Με «απόρθητο κάστρο» παρομοιάζουν τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο διαχειριστές κεφαλαίων που επενδύουν σε χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων καθώς, έπειτα από έξι χρόνια ύφεσης, δεν έχουν καταφέρει να πετύχουν ούτε μία συμφωνία με εγχώριο πιστωτικό ίδρυμα. Με το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, τα distress funds, γνωστά στη χρηματιστηριακή πιάτσα και ως «κοράκια» των αγορών λόγω της δραστηριοποίησής τους σε… πεθαμένες χορηγήσεις, έστρεψαν τα βλέμματά τους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Θεώρησαν τότε ότι το επιδεινούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον θα οδηγούσε σε σημαντική άνοδο των επισφαλειών, δημιουργώντας ευκαιρίες καταγραφής υπεραξιών μέσω της αγοράς προβληματικών δανειακών χαρτοφυλακίων με υψηλή έκπτωση (discount).
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που εκμηδένισε ουσιαστικά τα ίδια κεφάλαια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων άνοιξε ακόμη περισσότερο την όρεξη των ξένων funds, οι εκπρόσωποι των οποίων θεώρησαν ότι ήλθε η ώρα να αποκτήσουν σε προνομιακές τιμές δάνεια ελληνικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες τους. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η συγκεκριμένη αγορά έχει αρχίσει να κινείται με δυναμικούς ρυθμούς, στην Ελλάδα τα πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν να αντιστέκονται.
Οι δύο λόγοι
Η μοναδική συμφωνία που επιτεύχθηκε αφορούσε ένα μικρό χαρτοφυλάκιο καταναλωτικών δανείων της Citibank, ύψους 300 εκατ. ευρώ, που το αμερικανικό fund Baupost απέκτησε πέρυσι στο 5% – 6% της λογιστικής του αξίας (book value).
Οπως επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα» εκπρόσωπος distress fund που έχει πραγματοποιήσει αρκετές επαφές με τραπεζίτες στη χώρα μας τα τελευταία δύο χρόνια, οι βασικοί λόγοι για τους οποίους δεν έχουν πραγματοποιηθεί συναλλαγές στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη άνοδο των επισφαλειών και την ανάγκη των τραπεζικών ομίλων για επιθετικότερη διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση, είναι δύο:
Πρώτον, το ασαφές νομοθετικό καθεστώς και οι πιθανές ποινικές ευθύνες που μπορεί να αντιμετωπίσει η διοίκηση μιας τράπεζας που λαμβάνει απόφαση ρευστοποίησης ενός στοιχείου του ενεργητικού της κάτω από το book value.
Δεύτερον, το ιδιόρρυθμο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ελληνικών τραπεζών μετά την ανακεφαλαιοποίηση, με τη συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στο μετοχικό τους κεφάλαιο, παρά τη διατήρηση του μάνατζ-μεντ από τον ιδιωτικό τομέα.
«Οι προσφορές που έγιναν από τις τράπεζες στις παρουσιάσεις των προβληματικών τους χαρτοφυλακίων δεν ήταν συμφέρουσες» επισημαίνει ο ίδιος, προσθέτοντας ότι για να προχωρήσει ένα distress fund στην αγορά ενός πακέτου κόκκινων χορηγήσεων θα πρέπει να έχει περιθώριο κέρδους τέτοιο που να δικαιολογείται το ρίσκο που αναλαμβάνει.
Μεγάλη απόσταση
«Στην πλειονότητα των περιπτώσεων που συζητήθηκαν, οι ελληνικές τράπεζες είχαν σχηματίσει προβλέψεις της τάξης του 50% – 60% επί του ύψους των επισφαλειών και αναζητούσαν αγοραστή με τίμημα όσο το book value, δηλαδή 40% – 50%, όταν η συνήθης πρακτική τοποθετεί τη δίκαιη αξία τέτοιων στοιχείων ακόμη και κάτω από το 10%»σημειώνει διαχειριστής distress fund που παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στην εγχώρια αγορά.
Τραπεζικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι η απόσταση που χωρίζει τα funds από τα χαρτοφυλάκια στεγαστικών δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι ακόμη μεγαλύτερη. Οπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, η εγχώρια αγορά πραγματικά τρομάζει τους υποψήφιους αγοραστές, σημειώνοντας ότι «θα πρέπει να είναι κάποιος κορόιδο για να αποκτήσει πακέτα ελληνικών δανείων στις τιμές που τα διαθέτουν οι έλληνες τραπεζίτες ως σήμερα».
Οι ίδιες πηγές υπογραμμίζουν ότι δεν είναι μόνο το προστατευτικό πλαίσιο που ισχύει έναντι της πρώτης κατοικίας που αποτελεί εμπόδιο για την πραγματοποίηση deals αλλά και η ιδιαιτερότητα της εγχώριας κτηματαγοράς τα τελευταία χρόνια.
«Μετά το 2011 δεν υπάρχει αγορά, δεν υπάρχει μια αξιόπιστη βάση δεδομένων που να καθοδηγεί τα funds για τις δίκαιες τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το υψηλό τίμημα που ζητούν οι ελληνικές τράπεζες έχει εμποδίσει την πραγματοποίηση συναλλαγών» σημειώνουν σχετικά οι ίδιοι κύκλοι.
Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έχουν υπάρξει προχωρημένες συζητήσεις για την απόκτηση επιχειρηματικών δανείων. Οι μόνες σοβαρές προσεγγίσεις έγιναν μεταξύ των ίδιων των επιχειρηματιών και ξένων funds.
Ποια είναι τα κέρδη των distress funds
Τα distress funds είναι διατεθειμένα να πληρώσουν για ένα καταναλωτικό δάνειο που βρίσκεται σε καθυστέρηση για διάστημα ακόμη και άνω των δύο ετών, και θεωρείται «πεθαμένο» από την τράπεζα, ένα ποσοστό της τάξεως του 5%-6% επί της λογιστικής του αξίας. Στο ποσοστό αυτό θα πρέπει να προστεθεί το ετήσιο κόστος διαχείρισης που διαμορφώνεται στα επίπεδα του 3% περίπου. Αρα ό,τι ανακτηθεί πάνω από το 9%-10% αποτελεί το κέρδος της επένδυσης για το fund. Πρόκειται για έναν δύσκολο στόχο, δεδομένου ότι πρόκειται για οφειλές από προϊόντα καταναλωτικής πίστης, τα οποία δεν έχουν κανένα κάλυμμα για εγγύηση.
Τι γίνεται στην Ευρώπη
- Την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα υπάρχει «λειψυδρία» από deals, στην υπόλοιπη Ευρώπη οι συμφωνίες έχουν αυξηθεί την τελευταία διετία. Η ζήτηση κυρίως για εταιρικά δάνεια που βρίσκονται σε καθυστέρηση έχει ενισχυθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια από hedge funds και private equity που υποβάλλουν προσφορές για να αγοράσουν στοιχεία, τα οποία οι ευρωπαϊκές τράπεζες θέλουν να «ξεφορτωθούν».
- Τα funds Centerbridge Partners, Oaktree Capital Management και Apollo Global Management είναι ενεργά τους τελευταίους μήνες στη συγκεκριμένη αγορά. Συνολικά, κατά τη διάρκεια του 2013 πουλήθηκαν από ευρωπαϊκές τράπεζες «κόκκινα» δάνεια 90,5 δισ. δολαρίων έναντι 64 δισ. δολαρίων το 2012, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως του 40%.
- Η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης οι συναλλαγές αυτού του είδους ήταν περιορισμένες, καθώς οι τραπεζίτες δίσταζαν να πάρουν τις ενδεχόμενες μεγάλες ζημιές που συνεπάγεται η πώληση δανείων σε χαμηλές τιμές. Ωστόσο, τα πράγματα τους τελευταίους μήνες έχουν αλλάξει. Η μείωση των χρεοκοπιών και των πτωχεύσεων στην αμερικανική οικονομία έχει στρέψει τα βλέμματα της βιομηχανίας των distress funds στην Ευρώπη.
- Πλέον οι τιμές πώλησης προβληματικών δανείων κινούνται σε επίπεδα που επιτρέπουν στην τράπεζα να αποδεσμευτεί από χαρτοφυλάκια χωρίς μεγάλες ζημιές και στους επενδυτές να αναλάβουν λογικό κίνδυνο για τα κέρδη που προσδοκούν να αποκομίσουν.
- Εξάλλου, προς την κατεύθυνση αύξησης των σχετικών συναλλαγών οδηγούν και τα διεξαγόμενα stress tests από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μέσω των οποίων καθίσταται επιτακτική η ανάγκη κάλυψης των προβληματικών δανείων και άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές.
Πιέσεις από το ΔΝΤ για ρευστοποιήσεις
Απεμπλοκή από παλαιές χορηγήσεις η σύνταξη εξυγίανσης που προτείνει η Ουάσιγκτον
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στις έως τώρα επαφές που είχε με τις ελληνικές Αρχές πιέζει προς την κατεύθυνση ρευστοποίησης χαρτοφυλακίων δανείων από τις τράπεζες. Οπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι θα απελευθερωθούν κεφάλαια και ο τραπεζικός κλάδος τραβώντας μία γραμμή με το παρελθόν θα μπορέσει να αναδιαρθρωθεί κατάλληλα και να επικεντρωθεί στις νέες εργασίες, βοηθώντας στην ανάκαμψη της οικονομίας μέσω των χρηματοδοτήσεων.
Μάλιστα, κύκλοι της αγοράς συνδέουν τις πιέσεις του Ταμείου για αύξηση του λογαριασμού των stress tests με το αίτημά του για πωλήσεις «κόκκινων» δανείων σε distress funds. Εκτιμούν πάντως ότι όσο το ΤΧΣ θα αποχωρεί σταδιακά από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών και το μάνατζμεντ θα αποκτά μεγαλύτερες κινήσεις ευελιξίας, θα ξεκινήσουν να γίνονται πράξεις πώλησης προβληματικών χορηγήσεων.
Για παράδειγμα, εάν η Eurobank «περάσει» στα χέρια ιδιωτών στην επικείμενη ανακεφαλαιοποίησή της, δεν αποκλείεται η νέα της διοίκηση να προχωρήσει σε ρευστοποίηση μέρους του δανειακού της χαρτοφυλακίου, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαίων της και τη μείωση της έκθεσής της σε επισφαλή στοιχεία ενεργητικού.
Τραπεζικά στελέχη πάντως σημειώνουν ότι εάν επιβεβαιωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας, το κίνητρο για πώληση τέτοιων στοιχείων για τις τράπεζες θα μειώνεται, αυξάνοντας και το σχετικό τίμημα, παράγοντας αποτρεπτικός για την αγορά τους από distress funds.