Με τροπολογία που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ μπαίνει τέλος στο αλαλούμ που δημιουργήθηκε με την πρόσφατη αλλαγή για την φορολόγηση της υπεραξίας των μετοχών.
Με την τροπολογία αποσαφηνίζεται το πλαίσιο βάσει του οποίου ένας επενδυτής θα επιβαρύνεται με τον φόρο υπεραξίας 15% για τοποθετήσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα (μετοχές, ομόλογα κτλ). Ειδικότερα, με βάση το κείμενο της τροπολογίας προκύπτει ότι απαλλάσσεται της φορολόγησης με αυτοτελή επιβάρυνση 15% φόρο υπεραξίας ο επενδυτής ο οποίος κατέχει το 0,5% του μετοχικού κεφαλαίου μιας εισηγμένης εταιρείας, αρκεί η αξία του ποσοστού αυτού να μην ξεπερνά τις 100.000 ευρώ.
Το μοντέλο αυτό ακολουθείται στις περισσότερες χώρες και εξυπηρετεί τόσο την απαίτηση της κοινωνίας για φόρο στις αγοραπωλησίες μετοχών, όσο και την ανάγκη της αγοράς να προστατεύσει τους μικροεπενδυτές, οι οποίοι και κατά τεκμήριο δεν είναι επαγγελματίες.
Και το όριο των 100.000 ευρώ είναι πράγματι ένα ικανοποιητικό όριο για να διαχωρίσει κανείς τους μικροεπενδυτές από τους μεγαλοεπενδυτές.
Αρχικά υπήρχε η σκέψη να ισχύσει η φορολόγηση των μετοχών δίχως κάποια διάκριση μεταξύ μικροεπενδυτών και μεγαλοεπενδυτών. Πριν λίγες μέρες υπήρξε μία αιφνιδιαστική τροπολογία της κυβέρνησης που ανέτρεπε στην πράξη την φορολόγηση της υπεραξίας των μετοχών, αφού εξαιρούσε τους μικροεπενδυτές και όριζε ως τέτοιους όσους είχαν ποσοστό μικρότερο του 0,5% μιας εταιρείας! Σαν να λέμε ότι ο κάτοχος του 0,5% της Microsoft είναι μικροεπενδυτής. Να σημειωθεί ότι δεν υπήρχε καν διάκριση μεταξύ ελληνικών και ξένων μετοχών…
Στην άλλη πλευρά, οι αντίπαλοι του φόρου, υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ισονομία από την ώρα που οι έχοντες και κατέχοντες μπορούν να αποφύγουν την φορολογία με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα αναφέρουν την δημιουργία προσωπικών αμοιβαίων κεφαλαίων. Τα επιχειρήματα αυτά έχουν βάση. Γι΄ αυτό και το όριο των 100.000 ευρώ θεωρείται μία καλή ρύθμιση, έτσι ώστε να μην κληθούν οι μικροεπενδυτές να πληρώσουν αυτοί και μόνο αυτοί τον νέο φόρο. Τα υπόλοιπα θα αποτελέσουν κατά πάσα πιθανότητα πεδίο συζήτησης στα πλαίσια μιας κοινής λύσης στην ΕΕ.