5467/2002 ΜΠΑ – Δεκτή ανακοπή κατά Εθνικής Τράπέζας

Τελευταία ενημέρωση την 18 Μαρ 2012 — 13:33

Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 5467/2002

Περίληψη

Τράπεζες – Σύμβαση δανείου – Ανατοκισμός – Κατάχρηση δικαιώματος – Αναγκαστική εκτέλεση – Στοιχεία επιταγής .

Με την απόφαση Νομισματικής Επιτροπής 289/30.10.1980 παρέχεται στις τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου που θέτει η ως άνω διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί των καθυστερημένων τόκων από της πρώτης ημέρας της καθυστερήσεως τους χωρίς τους περιορισμούς των διατάξεων του ΑΚ και ΕισΝΑΚ. Η εξαίρεση από τους οποιουσδήποτε χρονικούς ή άλλους περιορισμούς του ανατοκισμού επιτρέπεται μόνον εφόσον υπάρχει η προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με σχετικό όρο στην πιστωτική σύμβαση, την δυσμενή για αυτόν μεταβολή της με τον ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων. Η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή. Ακυρη η επιταγή που έχει υπολογισθεί με ανατοκισμό των τόκων από την ημέρα της καθυστερήσεως λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της Τράπεζας να εισπράξει την έντοκη απαίτηση της, αφού έτσι εισπράττει οικονομικά ωφελήματα δυσανάλογα προς την προσοχή, υφισταμένης μάλιστα και νομοθετικής ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να μην αρχίσουν ή να μην συνεχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι 31.10.2000 (ήδη 31.12.2001) για απαιτήσεις που προέρχονται από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους.

 

Κείμενο απόφασης

    Αποτελούμενο από την Πρωτοδίκη Αργυρώ Κανελλοπούλου, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Αργυρούλα Ράπτη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 19η Φεβρουαρίου 2002, για να δικάσει την εξής υπόθεση, μεταξύ

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ 1. Α. συζ. Ε.Κ. το γένος Γ. και 2. Ε.Κ. του Σ., κατοίκων Χολαργού Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σέφη Αναστασάκο.

ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της “ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ”, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Μαρία Αντωνοπούλου.

Οι ανακόπτοντες με την από 23.12.1999 ανακοπή τους που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό (αρ. εκθ. καταθ. 104621/12572/1999) και για τους λόγους που περιέχονται σε αυτήν, ζήτησαν τα αναφερόμενα στο σπιτικό της. Επί της ανακοπής αυτής ορίσθηκε δικάσιμος η 9.1.2001 και μετά από νόμιμη αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του οικείου πινακίου και παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως πιο πάνω σημειώνεται.

Αφού άκουσε τους πληρεξουσίου δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν να κηρυχθεί άκυρη η από 27.7.1999 επιταγή προς πληρωμή, η οποία επεδόθη στις 16.12.1999 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Νικολάου Παναγόπουλου επί της προσβαλλομένης). Η ανακοπή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 933 ΚΠολΔ), εφόσον έχει ασκηθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 934 παρ. 1 περ. α ΚΠολ.Δ. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980 “περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων”, η Νομισματική Επιτροπή με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλομένων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα χωρίς οποιοδήποτε χρονικό άλλο περιορισμό. Με βάση αυτή την νομοθετική εξουσιοδότηση εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 289/30.10.1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Α 269/27.11.1980) με ισχύ κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με την οποία ορίσθηκε ότι η Νομισματική Επιτροπή αποφάσισε “όπως καθορίσει ότι ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας τράπεζας και τους λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων, δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οιουδήποτε χρονικού ή άλλου περιορισμού”. Θεσπίστηκε, λοιπόν, με την εν λόγω απόφαση, εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 ΑΚ, 110 και 111 παρ. 2 ΕισΝΑΚ για τον ανατοκισμό οφειλόμενων τόκων. Με την εξαίρεση αυτή παρέχεται στις τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου που θέτει η ως άνω διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί των καθυστερημένων τόκων από της πρώτης ημέρας της καθυστερήσεως τους χωρίς τους περιορισμούς των ανωτέρω διατάξεων. Η διατύπωση της αποφάσεως αυτής της Νομισματικής Επιτροπής, όπως ακριβώς προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να έχει την έννοια της παροχής στην τράπεζα, με μόνη την βούληση της, της δυνατότητας επιβάρυνσης του οφειλέτη της, αλλά έχει την έννοια ότι η εξαίρεση από τους περιορισμούς του ανατοκισμού επιτρέπεται μόνον εφόσον υπάρχει η προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης έχει αποδεχθεί με σχετικό όρο στην πιστωτική σύμβαση, την δυσμενή για αυτόν μεταβολή της με τον ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων (Ολ. ΑΠ 8/1998 ΝοΒ 46.496 και ΕλλΔνη 39.480, Ολ. ΑΠ 9/1998 ΕλλΔνη 39.482).

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει δανειστικού συμβολαίου που χορηγήθηκε στην πρώτη ανακόπτουσα από την ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ ποσού 10.000.000 δρχ., και με τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους, για το οποίο (δάνειο) ο δεύτερος ανακόπτων παρείχε ασφάλεια με υποθήκη. Οτι λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής δόσεων ή καθής επέδωσε την προσβαλλόμενη επιταγή επιτάσσοντας αυτούς να καταβάλλουν το ποσόν των 17.358.371 δρχ. έντοκα με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας. Ότι η προσβαλλόμενη επιταγή είναι άκυρη καθόσον είναι αντισυνταγματική η υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής της Τράπεζας Ελλάδος, αφού με βάση αυτή υπολογίσθηκε από την καθής το ποσό που επιτάσσονται να καταβάλλουν με εκτοκισμό των οφειλομένων σε καθυστέρηση τόκων από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως.

Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος κατά τα άρθρα 216 παρ. 1 και 585 ΚΠολΔ, καθόσον δεν προσδιορίζεται αν ολόκληρο το επιτασσόμενο ποσό αποτελεί προϊόν ανατοκισμού ή μέρος αυτού και ποιο. Περαιτέρω, δεν εκτίθενται αν μεταξύ ανακοπτόντων και δανειδότριας τράπεζας συμφωνήθηκε υπολογισμός λογιστικώς τόκων επί των καθυστερουμένων τόκων συντρέχει περίπτωση παραβάσεως κανόνων δικαίου. Αλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προσκομίζεται η αρχική δανειστική σύμβαση προκειμένου να ελεγχθούν οι όροι της.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη επιταγή είναι άκυρη λόγω παραβάσεως του άρθρου 12 του ν. 2601/1998 που ορίζει ότι οι τόκοι που προκύπτουν από καθυστέρηση προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο.

Με τον τέταρτο λόγο ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή είναι άκυρη επειδή επιτάσσονται να καταβάλλουν τόκους επί τόκων.

Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι έχει γίνει παράνομος υπολογισμός τόκων (τοκοτεχνάσματα) και με τον έκτο λόγο ότι η καθής επέβαλε παρανόμως ανατοκισμό μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού.

Οι ανώτεροι λόγοι είναι απορριπτέοι ως αόριστοι κατά τα άρθρα 216 και 585 ΚΠολΔ, καθόσον με τους ανωτέρω λόγους γίνεται επίκληση αόριστα παραβάσεων από την καθής και ερμηνεία των σχετικών διατάξεων με παραπομπή στην νομολογία και γνωμοδοτήσεις, χωρίς να αναφέρεται ειδικότερα στην επίδικη απαίτηση αν ολόκληρο το επιτασσόμενο ποσό αποτελεί προϊόν παράνομου ανατοκισμού, ποιο είναι το μέρος που κατά τους ανακόπτοντες είναι τα νόμιμα επιτασσόμενο με αυτό ποσό, ή ποιο το παράνομο των τόκων (ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.101, ΕφΑΑθ 2535/1998 ΕλλΔνη 40.384) ή ποιο ποσό προέρχεται από παράνομο ανατοκισμό ή παράνομο υπολογισμό τόκων κατά την κρίση των ανακοπτόντων.

Από την διάταξη του άρθρου 924 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων, που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 37.102, ΕφΑθ 2659 ΕλλΔνη 35.456). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το Δικαστήριο, εφόσον, κατά την κρίση του, προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνον με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 194/1995 ο.π. ΑΠ 310/1992 Δ 23.813).

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη επιταγή προς πληρωμή περιγράφει την απαίτηση κατά τρόπο αόριστο που δημιουργεί αμφιβολίες για τον ορθό υπολογισμό της αλλά και για αυτήν την ύπαρξη της.

Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και τους ομολογημένους πραγματικούς ισχυρισμούς αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ’ αριθ. 2025/15.11.1990 δανειστικού συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Φ.Μ. η ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, της οποίας καθολική διάδοχος δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση είναι η καθής, χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα δάνειο ποσού 10.000.000 δρχ. εξοφλητέο με το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας, ο δε δεύτερος ανακόπτων παρείχε ασφάλεια με υποθήκη επί ακινήτου του που βρίσκεται στον Χολαργό Αττικής, οδός Μ. …, της υπό στοιχεία ΣΤ 1 οριζόντιας ιδιοκτησίας. Τα ανωτέρω ομολογούνται από την καθής. Λόγω μη καταβολής των δόσεων η καθής επέδωσε στους ανακόπτοντες την από 27.7.1999 επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στις 16.12.1999. Με αυτήν επιτάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλλουν το ποσόν των 17.358.371 δρχ. εντόκως, με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας, τον επί των τόκων αντιστοιχούντα φόρο επί του κύκλου εργασιών, χαρτόσημο και ΕΦΤΕ.

Ειδικότερα

1. Για Τόκους κεφαλαίου από 15.4.1994 μέχρι και 15.4.199 8.422.144 δρχ. έντοκα με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας από 16.4.1999 μέχρι την εξόφληση,

2. Για χρεώλυτρα μέχρι 15.4.1999 2.421.348 δρχ. έντοκα με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας απο16.4.1999 μέχρι την εξόφληση,

3. Για δικαστικά έξοδα 100.023 δρχ. έντοκα με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας από 16.4.99 μέχρι την εξόφληση,

4. Για έξοδα πυρασφάλισης του ενυπόθηκου ακινήτου 167.366 δρχ. έντοκα με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας από 16.4.1999 μέχρι την εξόφληση,

5. Για ΕΦΤΕ που καταλογίσθηκε στους τόκους δρχ. 1.120.963 δρχ. έντοκα με τον τραπεζικό τόκο υπερημερίας από 16.4.1999,

6. Για τόκους υπερημερίας για τις άνω ληξιπρόθεσμες οφειλές από 15.4.1999 μέχρι και την 15.4.1999 5.126.227 δρχ.

Από τα παραπάνω καθίστανται σαφή και ορισμένα τα επί μέρους κονδύλια της επιταγής, ενώ η αναφορά του ακριβούς επιτοκίου δεν είναι απαραίτητο στοιχείο, αφού αυτό είναι γνωστό και συνεπώς με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς ανευρίσκεται το οφειλόμενο ποσόν. Κατ’ ακολουθίαν όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη λόγω επικείμενης νομοθετικής ρύθμισης περί διαγραφής μέρους των τόκων υπερημερίας και των εξωλογιστικών τόκων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Με τον όγδοο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι η καθής τράπεζα αρνήθηκε παράνομα την παροχή πληροφοριών σχετικά με τα οφειλόμενα ποσά της πιστώσεως. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος αφού εν προκειμένω πρόκειται για ανακοπή περί την εκτέλεση και όχι για αίτηση επιδείξεως εγγράφων .

Τέλος με τον ένατο λόγο της ανακοπής ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή έχει υπολογισθεί με ανατοκισμό των τόκων από την ημέρα της καθυστερήσεως, με αποτέλεσμα το οφειλόμενο ποσόν να έχει ανέλθει στο επιτασσόμενο προς πληρωμή, ότι η συμπεριφορά αυτή της τράπεζας υπερβαίνει τα όρια που ορίζουν η καλή πίστη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος της να εισπράξει την έντοκη απαίτηση της, αφού έτσι εισπράττει οικονομικά ωφελήματα δυσανάλογα προς την προσοχή. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, θεμελιώνεται στην διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.

Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και από τους ομολογημένους πραγματικούς ισχυρισμούς αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. 2025/15.11.1990 δανειστικού συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Α.Φ.Μ. η ΕΘΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, της οποίας καθολική διάδοχος δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση είναι η καθής, χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα δάνειο ποσού 10.000.000 δρχ. εξοφλητέο με το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας, ο δε δεύτερος ανακόπτων παρείχε ασφάλεια με υποθήκη επί ακινήτου του. Στην ανωτέρω σύμβαση συνομολογήθηκε όρος που επιτρέπει τον ανατοκισμό των τόκων από την ημέρα της καθυστερήσεως ανά τρίμηνο, όπως συνομολογεί καθής τράπεζα. Δυνάμει του όρου αυτού ανήλθε το οφειλόμενο ποσό στο αναφερόμενο στην προσβαλλομένη επιταγή. Προσκρούει, όμως, η συμπεριφορά αυτή στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και συνεπώς είναι άκυρη η προσβαλλομένη επιταγή, αφού με τον τρόπο αυτό η καθής λαμβάνει ωφελήματα δυσανάλογα των παροχών της. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της καταχρηστικότητας του ανατοκισμού ενισχύεται από την πρόσθετη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 4 εδ. β του ν. 2789/2000, σύμφωνα με την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούται να μην αρχίσουν ή να μην συνεχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι 31.10.2000, (ήδη 31.12.2001 σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001) για απαιτήσεις που προέρχονται από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους (βλ. και ΜΠρΑθ 2798/2000, ΜΠρΑθ 2772/2000 αδημ.) Κατόπιν αυτού γενομένου δεκτού του λόγου αυτού πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή ως ουσία βάσιμη και να ακυρωθεί η 27.7.1999 επιταγή προς πληρωμή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθής λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμολία των διαδίκων,

Δέχεται την ανακοπή.

Ακυρώνει την από 27.7.199 επιταγή προς πληρωμή που έχει υπογράψει ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθής Κων/νος Κουτσιούμπας.

Επιβάλλει σε βάρος της καθής τα δικαστικά έξοδα της ανακοπτόντων τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 5 Νοεμβρίου 2002.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *