Δέσμευση μέρους των καταθέσεων και ανταλλαγή τους με ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου είναι το σενάριο που αρχίζει να “παίζει» τις τελευταίες μέρες στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα, ως η μοναδική βιώσιμη λύση μπροστά στο τραγικό οικονομικό αδιέξοδο της χώρας. Η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων καθίσταται επιβεβλημένη, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι δεν επιτυγχάνονται, το έλλειμμα παραμένει στα περυσινά επίπεδα του 10%, ενώ αβέβαιη θεωρείται πλέον και η επιτυχής ολοκλήρωση του PSI
Το σχέδιο υποστηρίζεται από παράγοντες της ΕΕ και Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι εκτιμούν ότι για να αποφύγει η Ελλάδα την κατάρρευση και να παραμείνει στην ευρωζώνη, “δεν αρκεί πλέον η βοήθεια της τρόικας: Πρέπει να συμβάλλουν επιπλέον οι πολίτες της” – αυτή τη φορά όχι αποδεχόμενοι περικοπές αμοιβών και πρόσθετες φορολογίες, αλλά εισφέροντας “οβολόν” από τις αποταμιεύσεις τους.
Όπως έχει επισημανθεί στις συζητήσεις που έγιναν τις τελευταίες μέρες, με αυτόν τον άτυπο υποχρεωτικό εσωτερικό δανεισμό, το ελληνικό Δημόσιο θα μετακυλήσει μεγάλο μέρος τους χρέους και η βιωσιμότητα του δεν θα εξαρτηθεί πλέον από τον βαθμό υλοποίησης του PSI.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, στις ελληνικές τράπεζες υπάρχουν ιδιωτικές καταθέσεις 180-190 δισ. ευρώ. Με τη δέσμευση ποσοστού 50% -60% αυτών των καταθέσεων και την ανταλλαγή τους με ομόλογα, το Δημόσιο θα αντλούσε περί τα 100 δισ. ευρώ, περιορίζοντας δραστικά τις δανειακές ανάγκες του για τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από την έκβαση του PSI και τον ρυθμό εκταμίευσης του δανείου της τρόικας.
Το σχέδιο αφορά τις καταθέσεις ιδιωτών που είναι Έλληνες πολίτες και αποκλείει τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εταιριών και αλλοδαπών.
Το θέμα, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει συζητηθεί εκτενώς στις Βρυξέλλες και έχει εξασφαλίσει το πράσινο φως από τη Γερμανία. Εγείρονται όμως πολλά ζητήματα που καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την λήψη οριστικής απόφασης.
Εκτός από τον κίνδυνο αντιδράσεων που θα μπορούσαν να προσλάβουν μορφή λαϊκής εξέγερσης, θεωρείται βέβαιο ότι θα ανέκυπταν και νομικές εμπλοκές, με την άσκηση μαζικών προσφυγών στα ελληνικά δικαστήρια, στο ευρωδικαστήριο και στο δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Προς το παρόν πάντως η ιδέα παραμένει στο τραπέζι προς συζήτηση και ενδέχεται να υιοθετηθεί ως έσχατη λύση.