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Περιστερίου Αττικής, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η πρώτη αναιρεσείουσα, ως εγγυήτρια υπέρ της πιστούχου στον εν λόγω ανοικτό λογαριασμό να καταβάλει στην ανωτέρω τράπεζα χρηματικό ποσό, ως χρεωστικό υπόλοιπο από το λογαριασμό αυτό, μετά το κλείσιμο του. Στη συνέχεια και μετά τη νόμιμη προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης του πιο πάνω εκτελεστού τίτλου (διαταγής πληρωμής), επιβλήθηκε κατάσχεση σε δύο ενυπόθηκα ακίνητα των αναιρεσειουσών, δυνάμει της οικείας υπ’ αριθμ. 73/2000 εκθέσεως του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή Δ.Κ.. Οτι η διαταγή αυτή πληρωμής επιδόθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα), οφειλέτιδα της καθής η ανακοπή, ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, δύο φορές και συγκεκριμένα στις 12-10-1993 και στις 23-11-1993, κατά τις υπ’ αριθ. 4580/1993 και 4937/1993 εκθέσεις επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή Σ.Τ., χωρίς η εν λόγω οφειλέτιδα της τράπεζας να ασκήσει κατά του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου ανακοπή εκ του άρθρου 632 παρ. 1 ή εκ του άρθρου 633 ΚΠολΔ, μέχρι και την 20-12-1993, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 3821/1993 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε τρόπο ώστε η εν λόγω διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο ο πλειστηριασμός των άνω ακινήτων είναι άκυρος επειδή πραγματοποιήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2000 (παρά τα οριζόμενα στο άρθρο 30 παρ. 4 εδ. β’ του Ν. 2789/2000), κατά παραδοχή της επαναφερθείσας και στο δικαστήριο ενστάσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης, ότι εφαρμογή στην περίπτωση της δικαζόμενης υπόθεσης έχει η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 εδ. α του ίδιου νόμου, λόγω του ότι η άνω διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας ενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναιρέσεως, από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αυτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

II. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται (και) αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Συνεπώς δεν είναι πράγματα, υπό την άνω έννοια, τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι για την υποστήριξη των απόψεων τους σε σχέση με νομικά ζητήματα, ή οι ισχυρισμοί τους που αναφέρονται στην ορθή ερμηνεία του νόμου (Ολ. ΑΠ 3/1997). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτών, ότι “στην έννοια της τελεσίδικης κρίσης και κατά συνέπεια του περιορισμού που θέτει η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 περιλαμβάνονται όσες απαιτήσεις κρίθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, και όχι με διαταγή πληρωμής που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά απλά εκτελεστός τίτλος”, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος.

III. Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, όταν λείπει το έννομο συμφέρον, ιδίως όταν είναι αλυσιτελής, διότι η προβαλλόμενη πλημμέλεια δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης (ΑΠ 1150/93). Έτσι, επί επάλληλων αιτιολογιών (κύριων ή επικουρικών), κάθε μία από τις οποίες στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό, εάν έστω και μία δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, οι λόγοι που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς (ΑΠ Ολ. 25/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ήδη αναιρεσείουσες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους ζήτησαν την ακύρωση του πλειστηριασμού επικαλούμενες ότι αυτός δεν διήρκεσε από ώρα 12.00′ μέχρι ώρα 14.00′ της 11-10-2000, όπως ορίζει το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, παρά τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη έκθεση πλειστηριασμού, η οποία ως προς το σημείο αυτό είναι πλαστή. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε το λόγο αυτό της ανακοπής, 1) κυρίως ως αόριστο, διότι οι ανακόπτουσες δεν αναφέρουν ρητώς ότι πράγματι κατά την ώρα της κατά νόμο έναρξης του πλειστηριασμού ευρίσκονταν στον καθορισμένο τόπο διεξαγωγής του υποψήφιοι πλειοδότες, τους οποίους δεν κατονομάζουν και 2) επικουρικώς ως αβάσιμο κατ’ ουσία, διότι αποδείχτηκε ότι ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού εμφανίσθησαν ως πλειοδότες οι σ’ αυτήν (απόφαση) κατονομαζόμενοι και ως εκ τούτου η επικαλούμενη από τις ανακόπτουσες βλάβη δεν επήλθε. Ενόψει αυτών, ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, που πλήττει (μόνο) την ως άνω κύρια αιτιολογία της προσβαλλόμενης, για πλημμέλεια από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι για παραβίαση του άρθρου 998 παρ. 2 ΚΠολΔ και “του διδάγματος της κοινής πείρας, των υποψηφίων αγοραστών” που απορρέει από αυτό (κατά τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο), είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού δεν πλήττεται με λόγο αναιρέσεως η επικουρική αιτιολογία της απόφασης (που απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμο τον άνω λόγω ανακοπής), η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της.

Επειδή, οι αναιρεσείουσες πρέπει να καταδικασθούν στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν χωριστή υπεράσπιση (άρθρα 183 και 176 εδ. α’ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 20-5-2003 αίτηση των Κ. συζ. Α.Κ., Α.-Δ.Τ. και Α.Ι.Τ., περί αναιρέσεως της 307/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, και

Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ για κάθε αναιρεσίβλητη.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 23 Δεκεμβρίου 2003. Και

Δημοσιεύθηκε, στο ακροατήριο του, σε δημόσια συνεδρίαση, στις 14 Ιανουαρίου 2004.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *