Το αφήγημα για τα προβλήματα της Ευρωζώνης αρκετές φορές επικεντρώνεται, όπως είναι σωστό, στα προβλήματα των ιταλικών τραπεζών, εξαιτίας των 338 δισ. ευρώ σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η ελπίδα να ανακάμψουν είναι ελάχιστη ή και ανύπαρκτη, λόγω της παρατεταμένης κρίσης στη μεταποίηση. Το δράμα της Monte dei Paschi είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Tο πρόβλημα αυτό δεν προέκυψε από το πουθενά, καθώς τα «κόκκινα» δάνεια στην Ιταλία διογκώνονταν σταθερά από την κρίση του 2008 – 2009, με τον εντυπωσιακό ρυθμό των 50 δισ. ευρώ τον χρόνο. Αυτό έδειχνε την απροθυμία των τραπεζών να καταγράψουν ζημίες και μια αναβλητικότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος (η στρατηγική «περίμενε και θα δούμε»). Οι ιταλικές τράπεζες ανέμεναν ζωηρή ανάκαμψη στην οικονομική δραστηριότητα, η οποία απλώς δεν πραγματοποιήθηκε. Οι πολιτικές λιτότητας, μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ε.Ε., έπαιξαν και αυτές κάποιο ρόλο.
Κατά περιόδους έγιναν ενέσεις ρευστού με νέα κεφάλαια, τα οποία έφθασαν τα 80 δισ. ευρώ – τα 10 δόθηκαν στη Monte dei Paschi. O όποιος αντίκτυπος εξανεμιζόταν γρήγορα λόγω χαμηλής κερδοφορίας σε ένα ιδιαζόντως κατακερματισμένο περιβάλλον με μηδενικά επιτόκια. Με την ύφεση στην Ευρώπη το 2013 και το 2014 και τους αυστηρότερους κανόνες εποπτείας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, βάσει των οποίων τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναγνωρίζονται πιο γρήγορα ως ζημίες, οι ρωγμές έγιναν πολύ ορατές. Διάφοροι διαρθρωτικοί παράγοντες, όπως ο οικονομικός κύκλος και η λιτότητα, πρέπει να εξεταστούν για το θέμα των «κόκκινων» δανείων και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Εξ ου και για να προχωρήσει η συζήτηση επί του θέματος πρέπει να ιδωθεί με μια ευρωπαϊκή προοπτική. Φέτος τον Απρίλιο, βάσει των στοιχείων της ΕΚΤ, οι τράπεζες στην Ευρωζώνη βαρύνονται με 1,014 τρισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η σταδιακή ανάκαμψη στις αρχές του 2015 είχε θετικό αλλά διαφορετικό αντίκτυπο σε κάθε χώρα. Μια ανάλυση ανά χώρα δείχνει ότι, διαρθρωτικά, η Ιταλία αντιμετωπίζει το χειρότερο πρόβλημα. Παρά τις καθοδικές τάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα εν λόγω δάνεια στον ισολογισμό των τραπεζών της παραμένουν στο 30% των συνολικών το 16μηνο που διεξήχθη η ανάλυση. Και στη Γαλλία είναι υψηλή η απόλυτη αξία των δανείων, αλλά το ποσοστό φθάνει μόλις το 4% των συνολικών σε σύγκριση με το 18% της Ιταλίας. Η ανάκαμψη στην Ισπανία επέδρασε ευμενώς και τα «κόκκινα» δάνεια μειώθηκαν στο 6,26% πέρυσι από το 9,38% το 2013. Η δε Ελλάδα, με τα εκκρεμή δάνεια στο 35% του τραπεζικού δανεισμού, συμπληρώνει το θλιβερό νοτιοευρωπαϊκό πανόραμα.
Αντιθέτως, η Γερμανία εμφανίζει μείωση των εν λόγω δανείων κατά 30 δισ. ευρώ και πλέον, με το ποσοστό σήμερα στο 2,34% του συνόλου. Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας μετά την κρίση διευκόλυνε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αποπληρώσουν οφειλές. Στη Γερμανία και τη Γαλλία σχεδόν το 50% των «κόκκινων» πιστώσεων δόθηκε στη μεταποίηση και το υπόλοιπο σε νοικοκυριά και τράπεζες. Αντιθέτως, η δραστική κάμψη της βιομηχανίας στις περιφερειακές οικονομίες, όπως της Ελλάδας και της Ιταλίας, εκτίναξε τα «κόκκινα» δάνεια. Σχεδόν 75% είχαν χορηγηθεί σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες πιθανώς σήμερα να έχουν εξαφανιστεί από την αγορά – τέτοιες πιστώσεις δεν ανακτώνται ακόμη και με ισχυρή ανάκαμψη.