2891/2003 ΜΠΠ – Δεκτή ανακοπή κατά Εθνικής

Τελευταία ενημέρωση την 18 Μαρ 2012 — 13:49

Μονομελές Πρωτοδικείο  Πειραιά  2891/2003

 

Περίληψη

Αναγκαστική εκτέλεση – Ακυρότητα πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης – Τραπεζικές δανειακές συμβάσεις – Αλληλόχρεος λογαριασμός – Επανακαθορισμός οφειλής – Τόκοι – Ανατοκισμός -. Σε περίπτωση που η τράπεζα επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση με τον υπονοούμενο ισχυρισμό ότι η απαίτησή της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ν. 2789/2000, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως για τον επανακαθορισμό της από τον καθ’ ου η εκτέλεση και μετά από απόκρουση αυτής της αιτήσεως, η επισπεύδουσα τράπεζα βαρύνεται πλέον με την προαπόδειξη της βεβαιότητας της εκτελούμενης απαιτήσεως. Η προαπόδειξη αυτής της βασικής προϋποθέσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως της βεβαιότητας της απαιτήσεως θα μπορεί στην περίπτωση αυτή να επιχειρείται ιδίως με αναγνωριστική δικαστική απόφαση, η οποία θα προσφέρει αυθεντική διάγνωση σχετικά με την ύπαρξη βέβαιης απαιτήσεως (για την ύπαρξη πιο συγκεκριμένα ή μη, υποχρεώσεως πληρώσεως του όρου του άρθ. 30 ν. 2789/2000 σχετικά με την υποβολή της εκτελούμενης απαιτήσεως σε διαδικασία επανακαθορισμού). Οι πράξεις εκτελέσεως που επιχειρούνται χωρίς την προαπόδειξη αυτή και χωρίς να συγκοινοποιείται το σχετικό έγγραφο με την επιταγή είναι άκυρες ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης.

 

Κείμενο απόφασης

   Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάνθη Παγουτέλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε από τον από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2003, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτούντων: 1) της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΊΑ ΕΙΔΩΝ ΥΓΙΕΙΝΗΣ, ΥΔΡΑΥΛΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ, ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ ΠΛΑΣΤΙΚΟΥ Ρ. – Φ. ΑΒΕΕ”, που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Χ.Φ.Σ. κατοίκου Π. Φαλήρου, 3) Η.Φ.Σ., κατοίκου Πειραιά, 4) Π.Φ.Σ., κατοίκου Π. Φαλήρου, 5) Γ.Φ.Σ., κατοίκου Ν. Φαλήρου, 6) Ε.Φ.Σ., κατοίκου Νίκαιας και 7) Θ.Φ.Σ., κατοίκου Κυψέλης, που παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ζωγραφιάς Κλούρα.

Της καθ’ ης η αίτηση: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Γεωργίας Μητροπούλου.

Οι αιτούντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτησή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 153/9.1.2003 και προσδιορίστηκε μετά από αναβολή για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

Αφού άκουσε τις πληρεξούσιες δικηγόρους των διαδίκων.

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. ορίζει αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής το ειρηνοδικείο όταν ο εκτελεστός τίτλος στηρίζεται σε απόφαση αυτού και το μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Εξ άλλου, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., είναι αρμόδιο να διατάξει την αναστολή ακόμη, και αν δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκασε της ανακοπής, καθόσον η αρμοδιότητα του δικαστηρίου για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής της εκτέλεσης, θεμελιώνεται στην, ενώπιον του, εκκρεμοδικία της ανακοπής, η οποία προκαλείται και όταν η τελευταία απευθύνεται σε αναρμόδιο δικαστήριο (Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ, 1997, τομ. Ε’, υπό το αρθ. 938, παρ. 50, σελ. 496, ΜΠΑ 8593/1987 δ 19.452). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση, και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, όπως αυτό παραδεκτά περιορίστηκε, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και με το έγγραφο σημείωμα των αιτούντων, ως προς τον τρίτο αιτούντα, Η.Γ., ως προς τον οποίο, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε η αίτηση αυτή, (αρθ. 295 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος τους, δυνάμει της από 19.12.2002 επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το α’ απόγραφο εκτελεστό της υπ’ αρ. 859/1994 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Πειραιά, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση, επί της ανακοπής, που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν κατά της εκτέλεσης αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για τους λόγους, που αναφέρουν στην ανακοπή τους. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αυτή, αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 686 επ. Κ.Πολ.Δ.), αφού στο Δικαστήριο αυτό, έστω και αναρμόδια, εκκρεμεί η ανακοπή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στην αρχή της παραγράφου αυτής, και είναι νόμιμη αφού στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 933 και 938 Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί στη συνέχεια, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Το άρθρο 30 ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρ. 47 ν. 2873/2000 και με το αρθ. 42 ν. 2912/2001, εγκαθίδρυσε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει ως και την 31.12.2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί, είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες, είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις, (αρθ. 30 παρ. 3 ν. 2789/2000, όπως τροπ. με αρθ. 42 ν. 2912/2001), να μην υπερβαίνει ορισμένα “πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων”, που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος (αρθ. 30 παρ. 3 ν. 2789/2000, όπως τροπ. με αρθ. 42 ν. 2912/2001). Ενόψει των παραπάνω ποσοτικών ορίων, το άρθρο 30 παρ. 4 καθιερώνει ειδικότερα, διαδικασία υπερβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή “επαναρρύθμιση” (άρθ. 42 παρ. 6 2 ν.2912/2001), διαδικασία που κινείται με την υποβολή σχετικής αιτήσεως, από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το σχετικό πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθοριζόμενης οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με εφαρμογή του άρθρου 30 παρ. 1 και 2 ν. 2789/2000 (άρθ. 30 παρ. 5 ν. 2789/2000, βλ. Σχινά, Ρυθμίσεις παλαιών οφειλών υπό του άρθρου 30 ν. 2789/2000 και του άρθρου 42/2001 ΕπΕμΔ 2001 σελ. 616 επ.). Σύμφωνα με το γράμμα του ως άνω άρθρου 30 ν. 2789/2000, όπως τροπ. με αρθ. 42 ν. 2912/2001 (“από κάθε είδους συμβάσεις”), αλλά και το σκοπό του, η υποχρέωση επανακαθορισμού των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβάλλεται ως γενικός όρος για την ικανοποίησή τους, ενώ οι εξαιρέσεις από τη διαδικασία προβλέπονται περιοριστικά, και, ως τέτοιες, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προφανής σκοπός της καθιερούμενης αυτής υποχρεώσεως των τραπεζικών ιδρυμάτων, για επανακαθορισμό των απαιτήσεών τους, είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τις επιχειρήσεις διογκώσεως των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους, ενόψει των υψηλών επιτοκίων και των υπό το ισχύον καθεστώς, παράνομων ανατοκισμών κατά τις χρονικές περιόδους στις οποίες αναφέρεται η σχετική ρύθμιση. Περαιτέρω κατά το σύστημα του Κ.Πολ.Δ. (άρθ. 915, 916), για να πραγματοποιηθεί η αναγκαστική εκτέλεση δεν αρκεί να υπάρχει εκτελεστός τίτλος. Πρέπει επιπλέον ο τίτλος αυτός να ενσαρκώνει αξίωση βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Η ύπαρξη μίας τέτοιας αξιώσεως αποτελεί συνεπώς ιδιαίτερη και βασική προϋπόθεση της αναγκαστικής εκτελέσεως, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη διαγνωστική δίκη, όπου, υπό προϋποθέσεις, υπάρχει η δυνατότητα να χορηγείται η έννομη προστασία και προληπτικά (69 Κ.Πολ.Δ). Σύμφωνα με τη λογική του νόμου η επέμβαση των δημοσίων οργάνων στην προσωπική και περιουσιακή σφαίρα του οφειλέτη, δεν είναι επιτρεπτό να επιχειρείται πρόωρα όταν η απαίτηση δεν είναι βέβαιη (ΑΠ 753/1994 ΕλλΔνη 36.841, ΕφΑθ 1025/1981 ΝοΒ 30.245, ΕφΑθ391/1992 ΕλλΔνη 37.1128, ΕφΠειρ332/1994 ΕλλΔνη 36.1302). Σύμφωνα με την απολύτως επικρατούσα άποψη η επίσπευση της αναγκαστικής εκτελέσεως πριν από πλήρωση της αιρέσεως ή πριν από την πάροδο της προθεσμίας είναι άκυρη, δίχως να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (άρθρ. 159 αρ. 1 σε συνδ. με 915 εδ. α’ “δεν μπορεί να γίνει”). Διότι αν στον εκτελεστό τίτλο ενσωματώνεται αξίωση βέβαιη και εκκαθαρισμένη και δεν έχει πληρωθεί η αίρεση, ή ο όρος υπάρχει έλλειψη της αξιώσεως για αναγκαστική εκτέλεση. Η αναγκαστική εκτέλεση μπορεί κατά το σύστημα του Κ.Πολ.Δ. να αρχίσει μόνον “αφού πληρωθεί η αίρεση ή περάσει η προθεσμία” (915 εδ.α’) και μόνον εφόσον το γεγονός της πληρώσεως της αιρέσεως προαποδεικνύεται με έγγραφο (915 εδ. β’). Πρέπει επομένως να συμπληρώνεται ο εκτελεστός τίτλος, ωςς προς το στοιχείο της βεβαιότητας της αξιώσεως με πρόσθετο, μεταγενέστερο έγγραφο. Αντίγραφο του αποδεικτικού αυτού εγγράφου πρέπει να κοινοποιείται στον καθ’ ου, μαζί με την επιταγή (924 εδ. α’) με ποινή ακυρότητας. Το έγγραφο που αποδεικνύει την πλήρωση της αιρέσεως πρέπει επομένως να υπάρχει πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως (ρητά το άρθ. 918 παρ. 4). Ετσι η εναρκτήρια πράξη εκτελέσεως που επιχειρείται δίχως να υπάρξει η προαπόδειξη και η κοινοποίηση της πληρώσεως της αιρέσεως, όπως και όλες οι περαιτέρω πράξεις εκτελέσεως, προσβάλλονται βασίμως, με την ανακοπή του άρθ. 933, όχι μόνον για το λόγο ότι υπάρχει έλλειψη τίτλου, αλλά και για λόγο που αφορά την εκτελούμενη απαίτηση, εκείνη, που είναι ικανή να δικαιολογήσει τη σε βάρος του καθ’ ου εκτέλεση. Ολες οι πράξεις εκτελέσεως πρέπει, επομένως, να ακυρώνονται, ακόμη και αν στη διάρκεια της δίκης της ανακοπής μπορεί να αποδεικνύεται το γεγονός της πληρώσεως της αιρέσεως (ΕφΑθ 4662/1993 ΑρχΝ ΜΣΤ’ 45,46, ΕφΑθ 2696/1992 ΕλλΔνη 35.635). Η απόδειξη της πληρώσεως της αιρέσεως πρέπει να γίνεται “με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, που έχει αποδεικτική δύναμη” απέναντι στον οφειλέτη κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Το βέβαιο της απαιτήσεως, πρέπει επομένως, να προαποδεικνύεται από τον επισπεύδοντα είτε με αναγνωριστική δικαστική απόφαση, είτε με έγγραφο που έχει εκδοθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη, όχι όμως, βέβαια, με ιδιωτικό έγγραφο που έχει εκδοθεί από τον ίδιο τον επισπεύδοντα, αφού αυτό δεν μπορεί να έχει αποδεικτική δύναμη απέναντι στον καθ’ ου η εκτέλεση. Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό το άρθρο 916 Κ.Πολ.Δ. ορίζει ότι ” αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής” (ΑΠ 753/1994 ο.π., ΑΠ 977/1995 ΕπΕμπΔ 1996 108). Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει σαφώς, ότι δεν μπορεί να συμπληρωθεί ο εκτελεστός τίτλος με μονομερή εξειδίκευσή του, ως προς την έκταση της απαιτήσεως που ενσωματώνει, από τον επισπεύδοντα π.χ. από τη μονομερή της απαιτήσεως, που αυτόν περικλείει στην επιταγή, που επιδίδει. Αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη με άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (159 αρ. 1). Τέλος, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το άρθρο 30 ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, υπέβαλε τις απαιτήσεις ορισμένης χρονικής περιόδου των πιστωτικών ιδρυμάτων σε διαδικασία επανακαθορισμού και αναπροσαρμογής του σε ορισμένα καθοριζόμενα από το νόμο ποσοτικά όρια. Ετσι, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι αδήριτες ανάγκες, που προαναφέρθηκαν, το ως άνω άρθρο οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην αναίρεση του βέβαιου των τραπεζικών απαιτήσεων ορισμένων χρονικών περιόδων, υπό την έννοια της προϋποθέσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως του άρθρου 915 Κ.Πολ.Δ. Οι απαιτήσεις αυτές εφεξής κατέστησαν ex lege απαιτήσεις υπό όρο, εξαρτώμενες από τη διαδικασία του επανακαθορισμού τους, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 30 ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε. Αποτέλεσμα της εξαρτήσεως των τραπεζικών δανειακών συμβάσεων από τον όρο του επανακαθορισμού τους είναι ότι η απαιτήσεις που απορρέουν από αυτές, κατέστησαν ήδη απαιτήσεις μη βέβαιες με την έννοια του άρθ. 915, ως απαιτήσεις εξαρτημένες από την πραγματοποίηση όρου. Από άποψη αναγκαστικής εκτελέσεως αυτό σημαίνει ότι η επισπεύδουσα τράπεζα δεν μπορεί να επισπεύσει έγκυρη αναγκαστική εκτέλεση αν δεν προαποδείξει την βεβαιότητα της εκτελούμενης απαιτήσεώς της με έγγραφο, όπως επιτάσσει το άρθρο 915 και αν δεν συγκοινοποιήσει με την επιταγή της, το έγγραφο αυτό (924). Ετσι σε περίπτωση που η τράπεζα επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση με τον υπονοούμενο ισχυρισμό ότι η απαίτησή της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 ν. 2789/2000, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως για τον επανακαθορισμό της από τον καθ’ ου η εκτέλεση και μετά από απόκρουση αυτής της αιτήσεως, η επισπεύδουσα τράπεζα πολύ περισσότερο βαρύνεται πλέον με την προαπόδειξη της βεβαιότητας της εκτελούμενης απαιτήσεως σύμφωνα με το άρθρ. 915 Κ.Πολ.Δ. Η προαπόδειξη αυτής της βασικής προϋποθέσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως της βεβαιότητας της απαιτήσεως θα μπορεί στην περίπτωση αυτή να επιχειρείται ιδίως με αναγνωριστική δικαστική απόφαση, η οποία θα προσφέρει αυθεντική διάγνωση σχετικά με την ύπαρξη βέβαιης απαιτεήσεως (για την ύπαρξη πιο συγκεκριμένα ή μη, υποχρεώσεως πληρώσεως του όρου του άρθ. 30 ν.2789/2000 σχετικά με την υποβολή της εκτελούμενης απαιτήσεως σε διαδικασία επανακαθορισμού) Οι πράξεις εκτελέσεως που επιχειρούνται χωρίς την προαπόδειξη αυτή και χωρίς να συγκοινοποιείται το σχετικό έγγραφο με την επιταγή (άρθ. 924) είναι άκυρες ανεξάρτητα από την επίκλιση και απόδειξη δικονομικής βλάβης. Όπως επίσης αναφέρθηκε παραπάνω, το ίδιο ως άνω άρθρο 30 ν.2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε, επέβαλε διαδικασία αναπροσαρμογής ορισμένων απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ποσοτικά όρια, που διαγράφονται από τον ίδιο τον νόμο. Με τη ρύθμιση του όμως αυτή, όχι μόνο κατέστησε τις απαιτήσεις αυτές εξαρτημένες από όρο, με την έννοια του άρθρου 915, αλλά καθώς ο όρος που επιβλήθηκε συνδέθηκε κατ’ αποτέλεσμα με το ύψος των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών, ανέτρεψε συγχρόνως και το εκκαθαρισμένο των απαιτήσεων αυτών, με την έννοια του άρθ. 916 Κ.Πολ.Δ. Αν λοιπόν, ληφθεί υπόψη ότι το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως συνιστά προϋπόθεση αναγκαστικής εκτελέσεως που αντιμετωπίζεται από τον Κ.Πολ.Δ. ακόμη αυστηρότερα από την προϋπόθεση της βεβαιότητας, και ότι η ύπαρξη της επιβάλλεται και πάλι με ποινή ακυρότητας, επιβεβαιώνεται και από την άποψη αυτή η ακυρότητα των πράξεων εκτελέσεως που επιχειρούνται από την τράπεζα (βλ. Γνωμοδότηση Πελαγίας Γέσιου-Φαλτση, ΕλλΔνη 44 (τεύχος πρώτο) σελ. 102 επ., ΜονΠρωτΘεσ 21375/2002 ΕλλΔνη ο.π. σελ. 278). Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Μ.Κ.Κ. και Δ.Ν., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, των προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων και από όλη γενικά τη διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα παρακάτω:

Η καθ’ ης Τράπεζα, κατάρτισε με την πρώτη αιτούσα την υπ’ αρ. 1770/1.3.1975 αρχική σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, όπως η σύμβαση αυτή συμπληρώθηκε με τις υπ’ αρ. 1770/25 από 12.3.1975 μέχρι 31.3.1987, αυξητηκές συμβάσεις που επακολούθησαν, με πιστωτικό όριο, ύψους 48.000.000 δρχ. Την πιστή τήρηση και την ολοκληρωτική εξόφληση του χρωστικού υπολοίπου του αλληλόχρεου αυτού λογαριασμού, εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα οι λοιποί αιτούντες. Μετά το κλείσιμο του σχετικού λογαριασμού και τη γνωστοποίηση του καταλοίπου του, στους ως άνω, πιστούχο και εγγυητές, και τη μη πληρωμή του οφειλομένου με αυτόν χρηματικού ποσού, εκδόθηκε με αίτηση της καθ’ ης η υπ’ αρ. 859/1994 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία, οι ως άνω οφειλέτες υποχρεώθηκαν να τη καταβάλουν σε ολόκληρο ο καθένας, ποσό 29.715,595 δρχ. για επιδικασθέν κεφάλαιο, 6.690.996 δρχ. για επιδικασθέντες τόκους από 16-12-1992 έως 24-8-1993, εντόκως από 25-8-1993 μέχρις εξοφλήσεως πλέον ΕΦΤΕ επί των τόκων και 1.096.000 για δικαστική δαπάνη. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής οι αιτούντες άσκησαν ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αρ. 1745/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 286/1998 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ακυρώθηκε μερικώς η ως άνω διαταγή πληρωμής, με την κρίση ότι μετά το κλείσιμο της ένδικης πίστωσης και των λογ/σμών, το οφειλόμενο υπόλοιπο θα εκτοκίζεται μόνον με τον τόκο υπερημερίας, χωρίς ανατοκισμό. Στη συνέχεια, η καθ’ ης κοινοποίησε στους αιτούντες βάσει της ως άνω αποφάσεως την από 19.12.2002 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού, της ως άνω διαταγής πληρωμής, με την οποία τους επιτάσσει να της καταβάλουν εντόκως το συνολικό ποσό των 226.193,18 Ευρώ (77.075.325 δρχ.), το οποίο υπολογίζει κατά την κρίση της με βάση την ως άνω Εφετειακή απόφαση, ως ευνοϊκότερο, υπέρ των αιτούντων, από το ποσό που θα προέκυπτε με βάση τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου. Εν τω μεταξύ πριν από την σύνταξη και κοινοποίηση της προαναφερθείσας επιταγής προς πληρωμή, οι αιτούντες υπέβαλαν αίτηση προς τη δανείστρια καθ’ ης τράπεζα και ζήτησαν την υπαγωγή της δανειακής τους συμβάσεως στις ρυθμίσεις του άρθρου 30 ν. 2789/2000, όπως αυτό τροπ. με αρθ. 42 ν. 2912/2001, και τον επανακαθορισμό της οφειλής τους, με βάση τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού.      Η καθ’ ης με την από 5.11.2001 απαντητική επιστολή της, επικαλέστηκε κατ’ αρχήν, αδυναμία καθορισμού της οφειλής των αιτούντων με βάση τον ως άνω νόμο, λόγω αδυναμίας ανευρέσεως των καρτελών κινήσεως του ενδίκου λογαριασμού, για το χρονικό διάστημα από 1975 έως 1986, και στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ο υπολογισμός της οφειλής τους, όπως αυτή προσδιορίστηκε ως άνω επιταγή προς πληρωμή, δεν έγινε με αφετηρία την τελευταία χορήγηση, όπως απαιτεί ο ως άνω νόμος, αλλά ελήφθη το αναγνωρισμένο από τους αιτούντες υπόλοιπο της 16.12.1992, ύψους 2.871.786 δρχ, 6.403.508 δρχ., 6.928.637 και δρχ.13.484.362, αντίστοιχα, κατά λογαριασμού. Η αδικαιολόγητη αυτή άρνηση της καθ’ ης για την υπαγωγή της οφειλής αυτής των αιτούντων στη ρύθμιση των ν.2789/2000, όπως ισχύει μετά το ν. 2912/2001 και συγκεκριμένα του ακριβέστερου καθορισμού του ύψους των οφειλών των αιτούντων και τη ρύθμιση αυτών σύμφωνα με το νόμο, με βάση πλέον αναγνωριστική δικαστική απόφαση, και όχι με μονομερή πράξη υπολογισμού της ίδιας της δανείστριας, κατέστησε την απαίτησή της αβέβαιη και μη εκκαθαρισμένη, καθ’ όσον οι απαιτήσεις αυτές κατέστησαν μετά την έκδοση των παραπάνω νόμων ex lege απαιτήσεις, υπό όρο, εξαρτώμενες από τη διαδικασία του επανακαθορισμού τους, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στην αρχή της προηγούμενης παραγράφου. Επομένως, από άποψη αναγκαστικής εκτέλεσης η επισπεύδουσα δεν μπορεί να επισπεύσει έγκυρη αναγκαστική εκτέλεση, αν δεν προαποδείξει τη βεβαιότητα της εκτελούμενης απαίτησης με έγγραφο και συγκεκριμένα με αναγνωριστική δικαστική απόφαση, όπως επιτάσσει το άρ. 915 Κ.Πολ.Δ. και αν δεν συγκοινοποίησει με την επιταγή της το έγγραφο αυτό (924 Κ.Πολ.Δ.). Αλλωστε, με βάση τα παραπάνω πιθανολογείται ότι με τη μη υπαγωγή των οφειλών των αιτούντων στη διαδικασία επανακαθορισμού του ν. 2789/2000, όπως ισχύει, η τράπεζα κατέστησε την απαίτησή της μη εκκαθαρισμένη και υπό όρο, με αποτέλεσμα η επιδοθείσα από 19.12.2002 επιταγή προς πληρωμή, ως εναρκτήρια πράξη εκτέλεσης, που επιχειρήθηκε από την καθ’ ης, σε βάρος των αιτούντων, να είναι άκυρη, διότι διενεργήθηκε χωρίς να προαποδειχθεί η βεβαιότητα της απαίτησης με συγκοινοποίηση εγγράφου, (απόφασης), με την επιταγή και χωρίς να είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή της αυτή. Επομένως, πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει ο σχετικός περί αυτού λόγος της ανακοπής και παρέλκει μετά από αυτά η έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής. Τέλος πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη αν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, σύμφωνα με το άρθρ. 178 παρ. 3 Κωδ.Δικηγόρων , όπως ειδικώτερα καθορίζεται.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Θεωρεί την αίτηση ως μη ασκηθείσα ως προς των 3ο αιτούντα, Η.Φ.,

Δέχεται την αίτηση, ως προς τους λοιπούς αιτούντες.

Αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος των αιτούντων, δυνάμει της από 19.12.2002 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του α’ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αρ. 859/1994 διαταγής πληρωμής του Δικαστή Ειρηνοδικείου Πειραιά, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 3.1.2003 ανακοπής κατά της εκτέλεσης, και υπό τον όρο ότι η ανακοπή θα συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 15.10.2003, που έχει προσδιοριστεί.

Επιβάλλει σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων έξι (206) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στις 14 Απριλίου 2003, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, με την παρουσία και του δικαστικού γραμματέα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *