Γιατί οι παρούσες ρυθμίσεις χρεών είναι καταδικασμένες σε διαρκή αποτυχία

Κι όταν λέμε αποτυχία δεν εννοούμε για το δημόσιο. Μια χαρά εισπράττει και έχει υπεραποδοση από το βουνό επισφαλειών που έχει δημιουργηθεί με την υπερφορολόγηση -τοις ευλογίας των δανειστών – από το 2010.

Η αποτυχία εναποτέθηκε στους οφειλέτες (δημοσίου και τραπεζών) οι όποιοι εξακολουθούν να είναι μπλεγμένοι σε ένα κουβάρι ατελείωτου χρέους χωρίς να ολοκληρώνεται στις περισσότερες περιπτώσεις η κανονική επανένταξή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή, πράγμα που υποτίθεται ότι είναι ο σκοπός των ρυθμίσεων τόσο του πτωχευτικού όσο και του γενικότερου συναφούς δίκαιου.

Άλλωστε τόσο οι δανειολήπτες, με λίγες εξαιρέσεις, όσο και οι οφειλέτες του δημοσίου δεν ήταν μπαταχτσήδες και απόδειξη αυτού ήταν η ομαλή εξυπηρέτηση των οφειλών προ 2010. Και των πρώτων και των δεύτερων επιδεινώθηκε η ικανότητα τους να αποπληρώνουν αφενός μεν γιατί η διαρκής ύφεση απομείωνε τους μισθούς τους και αφετέρου γιατί ταυτόχρονα αυξάνονταν γεωμετρικά οι φόροι, οι εισφορές, η ΔΕΗ (με τα δεκάδες τέλη) κλπ. 

Τουτέστιν δεν είναι οι πολίτες υπεύθυνοι κατά μεγάλο βαθμό για τις όφειλες τους, αλλά το κράτος, το οποίο αποτυγχάνοντας να επιλύσει την κρίση μετακύλησε και το κόστος της σε αυτούς. Πρόκειται ξεκάθαρα για αποτυχία του κράτους και ακολούθως των πολιτών, όσο κι αν οι δεύτεροι ευθύνονται για το πρώτο.

Οι λίγες εξαιρέσεις μπαταχτσήδων είναι σταγόνα στον ωκεανό των σημερινών οφειλετών που ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι αρκετοί έκαναν διαχειριστικές υπερβολές και λάθη, για το κάλο της κοινωνίας και της χώρας πρέπει να δούμε α) πως θα απαλλαγούν οι περισσότεροι ευλόγως από τις οφειλές τους και β) πως θα συνεχίσουν να συμμετέχουν στο εθνικό κεφάλαιο. 

Είναι εντυπωσιακό πόσο γενναιόδωρη είναι η πολιτεία σε ζητήματα ιδεολογικού τύπου πχ στο ποινικό δίκαιο και στις δυνατότητες που δίνει ακόμα και σε αμετανόητους εγκληματίες να επανενταχτούν ακόμα και όταν είναι προφανές ότι δεν θα το κάνουν.  Αντίθετα όμως, όταν εμπλέκονται οικονομικές παράμετροι η γενναιοδωρία αυτή είναι απούσα.

Οι σημερινές ρυθμίσεις, τόσο των 120 δόσεων όσο και του νόμου Κατσέλη όπως έγινε γνωστός αλλά και του εξωδικαστικού όπως διαμορφώθηκε (δεν κουρεύει κεφάλαιο) είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, δηλαδή στη ΜΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗ των οφειλετών από αναγκαίο μέρος των οφειλών τους ώστε να είναι ευλόγως και ανθρωπίνως δυνατό να αποπληρώσουν το υπόλοιπο σε εύλογες δόσεις και σε εύλογο διάστημα, για τους εξής λόγους:

1. Σήμερα η απαλλαγή του οφειλέτη από το ποσό του κεφαλαίου διαγραφής δεν επέρχεται ακαριαία, δηλαδή με τη δικαστική απόφαση ή τη ρύθμιση, αλλά έχει ως προϋπόθεση την έγκαιρη εξόφληση ενός  συγκεκριμένου άλλου ποσού (που απομένει μετά τη ρύθμιση ή το κούρεμα). 

Αυτό είναι λάθος.  

Σε πολλές  περιπτώσεις που ξεπερνούν το 30% η ρύθμιση είναι ανεπαρκής, δηλαδή παραβλέπει τις πραγματικές δυνατότητες του οφειλέτη  με συνέπεια αυτός είτε να αδυνατεί να κάνει οποιαδήποτε καταβολή είτε να μπορεί να δίνει πολύ λιγότερα. Συνέπεια; 

Βγαίνει έκτος ρύθμισης, και άσκοπα μπήκε στην όλη διαδικασία. 

Αυτό, η κυβέρνηση αντί να το βελτιώσει, το χειροτέρεψε με την τελευταία ενημέρωση του νόμου Κατσέλη αυστηροποιώντας τις συνέπειες  παράλειψης δόσεων και μην λύνοντας με σαφή τρόπο τη δυνατότητα συνέχισης της ρύθμισης από τους κληρονόμους, καθώς μεγάλος αριθμός οφειλετών πεθαίνει ή έχει προβλήματα υγείας αφού η κρίση ξεπέρασε κάθε λογικό όριο (10 χρόνια).

Αποτέλεσμα, οι οφειλέτες και οι κληρονόμοι τους να εκπίπτουν από τις ρυθμίσεις και το νόμο Κατσέλη και να έχουμε τεράστιο αριθμό αποποιήσεων-δημεύσεων περιουσιών.

2. Το ποσοστό όσων μπαίνουν σε ρύθμιση κάποιου τύπου (δικαστική ή εξώδικη, για οφειλές σε δημόσιο ή τράπεζες) αλλά στη συνεχεία αφού έχουν δαπανήσει χρόνο και χρήμα, βγαίνουν εκτός ρύθμισης και προστασίας θα αυξηθεί πολύ περισσότερο προσεχώς από το 30% σε πάνω από 50%. 

Κι αυτό επειδή οι ρυθμίσεις οι σημερινές ακολουθούν τη λογική της μη επίλυσης του δημοσίου χρέους: απλά κλωτσάμε το τενεκεδάκι λίγο καιρό παρακάτω. 

Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα της ιδιωτική υπερχρέωσης σε τράπεζες και δημόσιο. To επιδεινώνει.

Ήδη λόγω της καθυστέρησης της εκδίκασης των αιτήσεων του ν. Κατσέλη πολλοί πολίτες πληρώνουν το συνήθως μικρό ποσό της προσωρινής διαταγής

Όταν όμως εκδικαστούν οι αιτήσεις τους και μπουν στη ρύθμιση το ποσό πληρωμής κατά κανόνα θα αυξηθεί. 

Προσέτι, μετά την α’ ρύθμιση των 3-5 ετών ακολουθεί  η καταβολή της δόσης της 20ετίας, όπου η δόση αυξάνεται εκ νέου επειδή είναι έντοκη και έχει νέο τρόπο υπολογισμού.

3. Ταυτόχρονα παρότι οι εισφορές μειώθηκαν όντως για το 80% των ελευθέρων επαγγελματιών, αυξήθηκαν υπέρμετρα για ένα υπόλοιπο 10%, και παραμένουν οι αντισυνταγματικοί για την πλειοψηφία δημευτικοί φόροι του ΕΝΦΙΑ, τέλους επιτηδεύματος και φόρου 26% από το 1ο ευρώ. 

Αρά όσο και να πληρώνουν για παλιές οφειλές οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ιδιοκτήτες ακινήτων, η παρούσα υπερφορολόγηση πάλι θα αυξάνει τις οφειλές τους στο δημόσιο.

Αυτή η δομή είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα δημιουργήσει αν δεν δημιουργεί ήδη σιωπηρά μια νέα γενιά οφειλετών κόκκινων δάνειων και χρεών στο δημόσιο και δείχνει ότι ο σημερινός τρόπος διευθέτησης είναι επιεικώς λάθος

Η δομή ρυθμίσεων είναι αδικαιολόγητα περιπλοκή και αυστηρή και πρέπει να απλοποιηθεί σε χρόνο και διαδικασία και ασφαλώς να γίνουν εύλογα κουρέματα.

Το δημόσιο δεν χρειάζεται τόσο τεράστια ποσά επισφαλειών για να αντλεί φοροδοσία όταν τα τακτικά ετήσια έσοδα ήδη είναι επαρκή, ούτε και οι τράπεζες με τόσες δυνατότητες χρειάζονται ένα τόσο ασφυκτικό πλαίσιο  διαπραγμάτευσης με τον οφειλέτη. 

Ήδη ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ οι οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία και τα 100 δισ. στο δημόσιο. 

Με αλλά λόγια καλύπτουν το μισό δημόσιο χρέος, με τη λεπτομέρεια ότι η πλειοψηφία των εισπράξιμων οφειλών αφορά μικρομεσαίους Έλληνες και όχι τις ανώτερες τάξεις. 

Ακόμα και έτσι, μιας και πρόκειται περί ξεκάθαρης δημεύσεως περιουσιών μέσω φόρων και εισφορών, ένα ποσοστό 20% των πολιτών δεν έχει καμία δυνατότητα να πληρώσει κι ένα ακόμα τόσο ποσοστό μπορεί να πληρώσει ελάχιστα. 

Επομένως είναι απολύτως άσκοπο να διακρατούνται αυτές οι οφειλές ενεργές καθώς καθιστούν επαχθή για σημαντική μερίδα πολιτών τη στοιχειώδη κοινωνική τους και επαγγελματική λειτουργικότητα. 

Διαβάζουμε μάλιστα εξοργιστικά σκεπτικά σε δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν αντισυνταγματικές τις διαγραφές φόρων/εισφορών επί τάχα της αρχής της ισότητας (οι άλλοι πλήρωσαν, εσύ γιατί όχι) ενώ είναι προφανές ότι τα τεκμήρια και η υπερφορολόγηση  που εφαρμόζει το δημόσιο είναι η εξαρχής παρανομία -καθώς εξισώνουν πολίτες με ανόμοια εισοδήματα – έτσι ώστε οι αρκετοί πολίτες να αποκτούν αρνητική περιουσία δια της βίας. 

Με άλλα λόγια κάθε πολίτης έχει εντελώς ξεχωριστή φοροδοτική ικανότητα και κάποιοι δεν έχουν καθόλου. Άλλα αυτό κάνουν ότι δεν θέλουν να το καταλάβουν ορισμένοι συμπεριλαμβανόμενων κάποιων δικαστών. 

Στην Αμερική οι μισοί πολίτες δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος και δεν χρειάζεται καμία εξήγηση γι’ αυτό: δεν μπορούν.

Άρα ακόμα και όταν το κράτος πάει να διορθώσει το κακό που έκανε το ίδιο στο παρελθόν με την οριζόντια υπερφορολόγηση έρχονται κάποιοι δικαστές να το σταματήσουν. 

Κάποιοι μάλιστα χωρίς να έχουν υπόψη τους τη γενική εικόνα του ασφαλιστικού επικαλούνται την ανάγκη διασφάλισης των συντάξεων λες και ο ασφαλισμένος πρέπει  να παραμένει εσαεί χρεωμένος και υπερφορολογημένος  για την ικανοποίηση αυτής της ουτοπικής και παράλογης επιθυμίας. 

Με απλά λόγια αν διαγράφονταν αυτή τη στιγμή το 50% από τα 130% δισ. επισφαλειών τίποτα δεν θα έχανε το ελληνικό δημόσιο σε εισπραξιμότητα και μελλοντική εξασφάλιση. Ο ΕΦΚΑ και η φορολογία είναι πλεονασματικότατες. 

Θα κέρδιζαν μόνο οι πολίτες μια ανάσα που δικαιούνται. 

Φυσικά οι δανειστές παρότι είναι σε θέση να το καταλάβουν αυτό, συμφωνούν στη βαθμιαία υπερχρέωση των Ελλήνων διαφωνώντας με διαγραφές χρεών ακόμα και αν αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον δήθεν αναπτυξιακό χαρακτήρα των μνημονίων παρά τις παράπλευρες όπως αυτή (υπερχρέωση στο δημόσιο) αφύσικες τους συνέπειες που αποδεικνύει ότι τα μνημόνια ήταν εγκληματικά αποτυχημένα.

Μη ξεχνάμε ότι το βαθύ δημόσιο δεν πειράχτηκε, και οι φόροι όχι απλά δεν ενόχλησαν άλλα επιβάλλονταν από το ΔΝΤ (βλ μείωση αφορολόγητου) παρά την ύφεση που δημιουργούσαν με τη μείωση της κατανάλωσης, των επενδύσεων κλπ.

Τούτων δοθέντων πρέπει να γίνεται εξ αρχής μια εύλογη και αμετάκλητη διαγραφή ενός μέρους των χρεών χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση πλην των εισοδηματικών, ώστε να ανακουφίζονται οι οφειλέτες ουσιαστικά και να μην είναι διαρκώς απασχολημένοι με την –βεβαία– έξοδο τους από τη ρύθμιση και την εφιαλτική επαναφορά των χρεών τους στο αρχικό κεφάλαιο. 

Άλλωστε αυτή την πρόθεση υποτίθεται ότι έχει και ο νομοθέτης. Όταν όμως παραβλέπει -μέσω των διαδικασιών του και οργάνων του – ότι ένας στους τρεις πολίτες έχει εξαιρετικά περιορισμένα εισοδήματα, απλά πυροβολεί τον εαυτό του στο πόδι, γιατί όσο αυτοί οι πολίτες παραμένουν και χρεωμένοι και  εκτός αγοράς, το φαινόμενο διαιωνίζεται και επεκτείνεται σε ευρύτερο αριθμό πολιτών κι αυτό είναι αρκετά σαφές ύστερα από χρόνια αποτυχημένων πολιτικών. 

Ο νομός Κατσέλη από μόνος του υπήρξε κορυφαίο παράδειγμα κοπτοραπτικής.

4. Αντικατάσταση του δικαστικού έργου με την πλατφόρμα του εξωδικαστικού.

Έχει αποδειχθεί ότι παρά τις ποικίλες παρεμβάσεις και τροποποιήσεις η δικαστική οδός παραμένει έως σήμερα προβληματική.

α) εξαίτιας του τεραστίου διαστήματος για την εκδίκαση των αιτήσεων που έφτανε ως το 2025+ και 

β) λόγω των σημαντικών αποκλίσεων της νομολογίας όπου συχνά δανειολήπτες με πανόμοια βιοτικά χαρακτηριστικά λαμβάνουν εντελώς διαφορετικές ρυθμίσεις (πχ ο ένας μεγαλύτερη διαγραφή χρέους από τον άλλο) με συνέπεια ανασφάλεια δίκαιου και έκβασης για ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα.

Αρά η ρύθμιση/διαγραφή των οφειλών θα έπρεπε άμεσα να γίνεται μέσω αλγορίθμου που θα εξετάζει:

α) τα εισοδήματα του δανειολήπτη 
β) τις καταθέσεις και τα αποκτήματα των τελευταίων 5 ετών (βλ. νομολογία ΣτΕ)  και
γ) ακολούθως να διαγράφεται συμμετρικά το χρέος του προς ιδιώτες και δημόσιο. 

Δοθέντος ότι σημαντικός αριθμός οφειλετών παραμένουν ανήμποροι να αντιδράσουν οι δράσεις εδώ πρέπει να είναι γενναίες.  Ήδη υπάρχουν πρόνοιες στο νόμο για γενναίες διαγραφές για άνεργους κλπ, άλλα εφαρμόζονται με ανεξήγητη φειδώ. 

Επομένως πρέπει ο νομοθέτης να ορίζει ακόμα ειδικότερα τα ακριβή ποσοστά μείωσης/διαγραφής οφειλών με βάση μαθηματική εξίσωση. 

Πχ άνεργοι με μηδενικό εισόδημα 90% διαγραφή. Υποαπασχολούμενοι με κάτω ορίου φτώχειας 80% διαγραφή, κλπ, ειδάλλως δε θα τελειώσουμε ποτέ.

Εκατοντάδες χιλιάδες  αυτοαπασχολούμενοι βρέθηκαν με εξωφρενικές οφειλές στα ταμεία, ενώ στην πραγματικότητα είναι υποαπασχολούμενοι ή και άνεργοι.

Σημαντικός αριθμός επίσης μικρομεσαίου εισοδήματος ιδιοκτήτων απρόσοδων ακινήτων βρέθηκε να οφείλει ΕΝΦΙΑ πολλαπλάσιο των ετησίων εισοδημάτων τους. Και πολλοί άλλοι.

Όλοι αυτοί οι φόροι και οι εισφορές είναι αντισυνταγματικοί και δεν χρειαζόμαστε το ΣτΕ να μας πει αυτό που καταλαβαίνει και ένα μικρό παιδί.

Και βέβαια έχει ειδική άξια η μνεία της δικαιοσύνης για τα βουνά χρεών, καθώς έχουν δημιουργηθεί είτε με τη δική της επικύρωση, είτε με τη δική της παράλειψη.

Η δικαιοσύνη, όπως αποδείχθηκε είτε στην περίπτωση των παραγραφών για τους ελέγχους του δημόσιου, είτε με την απόφασή της να προστατέψει από έκδοση τους Τούρκους στρατιωτικούς είναι η μόνη εξουσία η όποια γίνεται υποχρεωτικά σεβαστή στους δανειστές ή σε γειτονικές χώρες όταν η εκτελεστική εξουσία ζορίζεται και ασφαλώς μπορεί να παρεμβαίνει επιβοηθητικά για την κυβέρνηση και τη χώρα.

Έλα όμως που δεν το έκανε στα φορολογικά βάρη, βαπτίζοντας συνταγματικούς το σύνολο των επιβληθέντων φόρων παρότι παραβίαζαν συνταγματικά δικαιώματα των πολιτών. Και όταν λέμε συνταγματικά δικαιώματα εννοούμε τα πρώτα δέκα άρθρα του συντάγματος.  Αυτά μετράνε.

Διορθωτική μόνο παρέμβασή της αξιώνοντας προστατευτικά όρια από το νομοθέτη, θα είχε συντελέσει στη μείωση της φτωχοποίησης και της υπερχρέωσης στο δημόσιο χωρίς να στερηθεί το τελευταίο σημαντικά έσοδα.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων δεν στάθηκε στο ύψος της σε καμία περίπτωση τόσο σε ανώτατο όσο και κατώτατο επίπεδο, δημιουργώντας με τις απαράδεκτες έννοιες του “δημοσίου συμφέροντος” ένα παρασύνταγμα, ανοίγοντας το δρόμο  για επανακαθορισμό του ρόλου της και την αξιολόγηση της ποιότητας της από τους διαδίκους πολίτες και δικηγόρους.

Αν το δημόσιο ξεπέρασε κάθε όριο δυνατότητας επιβολής φορών ήρθε ο καιρός να μάθει να κάνει και το αντίθετο. Να τους διαγράφει.

Ανεξάρτητα από το τι στάση έχουν οι δανειστές, μια τέτοια αλλαγή πλεύσης θα είχε μηδενική ζημιά στα δημόσια ταμεία και θα ενίσχυε την ψυχολογία της αγοράς.

Άλλωστε η μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων ήδη εξασφάλισαν πόρους στην κυβέρνηση για το μέλλον.  

Η τελευταία έχει εκτεθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό απέναντι στις ευαίσθητες κατηγορίες πολιτών λόγω της αδυναμίας της να υλοποιήσει μεγάλο μέρος όσων υπεσχέθη και να πείσει τους Ευρωπαίους για τις δίκες της λύσεις εξόδου από την κρίση.

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι οι πιο ειλικρινείς και αποτελεσματικές και για τα δυο μέρη ρυθμίσεις οφειλών γίνονται όταν ο οφειλέτης δεν έχει καθόλου περιουσία. Οι προτάσεις εδώ είναι αρκετά σαφείς και εξαιρετικά γενναιόδωρες. Με την καταβολή ενός μικρού μέρους της οφειλής ακόμη και εφάπαξ, ο οφειλέτης αυτός απαλλάσσεται ολοκληρωτικά. 

Μια τέτοια σκέψη είχε και η κυβέρνηση όταν πρωτο-εξελέγη αλλά ανέκρουσε πρύμναν κατόπιν βλακωδών αντιδράσεων, δυστυχώς προεξαρχόντων των δανειστών, που έχουν επανειλημμένα ομολογήσει και ότι εφάρμοσαν λάθος πολιτικές και ότι υπήρξαν αδικαιολόγητα σκληροί με την Ελλάδα. Δυστυχώς δεν ζούμε σε ευνομούμενες εποχές, παρά τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούνται.

Εν κατακλείδι η επιστροφή των οφειλετών στην κανονικότητα πρέπει να είναι σαφής και άμεση. Και αν κάτι πολύ σοβαρό δεν εμποδίζει αυτή την εξέλιξη τότε κακώς δεν υλοποιείται. 

Μέρος της επιστροφής αυτής πρέπει να είναι και η μείωση φόρων και εισφορών που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση μετά την (μη) έξοδο από τα μνημόνια. Οι μόνοι φόροι που πρέπει να μεταρρυθμιστούν είναι:

Α) το τέλος επιτηδεύματος που πρέπει καταργηθεί.
Β) ο φόρος από το πρώτο ευρώ 26% ομοίως.
Γ) Ο ΕΝΦΙΑ για τη μικρομεσαία περιουσία ομοίως.
Δ) η κατωτάτη εισφορά στα ασφαλιστικά ταμεία που πρέπει για όλους να κατέβει στα 90 ευρώ μηνά, όσο είναι και του ΟΓΑ, ώστε να προσέλθουν πλείονες χωρίς φόβο στο επιχειρείν και μεσοπρόθεσμα όσο περισσότεροι πληρώνουν τόσο μειώνεται το κόστος για όλους.

Ό,τι απώλειες υπάρξουν για την ανάγκη υπερπλεονασμάτων ας καλυφτούν από το φόρο περιουσίας που έπρεπε να είχε θεσπιστεί από το 2010 αλλά υποτίθεται θα εφαρμοστεί στο μέλλον.

Έστω και για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης (βλ. εκλογές) τέτοιες αλλαγές πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα, αν είναι να ωφελήσουν την καταπονημένη ελληνική κοινωνία.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Παπακασόλας είναι δικηγόρος Αθηνών

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *