Γράφει ο Οδυσσέας Τσαγκαράκης*
Τι πρέπει να συμβεί ακόμη, μετά από τα μνημόνια της εξαθλίωσης, με τα εξοντωτικά μέτρα και τις αυτοκτονίες, για να καταλάβουν οι πάντες ότι τα κόμματα της σημερινής Βουλής δεν μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα που δημιούργησαν ή είναι συνυπεύθυνα για αυτά; Οι ηγεσίες τους μπορεί να αλλάζουν και αλλάζουν, όψιμοι «πατριώτες» και «σωτήρες» εμφανίζονται κατά διαστήματα, αλλά το τέλμα παραμένει τέλμα. Δυστυχώς.
Γιατί (ενώ μισθοί, συντάξεις και βασικές κοινωνικές παροχές συρρικνώνονται διαρκώς με νέες περικοπές μετά τις εκλογές) δεν εισπράττονται (εν ανάγκη και με κατασχέσεις) μεγάλες οφειλές προς το Δημόσιο; Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ράιχενμπαχ από τα 40 τόσα δισεκατομμύρια οφειλών τα 10 τουλάχιστον είναι άμεσα εισπράξιμα. Σε τι ωφελεί πρακτικά η δημοσιοποίηση μιας λίστας μεγαλοφειλετών όταν δε συνοδεύεται παράλληλα και από μια λίστα είσπραξης των οφειλών; Βέβαια, αν η μια πράξη ήταν σχετικά εύκολη, η άλλη είναι δύσκολη και εγκυμονεί θανάσιμους κινδύνους για το πολιτικό κατεστημένο που πρέπει κάποτε να ξηλωθεί. Μήπως έφτασε η ώρα;
Είναι πλέον πασιφανές: δεν υπάρχει πολιτική βούληση για να εισπραχθούν οι οφειλές και να ληφθούν οι αναγκαίες προς τούτο αποφάσεις (ακόμη και με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, όπως σε άλλα θέματα, ακόμη και ήσσονος σημασίας). Και αυτό με ευθύνη και συνενοχή όλων των κομμάτων. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης δείχνει αδυναμία σύγκρουσης με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, ό, τι μπορεί μόνο να σημαίνει εξάρτηση από αυτά, παρά την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων.
Έτσι συνεχίζεται η αφαίμαξη: πετσόκομα μισθών και συντάξεων, κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων και μέτρα υπερφορολόγησης. Από κάπου πρέπει να εξοικονομηθούν τα λεφτά (μετά και τη λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, την καταλήστευση του δημοσίου χρήματος, την ύφεση και την αναπόφευκτη απώλεια εσόδων). Από την άλλη μεριά, οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι δεν είναι διατεθειμένοι να υποστούν ουσιαστικές περικοπές (τουλάχιστο 40% ) στις «βασιλικές» αποδοχές τους (χάρη της εθνικής προσπάθειας), αλλά ούτε και να χάσουν τα κάθε είδους (εξωφρενικά για τα σημερινά δεδομένα) προνόμια ή να μειώσουν τον επίσης σκανδαλώδη (για μια καταχρεωμένη χώρα των περίπου 11.000.000 ψυχών) αριθμό τους σε βουλευτές, υπουργούς και υφυπουργούς (με κοπάδια από συμβούλους, συνήθως άσχετους, πολυπληθή επιτελεία, που μοσχοπληρώνουν οι βαρυποινίτες φορολογούμενοι, και με στρατιές από επίσης ακριβοπληρωμένους παρατρεχάμενους).
Και είχαν και το θράσος να ζητήσουν εκβιαστικά νωπή λαϊκή εντολή και μάλιστα ισχυρή. Να κάνουν τι και για ποιους; Για το λαό που εξαπάτησαν, εξευτέλισαν και στη συνέχεια εξαθλίωσαν;
Τελικά, οι προσπάθειες του λαού (για περιστολή δαπανών), μόνες και κατάμονες, δεν φαίνεται να πιάνουν τόπο ή, αλλιώς, καταντούν «να είναι σαν των Τρώων» (Καβάφης). Πόσο θα αντέξουν τα παραφορτωμένα υποζύγια; Η γέρικη ράχη άρχισε κιόλας να λυγίζει.
Όσοι ψηφοφόροι έχουν ακόμη κομματικές παρωπίδες πρέπει να τις βγάλουν. Κάποτε τις φορούσαν λόγω άγνοιας της επικινδυνότητας του δρόμου στον οποίο βάδιζαν (με ευθύνη ταγών και κομματικών οργάνων). Διαχρονικά, οι πολιτικοί δεν επένδυσαν στα προτερήματα τού Έλληνα (υψηλή ευφυΐα, φιλελεύθερο πνεύμα, δημιουργικό δαιμόνιο, φιλότιμο) και δεν ενθάρρυναν την καλλιέργεια τους. Αντίθετα, στράφηκαν προς τα εγγενή και επίκτητα ελαττώματά του (διχόνοια, ραχάτι, ρουσφέτι) και τα εκμεταλλεύτηκαν για αναρρίχηση και γάντζωμα στην εξουσία (προς ίδιον όφελος φυσικά).
Ούτε σήμερα λένε όλη την αλήθεια και το ρουσφέτι (ενόψει εθνικών εκλογών) οργιάζει (με αποκορύφωμα τις τροπολογίες που κατατέθηκαν σωρηδόν για την εξυπηρέτηση της εκλογικής πελατείας) για έναν απλό, αλλά ουσιαστικό γι αυτούς, λόγο: προέχει να διατηρήσουν τον κερδοφόρο τους θώκο και να εξασφαλίσουν την παχυλή σύνταξη (βλ. και προηγούμενο άρθρο «Υπάρχουν ακόμη Έλληνες που αμφιταλαντεύονται αν θα ψηφίσουν κάποιο από τα υπάρχοντα κόμματα της Βουλής;»).
Με την πελατειακή τους πολιτική αυτά τα κόμματα οδήγησαν τη χώρα στη σήψη, στο οικονομικό αδιέξοδο και στη συνακόλουθη εθνική ταπείνωση. Τώρα φτάσαμε και στις απολύσεις. Όχι τόσο επειδή το ζητάει η «καταραμένη» τρόικα, αλλά επειδή οι κυβερνώντες δεν εννοούν να εισπράξουν τα δισεκατομμύρια από τους μεγαλοφειλέτες και να πιάσουν τους μεγαλοφοροφυγάδες. Έτσι εκπαραθυρώνουν το φουκαρά που καλώς ή κακώς μπήκε στο Δημόσιο και πασχίζει να ζήσει την οικογένειά του.
Τι περιμένουν να δουν ακόμη οι ψηφοφόροι; Να έχουν άραγε πρόβλημα με την παραταξιακή τους συνείδηση ή μήπως νιώθουν την απειλή ακυβερνησίας να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια τους ως άλλη Δαμόκλειος Σπάθη; Η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί. Σαφώς. Αφού όμως τα κόμματα εξουσίας απέτυχαν (με επιστέγασμα της αποτυχίας το σημερινό θλιβερό κατάντημα), τι άλλαξε που να δείχνει ή τουλάχιστο να προμηνύει ότι θα κάνουν κάτι καλό για τη χώρα αυτή τη φορά, ακόμη και στην περίπτωση συγκυβέρνησης από την οποία πρόσφατα πήραμε μια γεύση; Αλλαγές ηγεσιών είχαμε ήδη, με μηδαμινά έως ολέθρια αποτελέσματα. Μήπως έπαθαν και έμαθαν; Η πείρα διδάσκει πως η Αισχύλειος ρήση «πάθει μάθος» («Αγαμέμνων», 177) δεν έχει καθολική ισχύ. Σωστά προειδοποιεί ο λαϊκός θυμόσοφος: «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του».
Ας δείξουμε λοιπόν υπευθυνότητα και τόλμη. Ας εμπιστευτούμε το πηδάλιο του σκάφους σε νέες ηγεσίες με αδιάφθορους και άφθαρτους ανθρώπους (όχι σε νυν ή πρώην μέλη του Κοινοβουλίου), ικανούς και αδούλωτους. Ας τους βοηθήσουμε όλοι να κυβερνήσουν. Έχουμε τη δύναμη. Οργή λαού, φωνή θεού. Αρκεί να απαλλαγούμε από τη νοσηρή νοοτροπία μας.
*Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και συγγραφέας