ΣτΕ: Παράνομη η κατάσχεση εις χείρας τρίτων χωρίς ενημέρωση

Στις 5 Μαΐου στην επταμελή σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας θα κριθεί αν είναι αντισυνταγματική η πρακτική που εφαρμόζει το υπουργείο Οικονομικών και τα ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με την οποία δεν προηγείται ενημέρωση του οφειλέτη όταν πρόκειται να ληφθούν σε βάρος του μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης που αφορούν κατασχέσεις εις χείρας τρίτων (καταθέσεις, μισθοί, ενοίκια κ.λπ.).

Πάντως σε συνεδρίαση του ιδίου τμήματος με πενταμελή σύνθεση κρίθηκε ότι η διάταξη του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται κοινοποίηση του κατασχετηρίου εγγράφου σε οφειλέτες, προκειμένου για κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, το ΣτΕ εκτιμά ότι ορθά ερμηνεύθηκε από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια ότι αντίκειται στην διάταξη του άθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, «διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως (πρβλ. ΣτΕ 2999/2013, ΣτΕ 1562/2012)».

Λόγω της σπουδαιότητας του θέματος όμως, το ζήτημα παραπέμπεται σε νέα συνεδρίαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ με επταμελή σύνθεση στις 5 Μαΐου 2014.

ΟΛΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ

“ΣτΕ 366/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2013 με την εξής σύνθεση: Μ. Καραμανώφ, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Α. Χλαμπέα, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Σ. Λαμπροπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λ. Ρίκος.

Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2011 αίτηση:
του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με τον Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του …………………………………….., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο……………………………………, που τον διόρισε στο ακροατήριο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείoν Ελληνικό Δημόσιο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ΄ αριθμ. 1347/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Τομαρά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α  Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, διά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμον καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, διά της κρινομένης αιτήσεως ζητείται η αναίρεση της υπ’ αρ. 1347/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διά της οποίας απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Δημοσίου κατά της υπ’ αρ. 1942/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχθέν την από 19.06.2007 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ακύρωσε την υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, δια της οποίας είχε επιβληθεί κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου κατά του Ι.Κ.Α. εκ
συντάξεων, για την είσπραξη χρεών προς το Δημόσιο ύψους 565.392,73 ευρώ.

3. Επειδή, διά του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 213), που άρχισε να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 70 του ιδίου νόμου από 1.1.2011, αντικατεστάθησαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του πδ/τος 18/1989 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλουανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,..». Εξάλλου, κατ’ άρθρον 2 του ιδίου νόμου : «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας.».

4. Επειδή, το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίον εισάγεται διά της κρινομένης αιτήσεως, κατατεθείσης (02.01.2012) μετά την ισχύν του ν. 3900/2010 (01.01.2011), είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ. Περαιτέρω, διά του εισαγωγικού δικογράφου το αναιρεσείον προβάλλει ότι η κρινομένη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, δεδομένου ότι δια της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκρίθη ότι η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγουμένη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βασίμως προβαλλόμενος και, επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να εξετασθεί ως προς τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως και κατ’ ουσίαν.

5. Επειδή, κατ’ άρθρον 30 του ν.δ/τος 356/1974 περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. – Φ.Ε.Κ. Α΄ 90) : «Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτων των εις χείρας αυτών ευρισκομένων χρημάτων, καρπών και άλλων κινητών πραγμάτων του οφειλέτου του Δημοσίου ή των οφειλομένων εν γένει προς αυτό, ενεργείται υπό του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου διά κατασχετηρίου εγγράφου μη κοινοποιουμένου εις τον οφειλέτην, περιέχοντος δε : α) το όνομα, επώνυμον, όνομα πατρός του οφειλέτου, β) το ονοματεπώνυμον του τρίτου εις χείρας του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεσις, γ) πίνακα χρεών του οφειλέτου και δ) χρονολογίαν και υπογραφή του Διευθυντού του Δημοσίου Ταμείου. 2. Διά του κατασχετηρίου εγγράφου προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ’ αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα, καταθέση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον, τα δε παρ’ αυτώ ευρισκόμενα κινητά πράγματα παραδώση εις τον εν τω κατασχετηρίω οριζόμενον συμβολαιογράφον ή φύλακα, εφαρμοζομένων περαιτέρω των εν άρθροις 14 -19 και επόμενα του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζόμενα…3..4..5..6…».

Εκ της προαναφερθείσης διατάξεως συνάγεται ότι, εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας τρίτων απαιτήσεως οφειλέτου του Δημοσίου, δεν απαιτείται η κοινοποίηση στον τελευταίο του κατασχετηρίου εγγράφου.

Ομως η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη ως αντικειμένη στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι η παράλειψη αυτή έχει ως συνέπεια ο οφειλέτης να μη λαμβάνει γνώση ή να λαμβάνει καθυστερημένα γνώση της εις βάρος του επισπευδομένης αναγκαστικής εκτελέσεως, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικώς προ της ολοκληρώσεως της εκτελεστικής διαδικασίας, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα είτε για την ακύρωση είτε για την αναστολή της πράξεως εκτελέσεως (πρβλ. ΣτΕ 2999/2013, ΣτΕ 1562/2012).

6. Επειδή, εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διά της υπ’ αρ. 13512/08.08.2006 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών επεβλήθη εις χείρας του Ι.Κ.Α. ως τρίτου και επί της υπ’ αυτού χορηγουμένης στον αναιρεσίβλητο μηνιαίας συντάξεως αναγκαστική κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου για την ικανοποίηση απαιτήσεων τούτου έναντι του αναιρεσιβλήτου, ως τελευταίου διευθύνοντος συμβούλου της ήδη λυθείσης ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμία ……………….., μέχρι του ποσού των 565.392,73 ευρώ, το οποίον είχε βεβαιωθεί εις το όνομα αυτού με αντίστοιχες πράξεις ταμειακής βεβαιώσεως. Το Ι.Κ.Α. διά της υπ’ αρ. 7908/07.09.2006 δηλώσεώς του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών γνωστοποίησε την απόφασή του να προβεί δυνάμει του προαναφερομένου κατασχετηρίου εγγράφου στην παρακράτηση ποσοστού της μηνιαίας συντάξεως λόγω γήρατος του αναιρεσιβλήτου, ανερχομένης εις το ποσό των 17.683,37 ευρώ μέχρι καλύψεως του ποσού της οφειλής. Κατά της πράξεως αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 19.06.2007 ανακοπή, ως αυτή συνεπληρώθη διά του από 31.07.2008 δικογράφου των προσθέτων λόγων, διά της οποίας ζήτησε την ακύρωσή της, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι εξαιτίας της μη κοινοποιήσεως εις αυτόν της επιδίκου πράξεως, της οποίας έλαβε γνώση τυχαίως μετά την εκτέλεσή της και συγκεκριμένα τον Μάιο του έτους 2007, όταν μετέβη στην τράπεζα ……………………….. Α.Ε., όπου διατηρούσε λογαριασμό συντάξεώς του από το Ι.Κ.Α., προκειμένου να πραγματοποιήσει ανάληψη ποσού, απώλεσε στάδιο δικονομικής προστασίας.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ερμηνεύον τις διατάξεις του άρθρου 30 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. υπό το φως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, εδέχθη ότι η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως εις χείρας τρίτου και εις βάρος οφειλέτου του Δημοσίου πρέπει να κοινοποιείται και στον καθ’ ου η εκτέλεση, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα μέσα που του παρέχει ο νόμος κατά της οικείας πράξεως, επιδιώκων την ακύρωση ή τη μεταρρύθμιση αυτής ή να προβεί στη ρύθμιση του χρέους και ότι ενδεχομένη παράλειψη της κοινοποιήσεως αυτής οδηγεί στην ακύρωση της πράξεως εκτελέσεως, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός της μη εγκαίρου περιελεύσεως εις γνώση του περιεχομένου αυτής και ακύρωσε την ανωτέρω έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως.

Εφεση του Δημοσίου κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως απερρίφθη διά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την αυτή αιτιολογία. Η κρίση αυτή του δικάσαντος Εφετείου είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα υπό του αναιρεσείοντος Δημοσίου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

7. Επειδή, εν όψει της σπουδαιότητας του ζητήματος, το Τμήμα υπό την παρούσα πενταμελή σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατ’ άρθρο 14 παρ. 5 εδαφ. β΄ του π.δ/τος 18/1989 να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση προς επίλυση του ανωτέρω ζητήματος, με εισηγητή τον πάρεδρο Δημήτριο Τομαρά και δικάσιμο την 5η Μαΐου 2014.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του ΣΤ΄ Τμήματος. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2013.

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Ο Γραμματέας Μ. Καραμανώφ Λ. Ρίκος

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2014.

Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος

Η Γραμματέας του Στ’ Τμήματος”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *