Τα πάνω κάτω φέρνει το νομοσχέδιο για την προληπτική εποπτεία των τραπεζών

Σημαντικές αλλαγές στην λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος που εκτείνονται από τους μισθούς των τραπεζιτών και το αρχικό κεφάλαιο για την ίδρυση μιας τράπεζας, έως και την αναδιάρθρωση και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέπει νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών που δόθηκε χθες σε διαβούλευση.

Το νομοσχέδιο που ενσωματώνει στην ελληνική νομοθεσία την Οδηγία 2013/36/ΕΕ σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία τραπεζών και επιχειρήσεων επενδύσεων θα παραμείνει σε δημοσια διαβούλευση έως τις 7 Μαρτίου και εν συνεχεία θα προωθηθεί προς ψήφιση στη Βουλή.

Μεταξύ άλλων στα 167 άρθρα του νομοσχεδίου προβλέπονται τα εξής:

Μέτρα εξυγίανσης

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να επιβληθούν, χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε πιστωτικό ίδρυμα, μέτρα εξυγίανσης που περιλαμβάνουν αύξηση κεφαλαίου, εντολή μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε άλλη τράπεζα και τη δημιουργία μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος. Τα μέτρα αυτά στοχεύουν στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας, την ελαχιστοποίηση του κόστους της εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος και την προστασία των καταθετών και επενδυτών.

Τα μέτρα εξυγίανσης λαμβάνονται όταν διαφαίνεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και ιδίως να διασφαλίσει τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες και οι λοιποί πιστωτές του, όταν διαπιστώνεται ανάγκη σταθεροποίησης πιστωτικού ιδρύματος ή αποτροπής κινδύνου οικονομικής αστάθειας, όταν διαπιστώνεται ανάγκη προστασίας της εμπιστοσύνης του κοινού, ιδίως των καταθετών, στη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ακόμη, μέτρα εξυγίανσης λαμβάνονται για την πρόληψη δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών που επικρατούν στην τραπεζική και διατραπεζική αγορά, αλλά και όταν το πιστωτικό ίδρυμα προβαίνει σε σοβαρές ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις διατάξεων νόμων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος ή όταν η επιχειρηματική του πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων από τη διοίκηση του, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητά του.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει τα κατάλληλα κατά την κρίση της μέτρα για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, εκτιμώντας: α) τη διαφαινόμενη αδυναμία του πιστωτικού ιδρύματος να ανακάμψει, β) την αδυναμία λήψης εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή κατάρρευσης του πιστωτικού ιδρύματος, γ) τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών πιστωτικού ιδρύματος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη ιδίως το ύψος των καταθέσεων στο πιστωτικό ίδρυμα και των απαιτήσεων επενδυτών κατ’ αυτού, το είδος και εύρος των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος έναντι άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αλλά και τις συμμετοχές του πιστωτικού ιδρύματος στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών.

Ακόμη, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος οι μέτοχοι, οι μη ενέγγυοι πιστωτές και με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οι καταθέτες που δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του ν. 3746/2009 (καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ).

Η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν αποφασίζει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός μέτρου εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, γνωστοποιεί την απόφασή της στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, όπως και κάθε άλλη πληροφορία που χρειάζεται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για να προετοιμάσει τη χρήση των κεφαλαίων του στη λήψη μέτρων εξυγίανσης ή την ανακεφαλαιοποίηση αυτού του πιστωτικού ιδρύματος.

Η Τράπεζα της Ελλάδος και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας συνάπτουν μνημόνιο συνεργασίας που θα προβλέπει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσουν και άλλες λεπτομέρειες της συνεργασίας τους σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα.

Η άδειας λειτουργίας τράπεζας

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας απαιτείται η κάλυψη αρχικού κεφαλαίου ίσου τουλάχιστον με τα ακόλουθα ποσά:α) με το ποσό των 18 εκατ. ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, β) με το ποσό των 9. εκατ. ευρώ στην περίπτωση υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, γ) με το ποσό των έξι εκατομμυρίων 6 εκατ. ευρώ στην περίπτωση πιστωτικού συνεταιρισμού που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Τα όρια της παρούσας παραγράφου μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ποσά όχι μικρότερα των 5 εκατ. ευρώ.

Οι πολιτικές αποδοχών

Το νομοσχέδιο προβλέπει πως τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες για τις αποδοχές του προσωπικού , τα οποία οι Αρχές χρησιμοποιούν για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών και τα διαβιβάζουν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν τις, ανά ίδρυμα, πληροφορίες για τον αριθμό των φυσικών προσώπων με αποδοχές ύψους τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ, ανά οικονομικό έτος, με μνεία του τομέα απασχόλησής τους και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων, καθώς και με ανάλυση των βασικών στοιχείων των αποδοχών, των πρόσθετων μεταβλητών αποδοχών, των μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και των συνταξιοδοτικών εισφορών.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, φροντίζοντας η μεταβλητή συνιστώσα να μην υπερβαίνει το 100% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο. Σε κάθε περίπτωση η Γενική Συνέλευση του ιδρύματος δύναται να εγκρίνει υψηλότερη μέγιστη αναλογία μεταξύ σταθερής και μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό ύψος της μεταβλητής συνιστώσας δεν υπερβαίνει το 200% της σταθερής συνιστώσας του συνόλου των αποδοχών για κάθε άτομο.

Σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50% των μεταβλητών αποδοχών, πρέπει να αποτελείται από  μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική μορφή του ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα.

Στο νομοσχέδιο σημειώνεται πως το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, κατά κανόνα, μειώνεται σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Έτσι, ποσοστό έως και 100% του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών υπόκειται σε ρυθμίσεις malus ή ρυθμίσεις περί επιστροφής αποδοχών.

news.in.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *