Πριν ακόμη υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο τόσο ο τότε πρόεδρος του ΔΝΤ Στρος Καν, όσο και άλλοι προβεβλημένοι διεθνείς παράγοντες είχαν μιλήσει ξεκάθαρα. Είχαν δηλώσει ότι εφόσον η Ελλάδα δεν έχει δικό της νόμισμα να υποτιμήσει, θα πρέπει να γίνει «εσωτερική υποτίμηση».
Αυτός ήταν ο ένας από τους δυο βασικούς στόχους του περίφημου πλέον μνημονίου, προκειμένου, κατά τα λεγόμενα τους, να αυξηθεί η «ανταγωνιστικότητα» της χώρας Η εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών, ήταν ο άλλος στόχος, ενώ οι διαρθρωτικές αλλαγές, ήταν και είναι επικουρικά μέσα για την επίτευξη αυτών των δύο στόχων.
Έκτοτε, ουδείς αρμόδιος, σε ολόκληρο το διεθνές στερέωμα, βγήκε να πει κάποιο «συγνώμη λάθος» που να ανατρέπει αυτή την συλλογιστική περί «εσωτερικής υποτίμησης».
Τι σημαίνει όμως «εσωτερική υποτίμηση»; Σημαίνει μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, (άρα μείωση μισθών, συντάξεων και γενικώς των απολαβών), μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων (κυρίως των ακινήτων αλλά και γενικότερα των ελληνικών assets) κι εν τέλει δραστική μείωση του βιοτικού επιπέδου, ιδίως σε μια χώρα που εισάγει από αεροπλάνα μέχρι και… κοπριά (από την γειτονική Τουρκία).
Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς, από τον ορυμαγδό των τελευταίων 2,5 ετών, η «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας φέρεται απλώς να έχει καλύψει σε ποσοστό 75%, το άνοιγμα της ψαλίδας, σε σχέση με άλλες χώρες, το οποίο δημιουργήθηκε μετά την είσοδο της χώρας στο ευρώ.
Σύμφωνα λοιπόν ακόμη και με αυτά τα «αισιόδοξα» στοιχεία, απομένει ακόμη (τουλάχιστον) το υπόλοιπο… 25%. Το οποίο προκειμένου να υλοποιηθεί, με τη μέχρι σήμερα… «μεθοδολογία»,προβλέπει περαιτέρω μειώσεις απολαβών. Αυτό είναι το ένοχο μυστικό…
Για να μην παρεξηγηθώ, σπεύδω να σημειώσω ότι διαφωνώ σε πολύ μεγάλο βαθμό με αυτή τη λογική που συνδέει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, μιας δυτικοευρωπαϊκής χώρας, με ισχυρά πλεονεκτήματα σε επιμέρους τομείς (τουρισμός, ναυτιλία, δυνατότητες μετατροπής σε κομβικό σημείο της ΝΑ Μεσογείου κ.λπ.) κυρίως με το «κόστος εργασίας».
Ιδίως αν ληφθεί υπ όψιν ότι υπάρχουν άλλες χώρες στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή που ελπίζω ότι ποτέ δεν θα «πατσίσουμε» προς τα κάτω, σε ό,τι αφορά το εργασιακό κόστος, διότι αυτής της εξέλιξης θα έχουν προηγηθεί πολύ ζοφερά φαινόμενα για την πατρίδα μας.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η άποψη μου δεν έχει σημασία. Δεν μετέχω στην περιβόητη τρόικα, ούτε αποφασίζω εκ μέρους της Ελλάδας.
Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι μετά από εμπειρία 2,5 ετών, ουδείς στην τρόικα ή την ελληνική κυβέρνηση, δείχνει να έχει αντιληφθεί ότι:
1. Για όσο το ελληνικό δημόσιο λειτουργεί χωρίς ικανοποιητική «πληροφοριακή δομή», από την μηχανοργάνωση και την αρχειοθέτηση, έως τη διασύνδεση των υπηρεσιών ή και των τμημάτων των υπηρεσιών, μεταξύ τους, είτε πρόκειται για την εφορία, είτε για τα τελωνεία, είτε για τα δικαστήρια, είτε και για τις προμήθειες του, η κατάσταση θα παραμένει ανοργάνωτη, σχεδόν τριτοκοσμική και το αποτέλεσμα των προσπαθειών θα είναι περιορισμένο
2. Ότι αν δεν ξεμπλέξει κανείς το δαιδαλώδες πλέγμα της ελληνικής νομοθεσίας, είτε αυτή αφορά την φορολογία, είτε την πολεοδομία, είτε τις δασικές εκτάσεις, είτε άλλους εξαιρετικά πολυάριθμους τομείς, οι προσπάθειες θα σκοντάφτουν σε αλληλοσυγκρουόμενους νόμους, σε νομικά θέματα και ερμηνείες, σε «θολά τοπία» που θέλουν χρόνια για να ξεκαθαρίσουν.
Είναι λοιπόν «ανόητοι» οι εκπρόσωποι της τρόικας και δεν αντιλαμβάνονται όλα αυτά; Ασφαλώς και όχι. Ακόμη κι αν δεν τα είχαν αντιληφθεί στην αρχή, σίγουρα είναι σε θέση να τα γνωρίζουν σήμερα.
Ωστόσο επιμένουν σε μια τακτική που καταφανώς εξυπηρετεί τους αρχικούς και ουδέποτεαποκηρυγμένους στόχους τους:
Βίαιη εσωτερική υποτίμηση και βίαιος μηδενισμός των ελλειμμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Πρόκειται για τακτική που πέραν της ζημίας που προκαλεί άμεσα στο βιοτικό μας επίπεδο, ξεκάθαραθυσιάζει το ελληνικό «αύριο», στις ανάγκες του ευρωπαϊκού πολιτικού «σήμερα». Για τακτική που έτσι κι αλλιώς έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να αποτύχει παρά να επιτύχει (όπως παραδέχονται δεκάδες γνωστοί οικονομολόγοι ανά τον κόσμο), δεδομένης της υφιστάμενης διοικητικής, οικονομικής, πολιτικής αλλά και κοινωνικής υποδομής της χώρας.
Όλα αυτά όμως ουδόλως αλλάζουν το γεγονός: Η τρόικα ζητά ανενδοίαστα από την ελληνική κυβέρνηση περισσότερες περικοπές, όχι μόνον στον κρατικό αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, όχι διότι θρέφει φρούδες ελπίδες, πως κάτι τέτοιο δεν θα φέρει περαιτέρω ισχυρή ύφεση, αλλά διότιεξακολουθεί να εμμένει στο αρχικό δίπολο των στόχων. Εσωτερική υποτίμηση και άμεση εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών.
Κατ’ αυτούς, ασχέτως των όσων δηλώνουν, η ανάπτυξη μπορεί να περιμένει!
Πολύ αμφιβάλλω όμως για το πόσο ακόμη θα περιμένει- και θα υπομένει- η ελληνική κοινωνία.
ΥΓ: Κάποιοι θα σημειώσουν ότι η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις κι ότι σε αυτά τα θέματα η τρόικα δεν έχει δείξει την ίδια «εμμονή».