Επτά ευρωπαϊκές τράπεζες, ανάμεσά τους η… πανηγυρικά προβληματική Monte dei Paschi di Siena από την Ιταλία, αλλά και η γερμανική Deutsche Bank, η γαλλική Societe Generale και η ολλανδική ABN AMRO, είναι οι πλέον επικίνδυνες της Ευρώπης, με βάση το νέο δείκτη – κλειδί, που χρησιμοποιούν διεθνώς οι εποπτικές αρχές μετά το φιάσκο της Lehman Brothers, όταν αποδείχθηκε περίτρανα ότι είναι διάτρητος ο «κλασικός» δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας.
Του Νώντα Χαλδούπη
Για τους μυημένους στα θέματα της τραπεζικής εποπτείας, η είδηση των τελευταίων τραπεζικών stress test της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής δεν βρίσκεται σε όσα στοιχεία αφορούν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, που πράγματι δείχνουν βελτιωμένοι και σχετικά ανθεκτικοί στο δυσμενές σενάριο για την πλειονότητα των τραπεζών που ελέγχθηκαν.
Τα καθησυχαστικά συμπεράσματα που εξάγονται από την εξέταση των στοιχείων για τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στο βασικό και στο δυσμενές σενάριο της άσκησης προορίζονται να δημιουργήσουν στο ευρύτερο κοινό την εντύπωση ότι, ύστερα από αρκετά δύσκολα χρόνια, το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης ξεπερνά τις συνέπειες του παγκόσμιου σεισμού που προκάλεσε η κατάρρευση της Lehman.
Πέραν αυτής της κατ’ εξοχήν επικοινωνιακού χαρακτήρα προσπάθειας, όμως, οι πραγματικές «ειδήσεις» για την κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών, που είναι άκρως ανησυχητικές, κρύβονται στις τελευταίες σελίδες των αποτελεσμάτων του τεστ, σε ένα πίνακα όπου δημοσιεύονται τα αποτελέσματα της άσκησης σχετικά με τον πλέον σημαντικό, αυτή την εποχή, δείκτη υγείας των τραπεζών, δηλαδή σχετικά με το δείκτη μόχλευσης (leverage ratio).
Ο δείκτης μόχλευσης αποτυπώνει τη σχέση των βασικών ιδίων κεφαλαίων μιας τράπεζας με το συνολικό ενεργητικό της, σε αντίθεση με το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, ο οποίος αποτυπώνει τη σχέση κεφαλαίων και σταθμισμένου σύμφωνα με τον κίνδυνο ενεργητικού. Αυτή είναι μια τεράστια διαφορά, όπως φάνηκε στην κρίση του 2008, όταν η Lehman κατέρρευσε, παρότι είχε υγιείς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Αυτό συνέβη επειδή οι τράπεζες και κυρίως οι μεγαλύτερες, που είχαν την άδεια από τις αρχές να χρησιμοποιούν δικά τους μοντέλα στάθμισης κινδύνων, «μαγείρευαν» (και εξακολουθούν να «μαγειρεύουν») το σταθμισμένο σύμφωνα με τον κίνδυνο ενεργητικό, κατά τρόπον ώστε να μειώνεται τεχνητά και να εμφανίζεται υψηλός ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας.
Ύστερα από αυτή τη διαπίστωση, υπήρξε διεθνής συμφωνία να χρησιμοποιείται για σκοπούς εποπτείας διεθνώς και ο δείκτης μόχλευσης, που είναι απλός και δεν επιτρέπει «μαγειρέματα», ώστε να μην επαναληφθούν φαινόμενα τύπου Lehman. Έτσι, από το 2018 οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες, ανεξάρτητα από τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, να εμφανίζουν δείκτη μόχλευσης όχι χαμηλότερο από 3%. Μάλιστα, οι αμερικανικές εποπτικές αρχές υιοθέτησαν υψηλότερο όριο, 5%, ώστε να θωρακισθούν καλύτερα οι αμερικανικές τράπεζες.
Στην Ευρώπη, όχι τυχαία, αφού υπάρχουν τεράστια προβλήματα με τους χαμηλούς δείκτες μόχλευσης κορυφαίων τραπεζών, το όριο έχει τεθεί στο ελάχιστο ποσοστό, δηλαδή στο 3%. Ακόμη και με αυτή τη «χαλαρή» εποπτική μεταχείριση, όμως, επτά τράπεζες πέφτουν κάτω από τη βάση του 3% το 2018, με βάση το δυσμενές σενάριο της άσκησης της EBA.
Ενώ θα περίμενε κανείς στη λίστα να φιγουράρουν τραπεζικές επωνυμίες από την ευρωπαϊκή περιφέρεια, στη λίστα βρίσκονται τρεις γερμανικές τράπεζες, με σημαντικότερη την Deutsche Bank, που μάλιστα βρίσκεται ήδη από το 2015 επικίνδυνα κοντά στο όριο του 3% και στο δυσμενές σενάριο για το 2018 υποχωρεί στο 2,96%.
Επιπλέον, από τις χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης προέρχονται άλλες τρεις τράπεζες, η γαλλική Societe Generale, η μεγάλη ολλανδική ABN AMRO και η μικρότερη ολλανδική N.V. Bank Nederlandse Gemeenten. Στη λίστα ξεχωρίζει, βεβαίως, η ιταλική Monte dei Paschi di Siena, η μοναδική με αρνητικό δείκτη μόχλευσης στο δυσμενές σενάριο για το 2018, η οποία ανακοίνωσε την Παρασκευή, μια ώρα πριν δοθούν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα των ελέγχων, έκτακτο σχέδιο διάσωσης με αύξηση κεφαλαίου και πώληση όλων των προβληματικών δανείων.
Πρέπει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι εκτός από αυτές τις επτά τράπεζες που βρίσκονται κάτω από το όριο του 3% το 2018 στο δυσμενές σενάριο υπάρχουν αρκετές ακόμη που δεν έχουν περιληφθεί στη λίστα, αλλά είναι σχεδόν εξίσου ασθενείς, εμφανίζοντας δείκτες λίγο πάνω από το 3%. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, με δείκτη 3,04%, είναι η γερμανική Commerzbank.
Η ανάγνωση της λίστας επιβεβαιώνει όσους -ανάμεσά τους και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι- υποστηρίζουν ότι οι πραγματικοί κίνδυνοι για τη συστημική σταθερότητα στην ευρωζώνη προέρχονται από τους αχανείς και υψηλού ρίσκου ισολογισμούς που έχουν συγκροτήσει μεγάλες τράπεζες της ευρωζώνης, που έχουν πίσω τους τη θεωρητική «εγγύηση» ισχυρών κυβερνήσεων (βλ. Deutsche Bank).
Πράγματι, φαίνεται ότι ακόμη και θεωρητικά πανίσχυρες τράπεζες του στενού πυρήνα της ευρωζώνης, με ισολογισμούς που τα μεγέθη τους προκαλούν δέος σε κάθε υπουργό Οικονομικών, όπως η Deutsche και η S.G.έχουν δημιουργήσει τεράστια ανοίγματα με ισχνά κεφάλαια και είναι εκτεθειμένες σε κάθε απρόβλεπτη κίνηση των αγορών και των οικονομιών, στις οποίες δραστηριοποιούνται. Πολλές από αυτές τις θέσεις αφορούν χαρτοφυλάκια παραγώγων, που είναι εκτεθειμένα σε σοβαρά ρίσκα αγοράς και αθέτησης υποχρεώσεων από αντισυμβαλλόμενους.
Τέλος, για να γίνει αντιληπτό ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια, αρκεί να αναφερθεί ότι στο τέλος του 2015 ο δείκτης μόχλευσης των αμερικανικών τραπεζών ήταν στο 10% και των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών στο 6%. Οι Αμερικανοί φαίνεται ότι πήραν το μάθημα από την κατάρρευση της Lehman, ενώ οι Ευρωπαίοι στο ίδιο μάθημα βρίσκονται συνεχώς μετεξεταστέοι…