Δεν κατάσχονται μισθοί και συντάξεις μέχρι 1500 ευρώ για χρέη στην εφορία

Με σημαντικές αλλαγές στην ισχύουσα νομοθεσία που οδηγούν στην προστασία μισθών και συντάξεων μέχρι 1500 ευρώ από κατασχέσεις για οφειλές στην εφορία ή τα ταμεία έρχεται στη Βουλή το φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο συμπεριλαμβάνεται  στο πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης.
 
Οπως προβλέπεται “δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που το εισόδημα υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του 1/4  αυτών. Το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ”.
 
Ωστόσο στο νομοσχέδιο δεν συμπεριλαμβανόταν (μέχρι την Πέμπτη το βράδι) οι διατάξεις για τις αλλαγές στο φόρο υπεραξίας των ακινήτων που έχει “παγώσει” την κτηματαγορά και κάθε μεταβίβαση ακινήτου.  
 
 
Αναλυτικά στο άρθρο τρίτο υπό τον τίτλο “ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ” προβλέπονται τα εξής:
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Α : ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΕΔΕ
 
1.      Στο τέλος του άρθρου 9 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. ν.δ 356/1974, Α’ 90) προστίθενται νέα εδάφια ως εξής:
 
«Αμελείται η κατάσχεση ακινήτων καθώς και η κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ύψος του χρέους υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος οφειλετών, για συνολικές οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτηση τους.».
 
2.      Στο τέλος του άρθρου 30α  του Κ.Ε.Δ.Ε. προστίθενται  νέα εδάφια ως εξής: «Δεν επιβάλλεται, με την διαδικασία του παρόντος άρθρου, κατάσχεση για απαιτήσεις που υπολείπονται του συνολικού ποσού ύψους πενήντα (50) ευρώ, και, εφ’ όσον επιβληθεί,  δεν υποβάλλεται η δήλωση του άρθρου 32, τυχόν δε υφιστάμενο ποσό δεν αποδίδεται. Σε περίπτωση κατά την οποία επιβλήθηκε κατάσχεση για συνολικό ποσό το οποίο υπερβαίνει αυτό του προηγούμενου εδαφίου και το προς απόδοση ποσό υπολείπεται των πενήντα 50 ευρώ, αυτό δεν αποδίδεται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο παρόν άρθρο αλλά σε χρόνο κατά τον οποίο θα υπερβεί το παραπάνω όριο.».
 
3.      Τα δύο τελευταία εδάφια του άρθρου 31 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν,  αντικαθίστανται ως εξής:
 
«Δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του 1/4  αυτών, το εναπομένον όμως ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί, μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος των οφειλετών που υπάγονται στην ανωτέρω περίπτωση, περιορίζονται μετά από αίτηση τους.».
4.      Στο άρθρο 31 του Κ.Ε.Δ.Ε. προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
 
«2. Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα σε ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου απαιτείται γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται, αποκλειστικά και μόνο, ο λογαριασμός αυτός. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται ο τρόπος υποβολής και πιστοποίησης του χρόνου της παραλαβής και τα στοιχεία της υποβαλλόμενης δήλωσης, ο τρόπος ενημέρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τη Φορολογική Διοίκηση για την υποβαλλόμενη δήλωση και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Κάθε άλλη διάταξη, που ρυθμίζει αντίθετα προς τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζεται στις κατασχέσεις που επιβάλλονται στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.».
 
5.      Στην παράγραφο 1 του άρθρου 32 του ΚΕ.Δ.Ε., όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, μετά τις λέξεις «του κατασχετηρίου» προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων η δήλωση του προηγούμενου εδαφίου γίνεται εντός οκτώ εργασίμων ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου.».  
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Β: ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ Φ.Π.Α. ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
 
1. Ο  αναλογών Φόρος Προστιθέμενης Αξίας σε βέβαιη και προσδιορισμένη, από αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο, απαίτηση επί εμπορικών συναλλαγών, κατά την έννοια της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ που ενσωματώθηκε με το άρθρο πρώτο, παρ. Ζ, του ν. 4152/2013 (Α’ 107) κατά του Δημοσίου και των λοιπών φορέων της γενικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1Β του ν. 2362/1995 (Α’ 247), συμψηφίζεται με τον Φ.Π.Α. που αναλογεί στο ίδιο φορολογικό στοιχείο με βάση την υποβαλλόμενη από τον υπόχρεο αρχική εμπρόθεσμη περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. .
2. Ο συμψηφισμός διενεργείται αυτοδικαίως και υποχρεωτικά, με την καταχώριση του σχετικού παραστατικού στοιχείου από τον φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, σε ηλεκτρονική εφαρμογή, το οποίο διασταυρώνεται με τα καταχωρημένα από τον εκδότη του φορολογικού στοιχείου δεδομένα στην ίδια ηλεκτρονική εφαρμογή εφόσον μεσολαβήσει έγγραφη αποδοχή του συμψηφισμού από πλευράς του φορολογούμενου
3. Κατά την υποβολή της ηλεκτρονικής περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α., εμφανίζονται τα ήδη συμψηφισθέντα τιμολόγια, εφόσον έχει προηγουμένως γίνει ηλεκτρονική διασταύρωση και ταυτοποίηση των στοιχείων που εισάγονται με αποκλειστική ευθύνη του αρμόδιου κατά περίπτωση φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, με τα στοιχεία που εισάγει ο υπόχρεος για την περιοδική δήλωση Φ.Π.Α.     
4.α.Οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται να καταχωρούν τα εν λόγω τιμολόγια μετά την υποβολή των τιμολογίων των προμηθευτών τους προς πληρωμή, και εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή τους από τους προμηθευτές και σε κάθε περίπτωση δύο ημέρες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας εμπρόθεσμης υποβολής του υπόχρεου σε υποβολή δήλωσης Φ.Π.Α.. Μετά την αποδοχή του συμψηφισμού κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεούνται  να προβαίνουν στη  εξόφληση του ποσού αυτού μέχρι και του ύψους του αναλογούντος Φ.Π.Α., εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο ημερών πριν από την εκπνοή του μήνα στον οποίο εμπρόθεσμα υποβλήθηκε η δήλωση του υπόχρεου σε υποβολή δήλωσης Φ.Π.Α.., Η απόδοση των ανωτέρω ποσών από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης διενεργείται σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού  τους, επί των ήδη αναληφθεισών πιστώσεων για την πραγματοποίηση της δαπάνης που τους βαρύνει και για την οποία έχει εκδοθεί το παραστατικό στοιχείο και μέσω της  έκδοσης άλλων τίτλων πληρωμής πέραν εκείνων που έχουν καθοριστεί με τις ισχύουσες διατάξεις.
β. Οι φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, οι οποίοι δεν αποδίδουν τον οφειλόμενο Φ.Π.Α. για λογαριασμό των προμηθευτών τους, σύμφωνα με την προηγούμενη περίπτωση της παρούσας παραγράφου, προς αποκατάσταση του ελλείμματος του κεντρικού λογαριασμού που θα συσταθεί για το σκοπό αυτό, με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου, υπόκεινται είτε σε ισόποση μείωση του προϋπολογισμού  τους, εάν πρόκειται για φορείς της Κεντρικής Διοίκησης, είτε σε ισόποση περικοπή των επιχορηγήσεών τους ή κάθε είδους μεταβιβαστικών  προς αυτούς πληρωμών, εάν πρόκειται για επιχορηγούμενους φορείς, είτε σε περικοπή του προϋπολογισμού του εποπτεύοντος φορέα εάν πρόκειται για μη επιχορηγούμενους φορείς..
5. Πέραν των ανωτέρω κυρώσεων τα όργανα των εν λόγω φορέων που είναι αρμόδια για την πληρωμή του οφειλόμενου  Φ.Π.Α. κατά την ανωτέρω διαδικασία, θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και καταλογίζονται με το ποσό του ελλείμματος, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 56, του ν. 2362/1995 (Α’  ).
6. Η δαπάνη που τυχόν προκύπτει από τον  μη αποδοθέντα και  οφειλόμενο από τους φορείς Φ.Π.Α. δυνάμει των προηγουμένων παραγράφων και εντός των προβλεπομένων προθεσμιών δύναται να καλύπτεται  από τις πιστώσεις του Υπουργείου Οικονομικών Ειδικός Φορέας 23-200.
7. Κατά την εκκαθάριση της κύριας απαίτησης του δικαιούχου, ο οικείος φορέας καταβάλλει μόνο το ποσό της καθαρής αξίας του τιμολογίου. Σε περίπτωση που η δαπάνη κριθεί μη νόμιμη ή/και μη κανονική ο φορέας δεν διατηρεί απαίτηση έναντι του Δημοσίου για επιστροφή Φ.Π.Α. και αναζητά το ποσό του Φ.Π.Α. που κατέβαλε από τον ιδιώτη/κομιστή του τιμολογίου, κατά τις οικείες διατάξεις.
8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία συμψηφισμού των απαιτήσεων, θέματα σχετικά με την ηλεκτρονική βάση υποβολής και διασταύρωσης στοιχείων που τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, οι τίτλοι πληρωμής της δαπάνης απόδοσης του Φ.Π.Α., τα αρμόδια όργανα για την εκκαθάριση αυτής, οι τύποι των εν λόγω τίτλων, ο τρόπος και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την εξόφληση αυτού, οι διαδικασίες, οι προθεσμίες, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
9. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Γ:  ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ  ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Γ.1. : ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΤΕΣ  
 
1.      Στην περίπτωση α) της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Κώδικα ΦΠΑ, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για την παράδοση του παραγγελέα  προς τον παραγγελιοδόχο, στην περίπτωση παραγγελιοδοχικών πωλήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 2, αγροτικών προϊόντων για λογαριασμό αγροτών φυσικών προσώπων, υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο παραγγελιοδόχος.»
 
2.      Στην παράγραφο 1 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ, προστίθεται νέα περίπτωση γ), ως εξής:
 
«γ) Κατ’ εξαίρεση της περίπτωσης α’ ανωτέρω, οι αγρότες φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν άλλη δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία, υποβάλλουν μόνο εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ.»
 
3.      Το άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως εξής:   
 
«Άρθρο 41
Ειδικό καθεστώς αγροτών
1.      Οι αγρότες, οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών κατώτερα των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και δικαιούνταν να λάβουν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης κατώτερα των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του   παρόντος. Οι εν λόγω αγρότες δεν υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων και δικαιούνται επιστροφής του φόρου του παρόντος νόμου που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της εκμετάλλευσής τους.
 
  2.      Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή έξι τοις εκατό (6%), στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος IV του παρόντος προς άλλους υποκείμενους στο φόρο, εκτός των αγροτών που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου. Για την πραγματοποίηση της επιστροφής αυτής υποβάλλεται δήλωση – αίτηση επιστροφής.
Ειδικά για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων δικής τους παραγωγής που πραγματοποιούνται από αγρότες του παρόντος άρθρου από δικό τους κατάστημα ή από λαϊκές αγορές ή εξάγονται ή παραδίδονται σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., η επιστροφή πραγματοποιείται με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή τρία τοις εκατό (3%) στην αξία των εν λόγω πωλήσεων, όπως αυτή προκύπτει από το τηρούμενο βιβλίο, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία.
 
Για την παράδοση αγροτικών προϊόντων από την αγροτική εκμετάλλευση σε δραστηριότητα που περιγράφεται στο προηγούμενο εδάφιο εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα, την ποιότητα και την κανονική αξία των παραδιδόμενων αγαθών, όπως αυτή ορίζεται από τις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 19. Το ειδικό αυτό στοιχείο εκδίδεται και από αγρότες που εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς, προκειμένου να προσδιορίζονται τα ακαθάριστα έσοδα της αγροτικής εκμετάλλευσης.
Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, ως αξία των παραδιδόμενων προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, λαμβάνεται αυτή που προκύπτει από τα οικεία νόμιμα παραστατικά, με την προϋπόθεση ότι η παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών προέρχεται από εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων που είτε ανήκουν στον αγρότη κατά κυριότητα, είτε έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης με οποιαδήποτε έννομη σχέση.
Σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων από τρίτους υποκείμενους στο φόρο, για λογαριασμό των παραγωγών αγροτών, η παραπάνω αξία λαμβάνεται χωρίς φόρο και προμήθεια.
 
3.      Οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 36 και 38 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού.
 
4.      Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στους αγρότες που:
α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 42, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύπου ή αγροτικών συνεταιρισμών,
β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, ύστερα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σε αυτά χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,
γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν βιβλία σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τους αγρότες που πωλούν προϊόντα δικής τους παραγωγής από δικό τους κατάστημα ή από λαϊκές αγορές ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις προς άλλο κράτος  μέλος της Ε.Ε. καθώς και για τους αγρότες οι οποίοι εντάσσονται στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων, σύμφωνα με το ν. 3874/2010 (ΦΕΚ 151 Α΄) και ασχολούνται με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW ή τη λειτουργία αγροτουριστικών μονάδων έως 10 δωματίων.
5. Οι αγρότες της παραγράφου 4 εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς του φόρου για τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον για τις εν λόγω δραστηριότητες υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
6.  Οι αγρότες μπορούν να μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού στο κανονικό με δήλωσή τους που υποβάλλεταιστην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης.   Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, η δήλωση υποβάλλεται εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη αυτής και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται κατά την διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου, ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη της επόμενης από τη μετάταξη διαχειριστικής περιόδου.  
Στην περίπτωση υποχρεωτικής ένταξης στο κανονικό καθεστώς, λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο αγρότης υποχρεούται στην υποβολή δήλωσης μεταβολής εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου. Ειδικά για την πρώτη εφαρμογή , η εν λόγω δήλωση υποβάλλεται έως 15.04.2014 για τους υπόχρεους τήρησης διπλογραφικών βιβλίων και έως 20.05.2014 για τους υπόχρεους τήρησης απλογραφικών βιβλίων.  
Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο ειδικό καθεστώς αγροτών μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από την έναρξη διαχειριστικής περιόδου με υποβολή δήλωσης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης εντός  δέκα (10) ημερών από την έναρξη αυτής.
 
7.      Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να διενεργούν, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη μετάταξη, απογραφή που να περιλαμβάνει:
α)      τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται όσα έχουν συλλεχθεί, οι ηρτημένοι καρποί και οι καλλιέργειες που βρίσκονται σε εξέλιξη, κατά συντελεστή του κατ’ αποκοπή φόρου,
β)      τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, όπως σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωοτροφών και λοιπών συναφών, κατά συντελεστή φόρου,
γ)      τα αγαθά επένδυσης, εφόσον είναι χρησιμοποιήσιμα για τους σκοπούς της επιχείρησης και δεν παρήλθε η πενταετής περίοδος του διακανονισμού.
Τα αποθέματα των πιο πάνω περιπτώσεων β’ και γ’ απογράφονται σε τιμές κόστους.
 
8.      Τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων θεωρούνται:
α)      ως αγορές του κανονικού καθεστώτος απόδοσης του φόρου, σε τιμή πώλησης κατά το χρόνο της μετάταξης, με δικαίωμα να εκπέσουν τον κατ’ αποκοπή φόρο, στην περίπτωση που γίνεται μετάταξη από το καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς,
β)      ως παράδοση αγαθών σε τιμή πώλησης, υποκείμενη στο φόρο με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή, στην περίπτωση που γίνεται μετάταξη από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών.
9.      Σε περίπτωση μετάταξης από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου, οι μετατασσόμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί:
α)      τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής,
β)      τα αγαθά επένδυσης, κατά το μέρος του φόρου που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη της πενταετούς περιόδου διακανονισμού.
10.      Σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών, οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί:
α)      τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής,
β)      τα αγαθά επένδυσης, κατά το μέρος τους που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του  διακανονισμού της πενταετούς περιόδου.
 
11.      Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, υποβάλλεται, μέσα σε δύο (2) μήνες, από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων και το φόρο που εκπίπτεται ή καταβάλλεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων 8, 9 και 10.
Ο φόρος αυτός καταβάλλεται ή εκπίπτεται, κατά περίπτωση, με την πιο πάνω δήλωση για την οποία εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 38.
Ειδικά για  τους αγρότες που υπάγονται στο κανονικό καθεστώς από 1.1.2014, η δήλωση αποθεμάτων υποβάλλεται έως τις 31.03.2014.
 
12.Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4174/2013.
 
13. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον αγοραστή των αγροτικών προϊόντων ή το λήπτη των αγροτικών υπηρεσιών.
14.      Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων  ορίζονται:
α)      ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης – αίτησης επιστροφής, ο τύπος και το περιεχόμενο αυτής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου,
β)      ο τύπος και το περιεχόμενο του ειδικού στοιχείου που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2,
γ)      ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης μετάταξης που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 7 και της δήλωσης αποθεμάτων που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 12, καθώς επίσης και τα συνυποβαλλόμενα με αυτές στοιχεία.
15. Με απόφαση  του Υπουργού Οικονομικών  μπορούν να ορίζονται οι αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις ως φορείς που μεσολαβούν στην υποβολή των αιτήσεων επιστροφής και γενικά στη διαδικασία επιστροφής του φόρου, καθώς και η αμοιβή τους για τις υπηρεσίες τους αυτές. Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να αναπροσαρμόζεται η ανωτέρω αμοιβή.»
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Γ.2.: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΦΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΑΥΟ Π  2070/1987
 
1.      Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 6 της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Ε1 της παραγράφου Ε του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (Α΄ 222) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
 
« Εξαιρετικά για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων από αντιπρόσωπο (παραγγελιοδόχο) για λογαριασμό παραγωγού φυσικού προσώπου (παραγγελέα), εκδίδεται εκκαθάριση κατά εντολέα, το αργότερο μέχρι το τέλος του φορολογικού έτους των συμβαλλομένων. »
 
2.      Καταργούνται οι διατάξεις της υπ’ αριθ. Π.2070/1820/ΠΟΛ.109/ 20.3.1987 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 189/1987), η οποία κυρώθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 48 του ν.1731/1987 (Α΄ 161).  
 
3.      α. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 18 του ν.4223/2013  μετά την λέξη «απόσβεση», προστίθενται οι λέξεις «στα έτη της συμβατικής περιόδου», μετά την λέξη «εφόσον»  προστίθενται οι λέξεις «δεν έχει ή» και στο τέλος του ίδιου εδαφίου προστίθενται οι λέξεις «ή εντός πενταετίας».  
 
β. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 18 του ν.4223/2013  αντικαθίσταται ως εξής:
«Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου αφορά δαπάνες αποσβέσεων καθώς και τυχόν αναπόσβεστο υπόλοιπο που μεταφέρεται στα αποτελέσματα κατά τις χρήσεις των ετών 2011, 2012 και 2013 και καταλαμβάνει και  ελεγχθείσες υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου.»
 
4.      Στο τέλος του άρθρου 10 του ν. 2238/1994 (Α’  ) προστίθεται παράγραφος 6  ως εξής:
«6. Οι δικηγορικές εταιρείες, που έχουν συσταθεί και λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις των άρθρων 12 του π.δ/τος 152/2000 και 1 του π.δ/τος 81/2005, ως παράρτημα δικηγορικής εταιρείας, που είναι εγκατεστημένη και λειτουργεί νόμιμα σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για εισοδήματα που αποκτούν στην Ελλάδα υπό την ισχύ των διατάξεων του ν. 2238/1994, φορολογούνται όπως οι αντίστοιχες ελληνικές δικηγορικές εταιρείες.» .
 
5.      Στην παράγραφο 4 του άρθρου 17 του ν.3833/2010 (Α΄ 40) προστίθεται δεύτερο εδάφιο μετά τον πίνακα, ως εξής:
«Ειδικότερα από τον ως άνω φόρο πολυτελείας εξαιρούνται τα εγχωρίως παραγόμενα γουνοποιητικά προϊόντα που πωλούνται χονδρικώς στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ των επιχειρήσεων.»   
  
6.      Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 2963/2001 (Α’  )  προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4172/2013, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, η εισφορά του προηγούμενου εδαφίου, ως εισφορά ειδικού σκοπού, δεν υπολογίζεται ως φορολογητέο εισόδημα.».
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Γ.3.: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΩΔΙΚΑ ΦΠΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ
 
1.      Το άρθρο 37 του Κώδικα ΦΠΑ τροποποιείται ως εξής:
α. Στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 διαγράφονται οι λέξεις «και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων καταβολής του φόρου ή της έκτακτης δήλωσης, κατά περίπτωση» και προστίθενται οι λέξεις «ή της έκτακτης δήλωσης και του σχετικού ή σχετικών αποδεικτικών καταβολής του φόρου,».
 
β. Στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 3 διαγράφονται οι λέξεις «και του σχετικού ή σχετικών διπλοτύπων καταβολής του φόρου ή της έκτακτης  δήλωσης, κατά περίπτωση» και προστίθενται οι λέξεις «ή της έκτακτης δήλωσης και του σχετικού ή σχετικών αποδεικτικών καταβολής του φόρου».
 
γ. Μετά την περίπτωση γ΄ της παρ. 3 προστίθεται επόμενο εδάφιο ως εξής: «Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ως αποδεικτικά καταβολής του φόρου νοούνται τα αποδεικτικά που ορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.».
 
2.      Η παράγραφος 2 του άρθρου 38 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η διαφορά φόρου που προκύπτει από τις παραπάνω δηλώσεις, αν είναι θετική και άνω των τριάντα (30) ευρώ καταβάλλεται στο Δημόσιο, αν είναι θετική μέχρι τριάντα (30) ευρώ μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο, και αν είναι αρνητική μεταφέρεται για έκπτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34. Η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού λήγει την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης. Ειδικά για εμπρόθεσμη περιοδική δήλωση και με την προϋπόθεση ότι το οφειλόμενο ποσό υπερβαίνει το ποσό ύψους εκατό (100) ευρώ, ο υποκείμενος στο φόρο  μπορεί να επιλέξει την καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε δύο (2) ισόποσες δόσεις. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της δεύτερης δόσης καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα, από την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης.».
 
3.      Το άρθρο 54 του Κώδικα ΦΠΑ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 54
Χρόνος καταβολής του φόρου
Η προθεσμία καταβολής του φόρου ταυτίζεται με την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης σε όλες τις λοιπές περιπτώσεις, πλην των οριζομένων στην παράγραφο 2 του άρθρου 38».
 
4.      Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για δηλώσεις που υποβάλλονται από 1.1.2014.
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Δ: ΘΕΜΑΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
 
1.       Η παράγραφος  3 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005 ( Α΄ 312) αντικαθίσταται ως εξής:
«
Από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εφεξής, για τη σύσταση, απόκτηση και κάθε άλλη μεταβολή στα δικαιώματα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο φορολογούμενος υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης στοιχείων ακινήτων εντός τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της σύστασης, απόκτησης και κάθε άλλης μεταβολής στα παραπάνω δικαιώματα. Για τις μεταβολές που πραγματοποιούνται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, η δήλωση στοιχείων ακινήτων υποβάλλεται από το συμβολαιογράφο. Στην περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, τα αναλογούντα πρόστιμα και τόκοι βαρύνουν το συμβολαιογράφο.
Ειδικότερα, οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων έτους 2014, που υποβάλλονται προκειμένου να απεικονισθεί η περιουσιακή κατάσταση της 1ης Ιανουαρίου 2014, υποβάλλονται μέχρι και την 30ή Μαΐου 2014. Ειδικά η δήλωση για κάθε σύσταση, απόκτηση και κάθε άλλη μεταβολή από την 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι και τη 13η Απριλίου 2014 υποβάλλεται μέχρι και την 30ή Μαΐου 2014.»
 
2.       Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 54 Α του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Δεν απαιτείται η μνημόνευση, επισύναψη ή προσκόμιση του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. στη μονομερή εξάλειψη υποθήκης ή στην άρση κατάσχεσης. Σε κάθε περίπτωση θεωρείται έγκυρη η μνημόνευση, επισύναψη ή προσκόμιση του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., στο οποίο το κτίσμα ή το οικόπεδο αποτυπώνονται με απόκλιση της επιφάνειάς τους μέχρι πέντε (5) τετραγωνικά μέτρα και το αγροτεμάχιο αποτυπώνεται με απόκλιση μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) της επιφάνειάς του.»
 
3.       Πριν από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 54Α του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η ανωτέρω διαδικασία εφαρμόζεται ανάλογα και στις συμβολαιογραφικές πράξεις εγγραφής υποθήκης για διασφάλιση χορηγούμενου δανείου από πιστωτικό ίδρυμα. Ο συμβολαιογράφος υποχρεούται,  επί ποινή ακυρότητας του συμβολαίου, να αποδώσει τον αναλογούντα φόρο μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) εργασίμων ημερών από την εκταμίευση του δανείου και όχι αργότερα από τρεις (3) μήνες από τη σύνταξη του συμβολαιογραφικού εγγράφου. »
 
4.       Η παράγραφος 5 του άρθρου 54 Α του ν. 4174/2013, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου ένδικου μέσου ή ένδικου βοηθήματος, ασφαλιστικών μέτρων και ειδικών διαδικασιών επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εξάλειψης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.»
 
5.       Στο άρθρο 3 του ν. 4223/2013 (Α’ 287) προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ακίνητα, τα οποία βρίσκονται εντός της νήσου Κεφαλληνίας και των νομών Φθιώτιδας και Φωκίδας και έχουν αποδεδειγμένα υποστεί ζημιές από τους σεισμούς του Ιανουαρίου 2014 και Αυγούστου 2013 αντίστοιχα, απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το έτη 2014 και 2015 . Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται τα δικαιολογητικά και η διαδικασία χορήγησης της απαλλαγής.»
 
6.       Στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 4223/2013 ο αριθμός «31» αντικαθίσταται με τον αριθμό «32».
 
7.       Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του ν. 4223/2013 προστίθενται εδάφια ως εξής:
      «Για τις μεταβολές που πραγματοποιούνται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, η δήλωση στοιχείων ακινήτων υποβάλλεται από το συμβολαιογράφο. Στην περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, τα αναλογούντα πρόστιμα και τόκοι βαρύνουν το συμβολαιογράφο.;;;;;;;»
 
8. Στο τέλος της περίπτωσης α) της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ανώνυμες εταιρείες, με ανώνυμες μετοχές, εφόσον το σύνολο των μετοχών τους καταλήγει σε εταιρείες, οι μετοχές των οποίων βρίσκονται σε διαπραγμάτευση σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.»
 
9. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.δ. 1297/1972 (Α΄ 217) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα εδάφια δεύτερο έως και πέμπτο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται για τα ακίνητα που ανήκουν σε συγχωνευόμενες ή μετατρεπόμενες επιχειρήσεις με κύριο αντικείμενο εργασιών την κατασκευή ή εκμετάλλευση πάσης φύσεως ακινήτων.»
 
10.       Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 1587/1950 ( Α’ 294), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μεταβιβάζονται από τον οικοπεδούχο σε τρίτο σε εκτέλεση συμβολαιογραφικού προσυμφώνου και καθ’ υπόδειξη του εργολάβου, διηρημένες ιδιοκτησίες υπαγόμενες σε Φ.Π.Α. σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κώδικα ΦΠΑ, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2859/2000 (    Α΄).»
 
11. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 81 του Κώδικα διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν.2961/2001 (266 Α΄), καταργούνται και οι επόμενες παράγραφοι αναριθμούνται.
 
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ε: ΤΡΟΠΟΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΩΝ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ ΕΠΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΔΑΣΟΚΤΟΝΙΑΣ
 
1.      Μέχρι και της εικοστής των μηνών Φεβρουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου, εκάστου έτους, οι εκδίδοντες τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία  για αγορά αγαθών από μη υποκείμενους στο φόρο προστιθέμενης αξίας επιδοτήσεων, αποζημιώσεων, οικονομικών ενισχύσεων, τόκων και άλλων ανοργάνων εσόδων και όσοι για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, παρέχουν σε τρίτους τόκους, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες πάσης φύσεως παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, εφόσον δεν υπάρχει υποχρέωση παρακράτησης φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, υποβάλλουν κατά περίπτωση ηλεκτρονικά ή στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, δήλωση απόδοσης των αναλογούντων τελών χαρτοσήμου επί της αξίας των κατά το προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο εκδοθέντων στοιχείων ή γενομένων παροχών.
Στη δήλωση αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του υπόχρεου (ονοματεπώνυμο ή επωνυμία, επάγγελμα, διεύθυνση και αριθμός φορολογικού μητρώου) το τρίμηνο το οποίο αφορά και δι’ έκαστο είδος στοιχείων, ο συνολικός αριθμός αυτών, η αξία τους, το ποσό των τελών χαρτοσήμου και το επ’ αυτού ποσοστό 20% υπέρ εισφοράς Ο.Γ.Α..
 
2.      Προκειμένου περί ασφαλιστικών επιχειρήσεων και πρακτόρων η δήλωση απόδοσης των οφειλομένων κατά περίπτωση τελών χαρτοσήμου επί των συναλλαγών τους υποβάλλεται μέχρι της εικοστής των μηνών Μαρτίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου, εκάστου έτους.
 
3.      Εξαιρετικώς προκειμένου περί ανωνύμων εταιρειών η δήλωση απόδοσης των τελών χαρτοσήμου επί των αμοιβών των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του προσωπικού τους, καθώς και επί των κερδών των διανεμομένων υπό των ασφαλιστικών εταιρειών στους ασφαλισμένους του κλάδου ζωής παρεχομένων δια των εγκριθέντων ισολογισμών υπό της γενικής συνέλευσης των μετόχων, υποβάλλεται, εντός δύο μηνών, από της εγκρίσεως του ισολογισμού.
 
4.      Τα τέλη χαρτοσήμου, που οφείλονται στις αποδείξεις, που εκδίδονται από τα Ταμεία των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ως και από τρίτους (τράπεζες κλπ.) που ενεργούν κατ εντολή των προσώπων αυτών, για πληρωμές που γίνονται για τα Ταμεία αυτά και στα Ταμεία αυτά, ή στους κατ εντολή αυτών ενεργούντες τρίτους, καταβάλλονται πάντοτε από αυτά τα Νομικά Πρόσωπα, κατά τα οριζόμενα στη παράγραφο 1 του παρόντος.
 
5.      Τα τέλη χαρτοσήμου, που οφείλονται στις αποδείξεις πληρωμής  δικαιωμάτων εγγραφής ή συνδρομών των μελών σωματείων, συλλόγων ή άλλων ενώσεων και οργανισμών, αποδίδονται, επίσης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος.
 
6.      α. Η εισφορά δακοκτονίας που επιβάλλεται με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 2 του α.ν. 112/1967 (Α 147) στις ελιές και το λάδι που παράγεται από την έκθλιψη ελιών όταν προέρχονται από περιοχές στις οποίες έγινε κατά το χρόνο παραγωγής τους ομαδική καταπολέμηση του δάκου με δαπάνες του Δημοσίου, αποδίδεται από τα υπόχρεα προς τούτο πρόσωπα μέχρι και την εικοστή των μηνών Φεβρουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου εκάστου έτους, επί της αξίας των εκδοθέντων κατά το προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο φορολογικών στοιχείων δι έκαστο είδος αυτών.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης τελών χαρτοσήμου και εισφοράς δακοκτονίας.
 
β. Οι διατάξεις του παρόντος ισχύουν από 1.1.2014.   
 
 
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ: ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ.1. : Συμπλήρωση φορολογικών ρυθμίσεων σχετικά
με το έτος πρώτης κυκλοφορίας των εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων
 
1.      α. Προστίθεται στο δεύτερο εδάφιο της περ. γ΄ της παρ.1 του άρθρου 16 του ν.2238/1994, οι λέξεις «ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ» μετά τις λέξεις «στην Ελλάδα».
β. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει για το οικονομικό έτος 2014.
 
2.      α. Προστίθεται στο δεύτερο εδάφιο της  περ. γ΄ της παρ.1 του άρθρου 31 του ν.4172/2013, οι λέξεις «ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ» μετά τις λέξεις «στην Ελλάδα».
β. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2014 και επόμενα.
 
3.      α. Προστίθεται στο τρίτο εδάφιο της περ. β΄ της παρ.1 του άρθρου 44 του ν. 4111/2013, οι λέξεις «ή σε χώρα της Ε.Ε./ΕΟΧ» μετά τις λέξεις «στην Ελλάδα».
β. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει για το οικονομικό έτος 2014 και για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2014 και επόμενα.
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ.2. : Ρυθμίσεις φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων για τα οχήματα των ατόμων με αναπηρίες   
 
1.      Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 16 του ν.1798/1988 (Α’ 166) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
 
«Εξαιρετικά, για το έτος 2014, γίνονται δεκτές, με την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος του Δημοσίου, οι αιτήσεις για τη χορήγηση των προβλεπόμενων απαλλαγών του άρθρου 1 του ν.490/1976 (Α’ 331) με την προϋπόθεση ότι οι αιτούντες έχουν υποβάλει αίτημα παραπομπής στα ΚΕ.Π.Α. για την έκδοση ιατρικής βεβαίωσης, κατ’ εφαρμογή της αριθμ. Δ.18 Α 5038263 ΕΞ 2013/24-10-2013 ΚΥΑ (ΦΕΚ 2710/Β’), το έτος 2013 ή στην Α.Σ.Υ.Ε. το 2014. Στην περίπτωση που συνεπεία της σχετικής ιατρικής βεβαίωσης του ΚΕ.Π.Α. ή της Α.Σ.Υ.Ε., η οποία προσκομίζεται στις αρμόδιες αρχές εντός τριάντα ημερών από την έκδοσή της και το αργότερο μέχρι 31.10.2014 για την αντιστοίχιση των παθήσεων σύμφωνα με τις υπουργικές αποφάσεις του άρθρου 5 του παρόντος, οι αιτούντες δεν δικαιούνται τις απαλλαγές επιβάλλονται σε αυτούς, χωρίς την επιβολή προστίμου ή προσαυξήσεων, οι υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων δασμοί, φόροι, εισφορές, δικαιώματα και τέλη ταξινόμησης και κυκλοφορίας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Ειδικότερα για τους αναπήρους με πλήρη παράλυση των κάτω άκρων (παραπληγία) ή αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό γίνονται δεκτές για τα έτη 2013 και 2014 οι εκδοθείσες θετικές γνωματεύσεις των κατά το χρόνο έκδοσης αυτών αρμοδίων οργάνων για τη χορήγηση των προβλεπόμενων απαλλαγών του άρθρου 1 του ν.δ.  490/1976, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις.»
 
2.      To πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του ν.1798/1988 (Α’ 166) αντικαθίσταται ως εξής:
 
«5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ή  Εθνικής Άμυνας καθορίζεται η αντιστοίχιση των παθήσεων που ορίζονται στο παρόν άρθρο με τις παθήσεις και τα ποσοστά αναπηρίας που καθορίζονται από το ΚΕ.Π.Α. ή την Α.Σ.Υ.Ε.»
 
3.      α. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 132 του ν.2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας, Α’ 265 ) προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:
 
«Τα επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν παραληφθεί με απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης με βάση τις διατάξεις για τα άτομα με αναπηρίες και συνεπεία θανάτου αυτών περιέρχονται στους νόμιμους κληρονόμους τους, αποδεσμεύονται τελωνειακά εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την ημερομηνία θανάτου του δικαιούχου προσώπου. »
 
β. Η τελευταία παράγραφος του άρθρου 132 του ν.2960/2001, όπως έχει συμπληρωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν.4138/2013 (Α’ 72) και εκ παραδρομής αριθμηθεί ως παράγραφος 10, αναριθμείται στο ορθό ως παράγραφος 11.   
 
γ.  Στο τέλος του άρθρου 132 του ν.2960/2001 προστίθεται νέα παράγραφος 12 ως εξής:
«12. α) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ειδικά αιτιολογημένες, η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 7 του παρόντος δύναται να παραταθεί για έξι (6) επιπλέον μήνες.
 
β) Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής του παρόντος άρθρου.»   
 
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ.3.: Ρυθμίσεις για τα εταιρικά οχήματα
 
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 της αριθμ. πρωτ. Δ247/13/6.4.1988 ΑΥΟ (ΦΕΚ 195/Β’), όπως κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν. 1839/1989 (Α’ 90),  προστίθεται περίπτωση ι’, ως εξής:
«ι) Πρόσωπα με συνήθη κατοικία στην Ελλάδα που εργάζονται σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρησιμοποιούν στη χώρα μας επιβατικό όχημα ταξινομημένο στο άλλο αυτό κράτος μέλος, στο όνομα εταιρείας που εδρεύει σε αυτό, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
αα) Η σύμβαση εργασίας ή η συμφωνία του μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζόμενου με την εταιρεία να προβλέπει τη χορήγηση αυτοκινήτου ως πρόσθετη παροχή.
ββ) Το εταιρικό όχημα να μην χρησιμοποιείται κατά τρόπο μόνιμο εντός της Ελλάδας, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εκτός Ελλάδας.
γγ) Η μη επαγγελματική χρήση του εταιρικού οχήματος να έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με την επαγγελματική χρήση του και να προβλέπεται ρητά στη σύμβαση εργασίας, αποτελώντας μέρος, από οικονομική άποψη της αμοιβής του εργαζόμενου.    
δδ) Το όχημα να καλύπτεται ασφαλιστικά στην Ελλάδα.
 
Η διάρκεια παραμονής του επιβατικού οχήματος στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής δεν περιορίζεται χρονικά, εφόσον πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις.».
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ.4.: Μη άρση ακινησίας οχημάτων και
διαγραφή από το Μητρώο οχημάτων λόγω εξαγωγής ή καταστροφής  
 
1.      Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του ν. 2367/1953 ( Α’ 82) προστίθενται τρία νέα εδάφια ως εξής:
 
«Σε περίπτωση που πρόκειται να διαγραφεί αυτοκίνητο όχημα ευρισκόμενο σε κατάσταση ακινησίας, από το Μητρώο οχημάτων του Υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων λόγω παράδοσής του για ολική καταστροφή με ανακύκλωση στα ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτημένα κέντρα ή με σκοπό την εξαγωγή του, δεν αίρεται η ακινησία, τα δε στοιχεία κυκλοφορίας του, άδεια και πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας, διαβιβάζονται από την αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, μετά από αίτηση του κατόχου ή ιδιοκτήτη αυτού, στην αρμόδια Δ/νση Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων της οικείας Περιφέρειας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν επέρχεται διαγραφή αυτοκινήτου οχήματος από το Μητρώο οχημάτων, λόγω εξαγωγής του, επανεξαγωγής του ή μεταφοράς του εκτός της χώρας, εφόσον δεν καταβληθούν προηγουμένως τα τυχόν οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας και πρόστιμα από τον τελευταίο κάτοχο ή ιδιοκτήτη του και δεν βεβαιωθεί η εξαγωγή του, επανεξαγωγή του ή μεταφορά του εκτός της χώρας. .
Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των δύο προηγούμενων εδαφίων.».
 
2.      Η παράγραφος 7 του άρθρου 22 του ν.2367/1953 αντικαθίσταται ως εξής:
 
«7. Εξαιρετικά και μέχρι δύο φορές ετησίως επιτρέπεται η κυκλοφορία ενάριθμων  ασφαλισμένων αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών ιδιωτικής χρήσης, για τα οποία έχει υποβληθεί δήλωση ακινησίας, προσωρινή άδεια διάρκειας μέχρι τριών (3) ημερών κατ’ έτος αποκλειστικά και μόνο για την παράδοσή τους σε σημεία συλλογής οχημάτων Τέλους Κύκλου Ζωής (ΟΤΚΖ), με τη σχετική ένδειξη επί του εντύπου αυτής ή για την επισκευή και έλεγχο από ΚΤΕΟ. Άπαξ ετησίως μπορεί να χορηγείται προσωρινή άδεια κυκλοφορίας και για τα ανάριθμα ασφαλισμένα αυτοκίνητα ή τις μοτοσυκλέτες, με την ίδια ως άνω συνολική διάρκεια ,αποκλειστικά και μόνο για τη μετάβασή τους από τον τόπο αγοράς ή τελωνισμού τους στον τόπο ταξινόμησης και για την επισκευή ή έλεγχο από ΚΤΕΟ. Η προσωρινή άδεια χορηγείται αποκλειστικά και μόνο από τον προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, αφού καταβληθεί για κάθε ημέρα, και ανεξάρτητα από το είδος του αυτοκινήτου ή μοτοσυκλέτας, το ποσό των δέκα (10) ευρώ ή τριών (3) ευρώ αντίστοιχα για τα αυτοκίνητα ή τις μοτοσυκλέτες. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η παράγραφος 5 του παρόντος. Για την ενημέρωση όλων των αρμοδίων υπηρεσιών των Υπουργείων Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη τίθεται σε εφαρμογή σχετική ηλεκτρονική εφαρμογή της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και παρέχεται πρόσβαση σε αυτήν σε όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες άλλων υπουργείων κατά το λόγο της αρμοδιότητάς τους μέσω της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των τριών προηγούμενων εδαφίων της παρούσας.»                          
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ.5.: Φορολογική μεταχείριση οχημάτων που προέρχονται από διασκευή διπλοκάμπινων οχημάτων- Κυρώσεις παράνομων διασκευών αυτοκινήτων οχημάτων
 
1.      Το άρθρο 123 του ν.2960/2001 (Α’ 265) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» τροποποιείται  ως  εξής:
 
α. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 123 προστίθεται νέα περίπτωση ζ) ως εξής, η  δε περίπτωση  ζ) αναριθμείται σε η):
 «ζ)  Για τα αυτοκίνητα οχήματα που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τα οποία με την προσθήκη στον ανοικτό χώρο φόρτωσης  καλύμματος από άκαμπτο στερεό υλικό διασκευάζονται σε οχήματα με μόνιμο κλειστό αμάξωμα των δασμολογικών κλάσεων 87.03 και 87.04, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.1573/1985 (A’  201).»  
 
β. Η παράγραφος 3 του άρθρου 123 αντικαθίσταται ως εξής:
 
«3. Ως  αυτοκίνητο όχημα με μόνιμο κλειστό αμάξωμα νοείται όχι μόνο αυτό που εκ κατασκευής το αμάξωμά του είναι κλειστό αλλά και αυτό που προκύπτει  με την προσθήκη στο αμάξωμα ανοικτού φορτηγού καθώς και στον ανοικτό χώρο φόρτωσης  των οχημάτων του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ε) της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, καλύμματος από άκαμπτα στερεά υλικά ανεξάρτητα αν αφαιρείται εύκολα ή δύσκολα ή αν το πίσω μέρος του αμαξώματος παραμένει ανοικτό.»
 
2.      Το άρθρο 137 του ν.2960/2001 τροποποιείται ως εξής:
 
α. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 1 της παραγράφου Γ του άρθρου 137  αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Πέρα από την επιβολή των προστίμων που αναφέρονται στις παραπάνω παραγράφους Α1, Α4, Β5 ,Β6, καθώς και των αναφερομένων στις παραγράφους Γ2, Γ4, Γ5 και Γ12 τα οχήματα υπόκεινται και σε προσωρινή δέσμευση, με πράξη της Τελωνειακής Αρχής που διαπίστωσε την παράβαση, εάν δεν διασφαλίζεται η είσπραξη των απαιτήσεων του Δημοσίου.»
 
β. Στην παράγραφο Γ του άρθρου 137 προστίθεται περίπτωση  12,  ως εξής:
 
«12. Στις περιπτώσεις αυτοκινήτων οχημάτων που καταλαμβάνονται πριν ή μετά την ταξινόμησή τους να έχουν διασκευασθεί χωρίς την τήρηση των διατάξεων του ν.1573/1985 (Α’ 201),  επιβάλλεται  πρόστιμο ίσο με το 1/5 του αναλογούντος στα οχήματα τέλους ταξινόμησης με ανώτατο όριο το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.
Δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής των αναλογουσών  στα διασκευασθέντα οχήματα φορολογικών επιβαρύνσεων, εφόσον μετά την καταβολή του προβλεπόμενου από το προηγούμενο εδάφιο  προστίμου,  επαναφερθούν  στην αρχική τους  μορφή, γεγονός που θα βεβαιώνεται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή.
Σε περίπτωση που  ιδιοκτήτης οχήματος,  ο οποίος υπέπεσε  σε παράβαση  του πρώτου εδαφίου  της  παρούσας, κατέβαλε το προβλεπόμενο πρόστιμο και επανέφερε το όχημα στην αρχική μορφή του, καταληφθεί εκ νέου να  έχει διασκευάσει το  ίδιο  όχημα χωρίς την τήρηση των διατάξεων του ν.1573/1985, επιβάλλεται σε αυτόν το διπλάσιο του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου προστίμου.»  
 
3.      Οι διατάξεις της περίπτωσης 12 της παραγράφου Γ του άρθρου 137 του ν.2960/2001 εφαρμόζονται και για παραβάσεις για τις οποίες  μέχρι  την έναρξη ισχύος του παρόντος δεν έχουν εκδοθεί οι καταλογιστικές πράξεις. Εφαρμόζονται επίσης και για παραβάσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι καταλογιστικές πράξεις αλλά εκκρεμούν ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή οι καταλογιστικές πράξεις  έχουν οριστικοποιηθεί ( δεν έχουν ασκηθεί ένδικα βοηθήματα ή οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις έχουν τελεσιδικήσει ) και εκκρεμούν για είσπραξη ενώπιον των αρμόδιων αρχών, εφόσον οι  ενδιαφερόμενοι  υποβάλλουν  αίτηση  εντός  έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση  του  παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, παραιτηθούν των ενδίκων μέσων και καταβάλουν τα προβλεπόμενα ποσά. Ποσά που έχουν καταβληθεί συμψηφίζονται μέχρι το ύψος της προβλεπόμενης τελωνειακής οφειλής και τυχόν διαφορά δεν επιστρέφεται.  
 
4.      Το άρθρο 9 του ν.1573/1985 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις περί τελωνειακών παραβάσεων του ν.2960/2001 (Α’ 265)  εφαρμόζονται και για παραβάσεις του παρόντος νόμου».  
 
5.      Οι παράγραφοι  11 και 12 του  άρθρου  15 του  ν.2386/1996 ( Α’ 43),  καταργούνται.
 
6.      α. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν.4002/2011 (Α’ 180), προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στην ανωτέρω διάταξη υπάγονται και οχήματα για τα οποία έχουν κατατεθεί αιτήσεις επιστροφής του τέλους ταξινόμησης έως και 30.11.2013, από ενδιάμεσους εμπόρους αυτοκινήτων (dealers) στους οποίους μεταβιβάστηκαν τα υπό κρίση οχήματα με ολόκληρο το ποσό του τέλους ταξινόμησης. Στην περίπτωση αυτή προσκομίζεται συμπληρωματικά ως δικαιολογητικό, το πρωτότυπο τιμολόγιο στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, η οποία χορηγεί ακριβές φωτοαντίγραφο στον δικαιούχο.»
 
β. Η ισχύς της διάταξης της παρούσας παραγράφου αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
 
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ : ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
 
1.      Στην παράγραφο 1 του άρθρου 29 του νόμου 4223/2013 αντικαθίσταται η φράση «Η διαδικασία διενεργείται κατά το στάδιο κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού» ως εξής:
«Η διαδικασία διενεργείται τόσο κατά το στάδιο κατάρτισης, όσο και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού».
 
2.      Η τελευταία φράση της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του νόμου 4223/2013 και συγκεκριμένα «Ειδικά για το έτος 2014 οι απαιτούμενες πιστώσεις μεταφέρονται κατά το πρώτο δίμηνο του έτους αυτού.» διαγράφεται.
 
Τροποποιήσεις του ν.4024/2011
 
1.      Οι διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν.4024/2011 (226 Α΄) τροποποιούνται, ως εξής :
«Οι κατά τα ως άνω ώρες απογευματινής υπερωριακής εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνουν τις εκατό είκοσι (120) ανά υπάλληλο κατά το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους και άλλες εκατόν είκοσι (120) κατά το δεύτερο. Με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου για την έγκριση της υπερωριακής απασχόλησης οργάνου είναι δυνατή η αύξηση των κατά εξάμηνο ωρών υπερωριακής απογευματινής εργασίας μέχρι τις εκατόν πενήντα (150) ώρες κατ’ άτομο με ισόποση μείωση των  ορίου του άλλου εξαμήνου».
 
2.      Οι διατάξεις του έβδομου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 4024/2011 (226 Α΄) τροποποιούνται, ως εξής :
«Ειδικά, στην καθ’ υπέρβαση εργασία οι ώρες νυκτερινής, Κυριακών και εξαιρεσίμων  ημερών δεν μπορεί να υπερβούν τις ενενήντα έξι (96) ώρες κατά περίπτωση κατά το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους και άλλες ενενήντα έξι (96) κατά το δεύτερο. Με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου για την έγκριση της καθ’ υπέρβαση εργασίας κατά τις νυκτερινές ώρες, Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, είναι δυνατή η αύξηση των κατά εξάμηνο ωρών υπερωριακής απογευματινής εργασίας μέχρι τις εκατόν είκοσι (120) ώρες κατ’ άτομο με ισόποση μείωση των  ορίου του άλλου εξαμήνου»
 
3.      Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται μετά από πλήρως αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου για την έγκριση της υπερωριακής απασχόλησης και της απασχόλησης κατά τις νυκτερινές ώρες, Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες οργάνου είναι δυνατή η μεταβολή των ανωτέρω εξαμηνιαίων ορίων χωρίς υπέρβαση του συνολικού ετήσιου ορίου υπερωριακής απασχόλησης για κάθε υπάλληλο.
 
1.      Το όγδοο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν. 4024/2011 καταργείται.
 
2.      Η απόφαση καθιέρωσης υπερωριακής εργασίας για το προσωπικό των Ν.Π.Ι.Δ. και των ΔΕΚΟ του κεφ. Α΄ του ν. 3429/2005 (314 Α΄), που υπάγονται στις διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011, εκδίδεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του κάθε φορέα και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.  
 
 
ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ Ζ.1. : Ρυθμίσεις σχετικά με αποφοίτους Τ.Ε.Ι και Ι.Ε.Κ.
 και τους Γενικούς Διευθυντές Οικονομικών Υπηρεσιών
 
1.      Οι αποζημιώσεις των αποφοίτων Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Τ.Ε.Ι.) και των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) που απασχολήθηκαν σε υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών για το έτος 2013 σύμφωνα με την αρ.Δ1Α 1049133 ΕΞ2013/20-3-2013 ΥΑ θεωρούνται νόμιμες και μπορούν να πληρωθούν μέχρι το τέλος του 2014.
 
2.       Από 1.1.2014 στις αποδοχές των Γενικών Διευθυντών Οικονομικών Υπηρεσιών, του άρθρου 3Β του ν.2362/1995, (Α΄ 247) όπως συμπληρώθηκε με τις όμοιες του άρθρου 1 παρ.16 του ν.4038/2012 (Α΄ 14),  που τοποθετήθηκαν μετά την 1-11-2011 και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και αμείβονται με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν.4024/2011 (Α΄ 226), συμπεριλαμβάνεται και το ποσό της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ίδιου νόμου, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό που καταβάλλεται αντίστοιχα σε προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης του ίδιου φορέα, όπως αυτό είχε υπολογιστεί  την 1-11-2011.
 
3.    α. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται η διάταξη του άρθρου 7 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18). Οι υπάλληλοι που παραμένουν στην υπηρεσία βάσει της ανωτέρω διάταξης, απολύονται αυτοδίκαια από την υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Οι ανωτέρω υπάλληλοι μπορούν να παραμείνουν στην  υπηρεσία μέχρι τις 30.06.2014, μετά από αίτησή τους που υποβάλλεται μέχρι ένα μήνα μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
β. Αιτήσεις παραμονής για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού σχετική απόφαση, τίθενται στο αρχείο και οι αιτούντες υπάλληλοι απολύονται αυτοδίκαια από την υπηρεσία, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
γ. Η αληθής έννοια της διάταξης του άρθρου 7 του ν. 4111/2013 είναι ότι η παραμονή στην υπηρεσία των προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων κατόπιν της αιτήσεώς τους και μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση νέου προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, ανήκει στην ευρύτατη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *