Στο επίπεδο ρεκόρ των 80 δισ. ευρώ έχουν ανέλθει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2015, σύμφωνα με στελέχη τραπεζών.
Το τσουνάμι των «κόκκινων» δανείων σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο περιορισμού του αναβαλλόμενου φόρου προκαλούν μεγάλη ανησυχία στις διοικήσεις, καθώς δημιουργούν νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η κατάρρευση των τραπεζικών μετοχών τις τελευταίες εβδομάδες –έχουν υποχωρήσει σε χαμηλά ιστορικά επίπεδα– αντανακλά τη μεγάλη ανησυχία των επενδυτών για το ενδεχόμενο να απαιτηθούν νέες αυξήσεις κεφαλαίου.
Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, από το τέλος Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί νέα «κόκκινα» ύψους άνω των 2 δισ. ευρώ, συνεπεία της παρατεταμένης αβεβαιότητας, της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών αλλά και των προσδοκιών που δημιουργεί η προοπτική μιας ευνοϊκής ρύθμισης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση. Μεγάλη έξαρση σημειώνεται σε δάνεια επιχειρήσεων που είχαν προχωρήσει σε αναδιάρθρωση των όρων δανεισμού προκειμένου να ανακουφιστούν από τις επιπτώσεις της κρίσης. Ωστόσο, τονίζουν στελέχη τραπεζών, η συνεχιζόμενη οικονομική στενότητα και τα μεγάλα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά οδηγούν πολλές επιχειρήσεις σε αδιέξοδο.
Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών ανατρέπει τον ζωτικό στόχο που είχαν θέσει οι διοικήσεις των τραπεζών για την επιστροφή σε κερδοφορία το 2015 μετά έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης και μεγάλων ζημιών. Κλειδί για την επιστροφή στην κερδοφορία ήταν η ανάκαμψη της οικονομίας και η βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων δανείων. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το πρώτο τρίμηνο του 2015 η οικονομία θα συρρικνωθεί από 0,5% έως 1%, ενώ στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων από το τέλος Νοεμβρίου καταγράφεται σημαντική επιτάχυνση του ρυθμού δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων ύστερα από σχεδόν ένα χρόνο βελτίωσης. Το 2014 από μήνα σε μήνα μειωνόταν σταθερά ο ρυθμός δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων και οι τράπεζες εκτιμούσαν πως από τα μέσα του δεύτερου τριμήνου του 2015 οι επισφάλειες θα άρχιζαν να μειώνονται.
Η νέα «γενιά» μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απαιτήσει τη διατήρηση των προβλέψεων σε πολύ υψηλά επίπεδα υπερκαλύπτοντας τη λειτουργική κερδοφορία. Δηλαδή, οι τράπεζες κινδυνεύουν το 2015 με νέες ζημίες, δημιουργώντας νέες πιέσεις για αυξήσεις κεφαλαίου. Πρόσθετη πίεση στην κατεύθυνση αυτή δημιουργεί και το θέμα του αναβαλλόμενου φόρου, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και η ΕΚΤ φαίνεται ότι θα επιδιώξουν τον περιορισμό της πρακτικής αυτής θεωρώντας ότι οι χώρες του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία) έχουν κάνει κατάχρηση της σχετικής δυνατότητας. Η αμφισβήτηση της πρακτικής του αναβαλλόμενου φόρου, μέρος του οποίου προσμετράται στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρό κεφαλαιακό πρόβλημα ειδικά στις εγχώριες τράπεζες. Σημειώνεται ότι όπως ανακοινώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εξετάσει εάν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία προχώρησαν σε παράνομη στήριξη των τραπεζών τους μέσω της αναβαλλόμενης φορολογίας.
Υπενθυμίζεται ότι, ύστερα από σχετική νομοθετική παρέμβαση και για την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών, τους δόθηκε η δυνατότητα να λογιστικοποιήσουν ως κεφάλαιο μέρος του αναβαλλόμενου φόρου. Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (ΑΦΑ) είναι μια λογιστική πρακτική που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια και αφορά όλες τις επιχειρήσεις. Με την ΑΦΑ, μια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα, στην περίπτωση που για μία ή περισσότερες χρονιές εμφανίσει ζημίες, να τις συμψηφίσει με κερδοφόρες χρήσεις καταβάλλοντας μικρότερο φόρο από αυτόν που της αναλογεί. Σήμερα, μεγάλο μέρος της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, και κατ’ επέκταση της κεφαλαιακής επάρκειας –βάσει της οποίας η ΕΚΤ κρίνει εάν μια τράπεζα είναι ή δεν είναι βιώσιμη–, αποτελείται από αυτό το, σε μεγάλο βαθμό θεωρητικό, κεφάλαιο. Πέραν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή εξετάζει εάν ο αναβαλλόμενος φόρος δημιουργεί ζήτημα άνισου ανταγωνισμού στην Ευρώπη.