Ποιο είναι το πρόβλημα με τις τράπεζες στην Ευρώπη; Η σύντομη απάντηση είναι ότι ο τομέας είναι πολύ μεγάλος, έχει πολύ λίγα κεφάλαια, και περιέχει υπερβολικά πολλούς «παίκτες» οι οποίοι δεν έχουν μακροπρόθεσμα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Ο συνδυασμός των τελευταίων αυτών δύο παραγόντων –της υπεραφθονίας των τραπεζών και της απουσίας βιώσιμου μοντέλου για την παραγωγή κέρδους- είναι αυτός που αποτελεί το πιο σοβαρό και δύσκολο πρόβλημα.
Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα αποτελεί αιτία ανησυχίας διότι, με το σύνολο των υποχρεώσεων να ανέρχεται σε πάνω από 250% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, οποιοδήποτε σοβαρό πρόβλημα θα μπορούσε να υπερφορτώσει τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Εν ολίγοις, ο τραπεζικός τομέας στην Ευρώπη μπορεί να είναι πολύ μεγάλος για να σωθεί.
Η ανεπάρκεια κεφαλαίων μπορεί να θεραπευτεί μέσω έγχυσης νέων μετοχών. Αλλά, όσο μεγαλύτερος ο τραπεζικός τομέας, τόσο δυσκολότερο γίνεται κάτι τέτοιο. Το σημαντικότερο είναι ότι δεν έχει κανένα νόημα να μπει νέο κεφάλαιο σε τράπεζες οι οποίες δε μπορούν να επιστρέψουν κέρδη στο εγγύς μέλλον.
Οι δυσκολίες στη Νότια Ευρώπη είναι γνωστές, αλλά διαφέρουν ριζικά από χώρα σε χώρα. Στην Ισπανία, οι τράπεζες είναι γνωστές για την έκδοση 30ετών στεγαστικών δανείων των οποίων τα επιτόκια προσαρμόζονται σε διατραπεζικά επιτόκια όπως τα Euribor, με μικρό spread (συνήθως λιγότερο από 100 μονάδες βάσης) που είναι σταθερό για τη διάρκεια της υποθήκης.
Αυτό το μοντέλο ήταν κερδοφόρο όταν οι ισπανικές τράπεζες ήταν σε θέση να αναχρηματοδοτηθούν με spread πολύ χαμηλότερο των 100 μονάδων βάσης. Σήμερα ωστόσο, οι ισπανικές τράπεζες –ιδιαίτερα όσες ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τα εγχώρια στεγαστικά δάνεια- πρέπει να πληρώσουν πολύ μεγαλύτερο spread στα διατραπεζικά επιτόκια για να εξασφαλίσουν νέα χρηματοδότηση. Πολλές τοπικές ισπανικές τράπεζες μπορούν να επιβιώσουν μόνο επειδή αναχρηματοδοτούν μεγάλο μέρος του χαρτοφυλακίου υποθηκών τους μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όμως, η εξάρτηση από τη φθηνή (ανα)χρηματοδότηση μέσω της κεντρικής τράπεζας, δεν αποτελεί βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο.
Στην Ιταλία, οι δυσκολίες προκύπτουν από το συνεχή δανεισμό των τραπεζών προς τις εγχώριες επιχειρήσεις, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), ενώ το ΑΕΠ έχει παραμείνει στάσιμο. Ακόμη και πριν ξεσπάσει η κρίση της ευρωζώνης το 2010, η παραγωγικότητα των επενδύσεων κεφαλαίου στην Ιταλία ήταν κοντά στο μηδέν.
Η έναρξη της τρέχουσας ύφεσης στην Ευρώπη έχει αποκαλύψει τη χαμηλή αυτή παραγωγικότητα, με την αποτυχία των πολλών ΜΜΕ να οδηγεί σε μεγάλες απώλειες για τις τράπεζες, των οποίων το κόστος χρηματοδότησης έχει, εντωμεταξύ, ανέβει. Είναι συνεπώς δύσκολο να φανταστούμε τις ιταλικές τράπεζες να επιστρέφουν στην κερδοφορία (και την χώρα να συνεχίζει την οικονομική της ανάπτυξη) εκτός και αν η κατανομή του κεφαλαίου αλλάξει δραστικά.
Υπάρχουν προβλήματα και βόρεια των Άλπεων. Στη Γερμανία, οι τράπεζες δεν κερδίζουν σχεδόν τίποτα από τις εκατοντάδες δις ευρώ πλεονάζουσας ρευστότητας που έχουν καταθέσει στην ΕΚΤ. Αλλά, το κόστος χρηματοδότησής τους δεν είναι μηδέν. Οι γερμανικές τράπεζες μπορεί να είναι σε θέση να εκδίδουν τίτλους σε πολύ χαμηλές τιμές, ωστόσο οι τιμές αυτές παραμένουν υψηλότερες από όσα κερδίζουν από τις καταθέσεις τους στην ΕΚΤ. Επιπλέον, είναι αναγκασμένες να διατηρούν ένα εκτεταμένο –και ως εκ τούτου ακριβό- εγχώριο δίκτυο λιανικής για να μαζεύουν τις καταθέσεις ταμιευτηρίου από τις οποίες δεν επωφελούνται.
Φυσικά, κάποιες τράπεζες πάντα θα τα πηγαίνουν καλύτερα από άλλες. Παρομοίως, ορισμένες τράπεζες θα υποφέρουν περισσότερο από τις αρνητικές τάσεις. Επομένως είναι απαραίτητο να αναλύει κανείς την κατάσταση της κάθε τράπεζας ξεχωριστά. Είναι ξεκάθαρο όμως, ότι σε ένα περιβάλλον αργής ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων και υψηλών ασφάλιστρων κινδύνου, πολλές τράπεζες χρειάζεται να αγωνιστούν για να επιβιώσουν.
Δυστυχώς, το πρόβλημα αυτό δε μπορεί να αφεθεί στις αγορές. Μία τράπεζα χωρίς βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο δε μπορεί να συρρικνωθεί σταδιακά και μετά να εξαφανιστεί. Η τιμή της μετοχής της μπορεί να μειωθεί προς το μηδέν, αλλά οι πελάτες λιανικής της θα αγνοούν παντελώς τις δυσκολίες της. Επιπλέον, οι υπόλοιποι πιστωτές θα συνεχίσουν να παρέχουν χρηματοδότηση, διότι θα περιμένουν τις (εθνικές) αρχές να παρέμβουν –είτε με την παροχή έκτακτης χρηματοδότησης ή με την ρύθμιση συγχώνευσης με άλλη τράπεζα- προτού χρεοκοπήσει η τράπεζα. Οι πρόσφατες επίσημες συνομιλίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με το «bail-in» με τη συμμετοχή των τραπεζικών πιστωτών, δεν έχει εντυπωσιάσει ιδιαίτερα τις αγορές, αν μη τι άλλο διότι οι νέοι κανονισμοί που υποτίθεται ότι θα επιβάλλουν απώλειες στους πιστωτές αναμένεται να τεθούν σε ισχύ από το 2018.
Ξεκινώντας από το επόμενο έτος, όταν αναλάβει την εξουσία για την εποπτεία των τραπεζών, η ΕΚΤ θα επανεξετάσει την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών. Ωστόσο, δεν θα είναι σε θέση να εξετάσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών. Οι υπάρχοντες κάτοχοι θα αντισταθούν μέχρι τέλους σε κάθε αραίωση του ελέγχου τους• και καμία εθνική αρχή δεν είναι πιθανό να παραδεχθεί ότι οι «πρωταθλητές» της δεν διαθέτουν εύλογο σχέδιο προς την οικονομική βιωσιμότητα.
Το να κρατάς ζωντανό ένα αδύναμο τραπεζικό σύστημα έχει υψηλό οικονομικό κόστος. Οι τράπεζες με πολύ μικρό κεφάλαιο, ή αυτές δίχως βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο, έχουν την τάση να συνεχίζουν να δανείζουν στους υπάρχοντες πελάτες τους, ακόμη κι αν τα δάνεια αυτά είναι αμφίβολα, και να περιορίζουν το δανεισμό στις νέες επιχειρήσεις ή στα νέα έργα. Η εσφαλμένη αυτή κατανομή των κεφαλαίων εμποδίζει οποιαδήποτε ανάκαμψη και υπονομεύει τις προοπτικές για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Αυτό που πρέπει να γίνει είναι αρκετά σαφές: πρέπει να ανακεφαλαιωθεί μεγάλο μέρος του τομέα και να αναδιαρθρωθούν τα μέρη αυτά που δεν διαθέτουν βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Ωστόσο, αυτό είναι απίθανο να συμβεί στο εγγύς μέλλον. Δυστυχώς, μέχρι να συμβεί, η Ευρώπη είναι απίθανο να ανακάμψει πλήρως από την τρέχουσα ύφεσή της.
www.banksnews.gr