Πιστή στην προαναγγελθείσα απόφασή της να αυξήσει κατά 50 μονάδες βάσης (0,50%) τα επιτόκια του ευρώ παρέμεινε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τη σημερινή της συνεδρίαση.
Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σχετική ανακοίνωση, η ΕΚΤ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να «παγώσει» τις επόμενες αυξήσεις, επικαλούμενη το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, οι αποφάσεις θα ληφθούν ανάλογα με τα στοιχεία, γεγονός που σημαίνει ότι ο «οδικός χάρτης» που προέβλεπε και νέες αυξήσεις μέσα στους επόμενους μήνες δεν είναι πλέον δεδομένος.
Παράλληλα, η ΕΚΤ αναφέρει ότι παρακολουθεί στενά τις εντάσεις που καταγράφονται στις αγορές και είναι έτοιμη να παρέμβει ώστε να διατηρήσει τη σταθερότητα.
Επιπλέον, τονίζει την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, προσθέτοντας όμως ότι διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία για να υποστηρίζει το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Πλέον, μετά και τη σημερινή αύξηση, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από την ΕΚΤ διαμορφώνεται σε 3%, έναντι 2,5% μέχρι πρότινος ενώ το βασικό επιτόκιο του ευρώ ανέρχεται σε 3,5% έναντι 3%.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο της ανακοίνωσης της ΕΚΤ, «το Διοικητικό Συμβούλιο παρακολουθεί στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είναι έτοιμο να ανταποκριθεί όπως απαιτείται για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικός, με ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. Σε κάθε περίπτωση, η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί, και να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Οπως εξηγεί στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ, ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πάρα πολύ καιρό.
Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, κίνηση ευθυγραμμισμένη με την αποφασιστικότητά του να διασφαλίσει την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας ενισχύει τη σημασία μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα για τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής, η οποία θα καθορίζεται από την εκτίμησή του για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό υπό το φως των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων, της δυναμικής του υποκείμενου πληθωρισμού και τη δύναμη της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ οριστικοποιήθηκαν στις αρχές Μαρτίου πριν από την πρόσφατη εμφάνιση εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ως εκ τούτου, αυτές οι εντάσεις συνεπάγονται πρόσθετη αβεβαιότητα γύρω από τις βασικές εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη. Πριν από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις, η βασική πορεία για τον μετρούμενο πληθωρισμό είχε ήδη αναθεωρηθεί προς τα κάτω, κυρίως λόγω της μικρότερης συμβολής των τιμών της ενέργειας από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως.
Το προσωπικό της ΕΚΤ βλέπει τώρα τον πληθωρισμό κατά μέσο όρο 5,3% το 2023, 2,9% το 2024 και 2,1% το 2025. Ταυτόχρονα, οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές παραμένουν ισχυρές. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας και των τροφίμων συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 4,6% το 2023, ποσοστό υψηλότερο από αυτό που αναμένονταν στις προβλέψεις του Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια, προβλέπεται να μειωθεί στο 2,5% το 2024 και στο 2,2% το 2025, καθώς οι ανοδικές πιέσεις από προηγούμενες κρίσεις προσφοράς και το άνοιγμα της οικονομίας εξασθενούν και καθώς η αυστηρότερη νομισματική πολιτική μειώνει ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση.
Οι βασικές προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 έχουν αναθεωρηθεί έως και 1% κατά μέσο όρο ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών της ενέργειας όσο και της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της οικονομίας στο απαιτητικό διεθνές περιβάλλον. Στη συνέχεια, το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί περαιτέρω, στο 1,6%, τόσο το 2024, όσο και το 2025, υποστηριζόμενη από μια ισχυρή αγορά εργασίας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη των πραγματικών εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη της ανάπτυξης το 2024 και το 2025 είναι ασθενέστερη από ό,τι προβλεπόταν τον Δεκέμβριο, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής».