Στρίβειν δια της διαμεσολάβησης ώστε τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά να μην φτάνουν ποτέ στο δικαστήριο. Μόνο που οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν και ακραίες λύσεις, και όχι λύσεις – ασπιρίνες και παραμύθια που “κοιμίζουν” τον κόσμο.
Λίγο πριν τεθεί σε εφαρμογή ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών οφειλών, κυβέρνηση και τράπεζες ανοίγουν το παράθυρο σε ενδεχόμενο αλλαγών στο Νόμο Κατσέλη.
Σύμφωνα με τη νομοθετική διάταξη, προωθείται μία διαδικασία «τραπεζικού παζαριού», στην οποία ο δανειολήπτης προσέρχεται ως «αδύναμο» μέρος, ως συνεργάσιμος, δηλαδή ο σφάλλων, πλην μετανοών οφειλέτης του ή των πιστωτικών ιδρυμάτων. Μάλιστα, κάθε περίπτωση θα είναι εξατομικευμένη.
Ωστόσο, αν όμως ο δανειολήπτης προχωρήσει στην υπαγωγή του στον νόμο Κατσέλη (Ν. 3869/2010), τότε μέσα σε έναν μήνα από την κατάθεση της αίτησης θα είχε στα χέρια του προσωρινή διαταγή με την οποία το δικαστήριο θα προσδιόριζε κατά ανώτατο ποσό το ύψος της δόσης του δανείου στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης, και με «εντολή του δικαστηρίου», θα παραμείνει κύριος του ακινήτου του μέχρι την οριστική συζήτηση της υπόθεσης του. Ωστόσο, η διαδικασία αναμένεται να είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα χωρίς όμως, αυτό να λειτουργεί αποτρεπτικά για το δανειολήπτη.
Για το λόγο αυτό, κυβέρνηση και τράπεζες παίζουν το χαρτί της διαμεσολάβησης υποσχόμενοι την μείωση της χρονικής διάρκειας της διαδικασίας. Η διαδικασία υπόσχεται τον σεβασμό της αρχής της ισότητας των μερών, έτσι ώστε να παύσει ο Γολιάθ (τράπεζα) να επιβάλλει στον Δαβίδ (δανειολήπτη) με συνεχείς οχλήσεις και προειδοποιητικές επιστολές (σελίδα 6 του Κώδικα Δεοντολογίας) προαποφασισμένες ρυθμίσεις και προτάσεις που στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εξατομικευμένη, αλλά απλά λογιστική απεικόνιση κάθε περίπτωσης. Χωρίς φυσικά να λέει με ποιον τρόπο μπορεί ένας δικηγόρος – έστω και αν είναι διαπιστευμένος διαμεσολαβητής – να επιβάλλει σε έναν Γολιάθ να σέβεται τα δικαιώματα ενός Δαβίδ, που είδε τα εισοδήματα να γίνονται καπνός ενώ «φλερτάρει» καθημερινά με την ανεργία.
Ποιος μπορεί να εγγυηθεί στο δανειολήπτη ότι θα υποχρεώσει την τράπεζα να δεχθεί μία οριστική λύση, η οποία μπορεί να έχει τη δεσμευτικότητα ενός εκτελεστού τίτλου.
Να σημειωθεί ότι στη διαμεσολάβηση κάθε μέρος (η τράπεζα και ο δανειολήπτης) προσέρχονται οικειοθελώς και υποχρεωτικά πάντα με τον δικηγόρο τους, σε αντίθεση με τη διαδικασία που προτείνεται από τις τράπεζες, στην οποία η παρουσία δικηγόρου αντενδείκνυται, αφού είναι τσάμπα έξοδα. Με τη βοήθεια του δικηγόρου του επιλέγει από τον κατάλογο διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης έναν πιστοποιημένο διαμεσολαβητή και ενημερώνει σχετικά την τράπεζα. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει σε χωριστές τηλεφωνικές επικοινωνίες και τα δύο μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και τους καλεί να του προσκομίσουν κάποια, αυτά που εκείνα θεωρούν σημαντικότερα, από τα στοιχεία της διαφοράς.
Τέλος, προσδιορίζεται η ημέρα και η ώρα της διεξαγωγής της διαμεσολάβησης. Την ορισμένη μέρα, ο δανειολήπτης και ο δικηγόρος του, η τράπεζα και ο δικηγόρος της, προσέρχονται στον συμφωνημένο τόπο και ακούν αρχικά τον διαμεσολαβητή, ο οποίος τους ενημερώνει για τις αρχές που διέπουν τη διαδικασία (αμεροληψία, ισότητα των μερών, απόρρητο, εμπιστευτικότητα) και τους εξηγεί με απλά λόγια τη διαμεσολάβηση. Έπειτα καθένα από τα μέρη παίρνει τον λόγο και τοποθετεί το πρόβλημα προτάσσοντας τα σημεία που κρίνει ουσιώδη.
Κανείς – εκτός αν είναι δικαστής – δεν μπορεί να επιβάλλει στην τράπεζα να διακινδυνεύσει τις επισφάλειες του χαρτοφυλακίου του, δηλαδή να διαγράψει καθόλου από το κεφάλαιό της. Ουσιαστικά, η διαδικασία της διαμεσολάβησης δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στα μέρη ο διαμεσολαβητής δεν τους προτείνει, ούτε τους επιβάλλει λύσεις.
Δεδομένου ότι ο θεσμός αυτός δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στην πράξη, αν αμαυρωθεί από το χρονοβόρο η δικαστική διαδικασία του νόμου Κατσέλη και προωθηθεί μόνο η λογιστική ρύθμιση του Κώδικα, τότε οι τράπεζες θα μετατραπούν σε μηχανισμό αφαίμαξης της ρευστότητας και το όνειρο κάθε Έλληνα για αξιοπρεπή διαβίωση θα αποτελεί μακρινό παρελθόν.
Το ζήτημα είναι ότι όσοι κώδικες και αν θεσπιστούν, όσοι νόμοι και να ψηφιστούν είναι πολύ δύσκολο για το δανειολήπτη να κάνει οικονομικό προγραμματισμό του νοικοκυριού του. Και αυτό γιατί αυξάνεται αντί να μειώνεται η ακρίβεια, ενώ η φοροεπιδρομή κορυφώνεται. Στην κατάσταση αυτή βρίσκεται η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που επιβιώνει με τεράστιες δυσκολίες, προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα με τα 500 ευρώ του μισθού του ή τα 360 ευρώ του επιδόματος ανεργίας.
Ακόμη, και να παρθεί τελικώς η απόφαση για νέα παράταση στην απαγόρευση των πλειστηριασμών – όπως ακούγεται έντονα τελευταία – θα είναι απλά μία σύντομη μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον. Οι ακραίες καταστάσεις απαιτούν και ακραίες λύσεις. Για αυτό και είναι απαραίτητο για τη συγκυβέρνηση να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος. Όσοι λοιπόν δηλώνουν ότι μάχονται για την κατοικία των «φτωχών και των αδύναμων» πρέπει να βρουν τρόπους να διευκολύνουν την υπαγωγή όλο και περισσότερων υπερχρεωμένων νοικοκυριών στο Νόμο Κατσέλη.