Δεν χρειάζεται να έχει διατελέσει κανείς μαθητής και πολύ περισσότερο συνάδελφος, όπως με υπερηφάνεια μπορεί να δηλώσει ο γράφων κατά τρόπον τινά (λέκτορας), με τον νομπελίστα καθηγητή των οικονομικών Harry Markowitz και «πατέρα» της σύγχρονης θεωρίας χαρτοφυλακίου (modern portfolio theory) για να γνωρίζει κάτι βασικό:
Κοινώς, να μη βάζει όλα τα αβγά του σε ένα καλάθι, γιατί μπορεί να πέσει και να του σπάσουν.
Η διαφοροποίηση χαρτοφυλακίου, είτε αφορά επενδύσεις σε χρηματιστήρια είτε άλλες αγορές, είναι επίκαιρη.
Διδάσκεται σε όλους τους πρωτοετείς φοιτητές που παίρνουν το μάθημα Finance 101 (χρηματοοικονομικά) στα αμερικανικά πανεπιστήμια και πιστεύουμε και στα πανεπιστήμια των υπόλοιπων χωρών της Δύσης.
Kι όμως, οι Έλληνες τραπεζίτες έκαναν το λάθος να αγνοήσουν αυτόν τον απλό κανόνα στην επενδυτική πολιτική που εφάρμοσαν στην αγορά ομολόγων, φουλάροντας τα χαρτοφυλάκια των πιστωτικών ιδρυμάτων με ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε.
Οι μέτοχοι των τραπεζών έχουν υποστεί σοβαρό πλήγμα, χάνοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας τους από την κάθετη πτώση των μετοχών και, ακόμη χειρότερα, κινδυνεύουν να τα χάσουν όλα αν τα πιστωτικά ιδρύματα κρατικοποιηθούν.
Κι όμως, όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι υπεύθυνοι εφάρμοζαν την αρχή της διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου ομολόγων και ενεργούσαν με κριτήριο τη μεγιστοποίηση της αξίας των μετοχών τους.
Αν το έκαναν, οι τράπεζες σήμερα θα είχαν πολύ λιγότερα ελληνικά ομόλογα από αυτά που έχουν σήμερα και πρέπει να «κουρέψουν» και οι συμμετέχοντες στις αγορές δεν θα πίεζαν τόσο πολύ τις μετοχές τους.
Άλλωστε, δεν υπήρχε λόγος να έχουν τόσο πολλά ελληνικά ομόλογα από τη στιγμή που η Ελλάδα ήταν μέλος της ευρωζώνης και δεν υπήρχε συναλλαγματικός κίνδυνος από τις τοποθετήσεις στα κρατικά ομόλογα της Γερμανίας, της Γαλλίας κ.ά. με βάση κάποιο κριτήριο.
Ακόμη κι αν επέλεγαν να έχουν μεγαλύτερη έκθεση σε ελληνικά ομόλογα από αυτήν που δικαιολογούσε το μοντέλο, σίγουρα δεν θα έφθανε κοντά στα σημερινά ποσοστά επί του συνολικού χαρτοφυλακίου ομολόγων και επομένως θα κατέγραφαν πολύ λιγότερες ζημίες.
Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το μεγάλο ποσοστό ελληνικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιό τους οφείλεται στην επιθυμία τους να βοηθήσουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας σε μια δύσκολη στιγμή.
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι η συγκεκριμένη επιθυμία έπαιξε ρόλο στις επενδυτικές επιλογές τους.
Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι επιλογές τους έχουν κοστίσει πολύ ακριβά στους μετόχους των τραπεζών, για τα συμφέροντα των οποίων θα έπρεπε να ενδιαφέρονται πρωτίστως.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες είχαν σημαντική έκθεση σε ελληνικά ομόλογα και πριν ενσκήψει η κρίση του 2009 – 2010.
Επομένως, κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι αγνόησαν την αρχή της διάχυσης του ρίσκου γιατί πίστευαν ότι θα έβγαζαν μεγαλύτερα κέρδη για τους μετόχους τους και φυσικά και για τις ίδιες υπό τη μορφή μπόνους.
Προφανώς, έκαναν λάθος.
Φυσικά, όλα αυτά θα μπορούσαν και έπρεπε να είχαν αποφευχθεί αν η κυβέρνηση Παπανδρέου – Παπακωνσταντίνου δεν έδινε ρεσιτάλ κακοδιαχείρισης της κρίσης και λάμβανε τα απαραίτητα μέτρα νωρίς, όταν η προκάτοχός της είχε φροντίσει να παραδώσει πιο νοικοκυρεμένα δημόσια οικονομικά.
Όμως, οι υψηλόβαθμοι τραπεζίτες γνώριζαν πολύ καλά την ποιότητα των Ελλήνων πολιτικών με τους οποίους «τακιμιάζονταν» συχνά.
Επομένως, θα έπρεπε αφενός να είναι έτοιμοι για όλα και αφετέρου να έχουν προειδοποιήσει ιδιωτικώς (εμπράκτως) και δημοσίως για το πού οδηγούνταν η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας εγκαίρως.
Όμως, δεν έκαναν ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Κοντολογίς, οι πολιτικοί και η κρατική μηχανή φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων.
Όμως, μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις επιπτώσεις που έχει το «κούρεμα» στους μετόχους των τραπεζών φέρουν οι τραπεζίτες γιατί τους εμπιστεύτηκαν.