Είναι αλήθεια πως ο λυσσώδης αγώνας παραπληροφόρησης που διεξάγει η πλειοψηφία των παλιών συστημικών ΜΜΕ εναντίον της κυβέρνησης Τσίπρα (με τον Μπόμπολα να δείχνει πάντως αξιοσημείωτη ανοχή απέναντί της) αποτυπώνει πλήρως τη μάχη επιβίωσης που δίνει το τελευταίο διάστημα.
Όπως εμφανείς είναι κι οι σχέσεις αλληλεξάρτησης που έχει ακόμη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα υπό τη νέα ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, με όλο αυτό το σύστημα της διαπλοκής. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση αρκετοί δικαίως δηλώνουν τη στήριξή τους στο κυβερνητικό μπλοκ, παρότι αυτό δείχνει να έχει προκαλέσει με την πολιτική του έντονο κοινωνικό αναβρασμό. Είναι δεδομένο επίσης, ότι ο παραμορφωτικός φακός, μέσω των οποίων τα εν λόγω ΜΜΕ προβάλλουν τις πρόσφατες κινητοποιήσεις, δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά αλλά και σύγχυση σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης, στη συνείδηση της οποίας οι περισσότεροι φορείς ενημέρωσης έχουν πλήρως απαξιωθεί.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην «υπόθεση διαπλοκή», τον οποίο όλοι δείχνουν συνειδητά να παραβλέπουν. Κι αυτός έχει να κάνει να κάνει με τη συμμετοχή του τραπεζικού συστήματος στο όλο σχήμα.
Για να γίνω πιο σαφής, σύμφωνα με τον ορισμό που είχε δώσει πριν από λίγα χρόνια ο (γνωρίζων πρόσωπα και πράγματα εκ των έσω) Βασίλης Μουλόπουλος για το εν λόγω φαινόμενο: «Διαπλοκή είναι χρήμα για παραγωγή ενημέρωσης, ενημέρωση για παραγωγή πολιτικής και πολιτική για παραγωγή χρήματος». Με άλλα λόγια, μιλάμε για το γνωστό αμαρτωλό τρίγωνο πολιτικών-ΜΜΕ-τραπεζών, το οποίο επί χρόνια κυριαρχούσε στη δημόσια σφαίρα.
Έργα και ημέρες του τραπεζικού συστήματος
Στην εξίσωση, λοιπόν, που καλείται να λύσει η κυβέρνηση, φαίνεται να αγνοείται εντελώς το αμαρτωλό τραπεζικό σύστημα. Λες και δεν ξέρουν κι οι πέτρες ποιοι και με ποια ανταλλάγματα παρείχανθαλασσοδάνεια σε μιντιάρχες καθώς και στα κόμματα του πάλαι ποτέ διπολισμού. Λες κι πρέπει να περάσει οριστικά στη λήθη το διαχρονικό (σύμφωνα με τον Παναγιώτη Νικολούδη) σκάνδαλο της Αγροτικής. Λες και δε χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης υποθέσεις, όπως εκείνη της Proton Bank.
Η «λίστα των αμαρτημάτων», βέβαια, όσον αφορά στον τραπεζικό κλάδο, μοιάζει ατελείωτη. Από την εποχή της χειραγώγησης του Χρηματιστηρίου (όταν ο Μιχάλης Σάλλας προέβλεπε πως ο δείκτης θα ξεπερνούσε τις επτά χιλιάδες μονάδες), οι μεγαλοτραπεζίτες αρέσκονταν στο χοντρό πολιτικό παιχνίδι. Ας μην ξεχνάμε πως αρκετοί είναι εκείνοι που τους χρεώνουν την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και τη διαδοχή του από έναν δικό τους άνθρωπο, το Λουκά Παπαδήμο.
Όπως επίσης ήταν ανέκαθεν συνηθισμένο να πληρώνουν άλλοι τη νύφη, κάθε φορά που τα πράγματα ζόριζαν άγρια. Κάπως έτσι θα περιέγραφε κανείς σε αδρές γραμμές το διαρκές σκάνδαλο των ανακεφαλαιοποιήσεων: τα εν λόγω ιδρύματα χρεοκόπησαν ουσιαστικά επανειλημμένα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρουσιαστεί ως μόνη λύση να λάβουν από τις εκάστοτε «πανικόβλητες» κυβερνήσεις περίπου 77 δις ευρώ (κυρίως από τις τσέπες Ελλήνων φορολογούμενων). Μέσα από αυτή τη διαδικασία, έφτασαν να περάσουν αντί πινακίου φακής στα χέρια ξένων επενδυτών, για να βρεθούν πάλι σήμερα στο σημείο μηδέν, αφού έχουν ήδη χάσει περίπου τα μισά κεφάλαια που έλαβαν μόλις πριν δυο μήνες. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για αντιληφθεί κανείς σε ποιον θα έρθει πάλι η λυπητερή από το διαφαινόμενο νέο φιάσκο.
Προφανώς, η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Οι τράπεζες άλλωστε διεθνώς πιάστηκαν πρόσφατα αρκετές φορές «με τη γίδα στην πλάτη», μόνο στην Ισλανδία όμως είδαμε να πέφτουν σοβαρές καμπάνες. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, πως υπήρξαν και περιπτώσεις (όπως στις ΗΠΑ), όπου οι διοικήσεις τους τουλάχιστον αναγκάστηκαν να δώσουν δημοσίως εξηγήσεις για την πολιτική που ακολούθησαν. Κι όποιον έπεισαν, έπεισαν…
Παρ’ όλα αυτά, εδώ ενυπάρχει μια εμφανής ανακολουθία. Μια κυβέρνηση που υποστηρίζει πως έχει ως προτεραιότητα τη σύγκρουση με ένα ολόκληρο διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας, να αφήνει ανέγγιχτο το βασικότερο ίσως πυλώνα της. Εκτός κι αν θέλουν να πιστέψουμε πως θα υπήρχαν διεφθαρμένοι πολιτικοί ή παντοδύναμοι βαρόνοι των μίντια και χωρίς την έμπρακτη πριμοδότηση εκ μέρους των γενναιόδωρων τραπεζιτών.
Σε κάθε περίπτωση, η εύλογη απορία όσων παρατηρούν, ακόμη και σήμερα, την ιδιότυπη ασυλία εκείνων έχουν κατ’ επανάληψη εγκληματήσει, φορτώνοντας το λογαριασμό σε έναν ολόκληρο λαό ένα δυσβάσταχτο λογαριασμό παραμένει: Μα γιατί, κύριε;