«Νεόδμητη μεζονέτα 150 τ.μ. πωλείται έναντι 850 χιλιάδων ευρώ στον Λυκαβηττό.»
«Μεζονέτα στην Εκάλη 250 τ.μ. δεκαετίας πωλείται προς 1,5 εκατ. ευρώ.»
«Μονοκατοικία 450 τ.μ. σε οικόπεδο 225 τ.μ. κατασκευής 2001 στο Χαλάνδρι διατίθεται έναντι 1,3 εκατ. ευρώ.»
«Νεόδμητη μεζονέτα στην Γλυφάδα 260 τ.μ. πωλείται προς περίπου 1 εκατ. ευρώ.»
«Μεζονέτα 210 τ.μ. στη Βούλα διατίθεται προς 850 χιλιάδες ευρώ.»
Οι παραπάνω κατοικίες αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα των περίπου χιλίων πολυτελών οικιστικών ακινήτων (όπως υπολογίζουν κτηματομεσιτικά δίκτυα) στην Αττική, τα οποία, αν και πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, δεν βρίσκουν αγοραστές.
Στη παρούσα φάση η συγκυρία δεν ευνοεί τους πωλητές ακριβών ακινήτων. Τα πολυτελή σπίτια είναι στην συντριπτική τους πλειονότητα δύσκολο να πουληθούν λόγω κρίσης και φορολογίας και αυτό το γνωρίζουν καλά οι όποιοι αγοραστές που, στην κυριολεξία, κάνουν εξαιρετικά χαμηλές προσφορές με την προσδοκία ο πωλητής να βρίσκεται σε δεινή θέση και σε μεγάλη ανάγκη για μετρητά. Το παρακάτω παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό: τριώροφη αυτόνομη πολυτελής κατοικία, με πισίνα, κήπο και απεριόριστη θέα προς τη θάλασσα στη Γλυφάδα αποτιμήθηκε από μεσιτικό γραφείο προς 3 εκατ. ευρώ. Η καλύτερη προσφορά που πήραν, μέχρι σήμερα, οι πωλητές ήταν 800 χιλιάδες ευρώ…
Η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως να μοιάζει εύλογη, εάν ληφθεί υπόψη η καθίζηση της οικονομίας, ωστόσο το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η παραοικονομία δεν «κινεί την κτηματαγορά». Και όχι άδικα, καθώς, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, το μαύρο χρήμα στην Ελλάδα αντιστοιχεί (δεδομένα 2010) στο 29,9% του ΑΕΠ, ήτοι σε 69,05 δισεκατομμύρια ευρώ.
«Η πολλαπλή και σύνθετη φορολόγηση των ακινήτων και δη αυτών που έχουν μεγάλη επιφάνεια, τα υπέρογκα έξοδα συντήρησης, η επιβολή τεκμηρίων, το υφεσιακό περιβάλλον και η αύξηση της ανεργίας καθιστούν απαγορευτική την απόκτηση ενός μεγάλου, έστω και πολύ φθηνότερου σε σχέση με μερικούς μήνες ή χρόνια πριν, σπιτιού» αναφέρει στο Capital.gr o Γιώργος Λίτσας, επικεφαλής εμπορικών ακινήτων της Δανός / BNP Paribas Real Estate.
Διψήφια μείωση τιμών
Σε τι ποσοστό ανέρχεται η έκπτωση των μεγάλων και πολυτελών ακινήτων; Από 15% έως και 30% ή περισσότερο, ακόμη και 50% σε ορισμένες περιπτώσεις, σύμφωνα με τους κτηματομεσίτες.
Πλην της υπερφορολόγησης που καθιστά την ιδιοκτησία ιδίως μεγάλων ακινήτων «απαγορευμένο καρπό», η ανυπαρξία ξένων επενδύσεων συμβάλλει στη συρρίκνωση του αγοραστικού ενδιαφέροντος για τη συγκεκριμένη κατηγορία ακινήτων.
Η Αθήνα κατατάσσεται στην τελευταία θέση, ανάμεσα σε 36 ευρωπαϊκές πόλεις, σε επίπεδο ευνοϊκού προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλοντος, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Cushman&Wakefield.
Έτσι η ανυπαρξία μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, των οποίων τα ανώτερα και ανώτατα στελέχη παραδοσιακά στρέφονται σε μεγάλες και πολυτελείς κατοικίες είναι μία από τις βασικές αιτίες που το ενδιαφέρον για την συγκεκριμένη κατηγορία ακινήτων έχει βαλτώσει, σύμφωνα με παράγοντες του real estate.
Και η παραοικονομία; «Το μαύρο χρήμα» μπορεί να είναι αγνώστου προέλευσης, αλλά δεν πηγαίνει παντού» επισημαίνουν χαρακτηριστικά κτηματομεσίτες. Με άλλα λόγια, όσοι διαθέτουν ρευστότητα και αναζητούν να αγοράσουν ακίνητο, στρέφονται καταρχήν σε αγορές του εξωτερικού, στο Λονδίνο ή το Βερολίνο, όπως πιστοποιούν κτηματομεσίτες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
«Αφενός οι αποδόσεις των οικιστικών ακινήτων στο εξωτερικό είναι υψηλότερες σε σχέση με αυτές στην Αθήνα, αφετέρου εκεί το ρίσκο του να μείνει χωρίς ενοικιαστή μία κατοικία είναι απειροελάχιστο έως ανύπαρκτο. Εξάλλου, οι επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα επικεντρώνονται σε assets που θεωρούνται προνομιακά, γειτνιάζουν με σταθμούς μετρό ή κεντρικές οδικές αρτηρίες. Γι΄ αυτό εκτιμάται ότι οι αξίες των μεγάλων και πολυτελών ακινήτων θα υποχωρήσουν ακόμη και άνω του 50% σε διάστημα πενταετίας» αναφέρει ο κ. Λίτσας.
Πράγματι σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ακόμη και μετά την κατάργηση του πόθεν έσχες η συντριπτική πλειονότητα των αγοραπωλησιών στο εγχώριο real estate πραγματοποιείται για μικρά ή μεσαία ακίνητα αξίας 200-300 χιλιάδων ευρώ και από όσους διαθέτουν μετρητά.