Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραδέχθηκε χθες ότι η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος, αναθεωρώντας προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη, αφότου διατήρησε τα επιτόκια στο ιστορικό χαμηλό του 1%, επισημαίνοντας όμως ότι οι συνθήκες θα ήταν πολύ χειρότερες, χωρίς τη διοχέτευση ρευστότητας ενός τρισ. ευρώ στο τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ, η οικονομία της Ευρωζώνης ενδεχομένως να συρρικνωθεί 0,5% φέτος ή -στο καλύτερο σενάριο- να αναπτυχθεί με «αναιμικούς» ρυθμούς 0,3%, υποβαθμίζοντας οριακά τις προηγούμενες εκτιμήσεις. Για το 2013, η ΕΚΤ αναμένει ρυθμούς ανάπτυξης 1,1%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ανάπτυξη 1,3%.
Κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, επισήμανε ότι οι υψηλότερες του αναμενομένου ενεργειακές τιμές, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των έμμεσων φόρων, καταδεικνύουν ότι «ο πληθωρισμός αναμένεται να διατηρηθεί πάνω από το 2% το 2012, ενώ επικρατούν κίνδυνοι ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης αναθεώρησε τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη στο 2,4% για φέτος, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 2%. Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι, ελλοχεύουν κίνδυνοι που απειλούν τις οικονομικές προοπτικές και κυρίως οι ανανεωμένες εντάσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές και ο αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία. Παράλληλα, ο κ. Ντράγκι ανέφερε το κίνδυνο των υψηλότερων τιμών στα εμπορεύματα.
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Ντράγκι εμφανίσθηκε αισιόδοξος ότι οι δύο δημοπρασίες τριετούς αναχρηματοδότησης -μέσω των οποίων η ΕΚΤ διοχέτευσε ρευστότητα ενός τρισ. ευρώ στο τραπεζικό σύστημα- κατάφεραν να αποφύγουν την πιστωτική «ασφυξία» και μεγαλύτερη αστάθεια στις αγορές. «Εχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος από τον Νοέμβριο… Οι συνθήκες ρίσκου έχουν βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ντράγκι.
Τα φθηνά δάνεια
Ο ίδιος επισήμανε ότι οι αγορές κρατικού χρέους, όπως και η αγορά καλυμμένων ομολογιών, ακόμη και η αγορά διατραπεζικού δανεισμού, έχουν και πάλι ανοίξει, χάρη στις δημοπρασίες τριετούς ρευστότητας.
Ο κ. Ντράγκι πρόσθεσε ότι τα εύσημα δεν θα πρέπει να αποδοθούν μόνο στην ΕΚΤ, επαινώντας τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που προωθούν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και κυρίως το «δημοσιονομικό σύμφωνο» που υπεγράφη στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την προηγούμενη εβδομάδα.
«Σε γενικές γραμμές, διαπιστώνουμε ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Αρκεί να συγκρίνει κανείς πώς ήταν η κατάσταση τον περσινό Νοέμβριο και πώς είναι σήμερα», δήλωσε κατά τη συνέντευξη Τύπου στη Φραγκφούρτη. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Ντράγκι μετακύλισε στους «ώμους» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων το βάρος για την από εδώ και στο εξής αντιμετώπιση της κρίσης, ζητώντας «μεγαλύτερη πρόοδο προς την αποκατάσταση των δημοσίων οικονομικών και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Η οικονομία της Ευρωζώνης έχει σταθεροποιηθεί τους τελευταίους μήνες, εν μέρει χάρη στις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ το Νοέμβριο και Δεκέμβριο, σε συνδυασμό με τις δύο δημοπρασίες, που κατάφεραν να «καλμάρουν» τις αγορές χρέους της Ευρωζώνης.
Το πιθανότερο όμως είναι ότι μέχρις εδώ φθάνει ο ρόλος της ΕΚΤ στην αντιμετώπιση της κρίσης, εν μέρει εξαιτίας των ολοένα και αυξανόμενων ενδείξεων δυσαρέσκειας ορισμένων μελών στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας. Ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, εξέφρασε τις ανησυχίες του τον προηγούμενο μήνα, σε επιστολή προς τον κ. Ντράγκι. Αλλά και ο Γερμανός Γιούργκεν Σταρκ, πρώην αξιωματούχος της ΕΚΤ, δήλωσε χθες σε γερμανική εφημερίδα ότι η ποιότητα του ισολογισμού της ΕΚΤ είναι πλέον «σοκαριστική».
Ο κ. Σταρκ ήταν ένας εκ των δύο μελών της νομισματικής «αδελφότητας» της ΕΚΤ που παραιτήθηκαν πέρυσι, αντιδρώντας στα έκτακτα μέτρα που εφαρμόζει η κεντρική τράπεζα, κρίνοντας ότι υπερβαίνουν τις αρμοδιότητές της.
Ο κ. Ντράγκι έσπευσε χθες να διαψεύσει τις φήμες περί αντιπαράθεσης μεταξύ ΕΚΤ και Bundesbank. «Η προσωπική μου σχέση με τον Γιενς είναι άριστη… κανείς δεν είναι απομονωμένος στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και ειδικά η Bundesbank δεν είναι απομονωμένη… πραγματικά τιμώ την κουλτούρα και παράδοση της Bundesbank», διαβεβαίωσε ο κ. Ντράγκι, καταλήγοντας ότι «είμαστε όλοι “φρουροί” της σταθερότητας».
Ακολουθώντας το παράδειγμα της ΕΚΤ, και η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε σταθερή τη νομισματική της πολιτική.
Ανάσα για τη διατραπεζική η διοχέτευση ρευστότητας
Τα αποτελέσματα της άφθονης ρευστότητας, που έχει διοχετεύσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητά.
Μία από τις σημαντικότερες ενδείξεις για την άμβλυνση των πιέσεων στις τράπεζες είναι η ταχύτατη υποχώρηση των επιτοκίων διατραπεζικού δανεισμού τους τελευταίους δύο μήνες. Χθες, το επιτόκιο Euribor τριμήνου υποχώρησε από το 0,911% στο 0,902%- τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 17 μηνών και χαμηλότερα από το βασικό επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ- σε μία ένδειξη ότι αποκαθίσταται σταδιακά η εμπιστοσύνη μεταξύ των τραπεζών. Το Euribor εξαμήνου υποχώρησε στο 1,213% από 1,221%, ενώ το δωδεκαμήνου στο 1,544%.
Από το Δεκέμβριο, όταν πραγματοποίησε την πρώτη δημοπρασία φθηνών τριετών δανείων η ΕΚΤ έως σήμερα, τα επιτόκια δανεισμού στη διατραπεζική αγορά έχουν μειωθεί κατά περισσότερο από 1/3, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters η περίσσεια ρευστότητα στην αγορά χρήματος έχει εκτιναχθεί στα επίπεδα- ρεκόρ των 800 δισ. ευρώ. Το επιτόκιο μίας εβδομάδας, το οποίο επηρεάζεται περισσότερο από κάθε άλλο από τα επίπεδα ρευστότητας στο σύστημα, κυμαίνεται κοντά στο 0,319%, ενώ το overnight επιτόκιο κοντά στο 0,35%.
Ενδεικτική της άμβλυνσης των πιέσεων στις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι, όπως επισημαίνουν ειδικοί της αγοράς, και η αισθητή μείωση της διαφοράς ανάμεσα στο διατραπεζικό επιτόκιο Libor σε ευρώ και στο επιτόκιο σε δολάρια OIS. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg από τις αρχές του έτους έχει υποχωρήσει κατά 97 μονάδες βάσης (ή 41%) στις 57 μονάδες βάσης. Εκτιμάται ότι πολύ σύντομα το spread των δύο επιτοκίων θα υποχωρήσει κάτω από τις 56 μ.β., για πρώτη φορά από τον Ιούλιο του 2011.
Παρά τη βελτίωση των συνθηκών στη διατραπεζική αγορά, οι τράπεζες παραμένουν διστακτικές στη χορήγηση δανείων στον ιδιωτικό τομέα. Τον Ιανουάριο οι χορηγήσεις δανείων από ιταλικές τράπεζες προς επιχειρήσεις διαμορφώθηκαν τον Ιανουάριο στα 899,3 δισ. ευρώ- καταγράφοντας πτώση 0,8% σε σχέση με πέρυσι.
Ανησυχία για Πορτογαλία και Ισπανία
Στο προσκήνιο παραμένουν οι ανησυχίες για τη δυνατότητα της Πορτογαλίας να αποφύγει ένα πρόσθετο δάνειο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή μία “ήπια” αναδιάρθρωση του χρέους της.
Η Πορτογαλική Ένωση Τραπεζών, αν και δεν σχολιάζει σενάρια περί δεύτερου πακέτου στήριξης, προειδοποιεί ότι θα είναι δύσκολο για τη χώρα να επιστρέψει πλήρως στις αγορές το 2013, όπως επιδιώκει, αν και αισιοδοξεί ότι θα γίνουν κάποια βήματα με στόχο τη σταδιακά αποκατάστασης της εμπιστοσύνης.
Ο Αντόνιο ντε Σόουζα, επικεφαλής της Ένωσης και πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Πορτογαλίας, σε δηλώσεις του στο Reuters επεσήμανε ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι η κυβέρνηση να βγει στις αγορές με την έκδοση ομολόγων μέγιστης διάρκειας τριών ετών, δοκιμάζοντας έτσι τις διαθέσεις των επενδυτών.
“Κανείς δεν περιμένει ότι θα αρχίσουμε να εκδίδουμε δεκαετή ομόλογα πολλών δισεκατομμυρίων και δεν θα το κάνουμε. Θα ήταν μη ρεαλιστικό” σημείωσε, προσθέτοντας: “Ενδεχομένως να αρχίσουμε σταδιακά να επεκτείνουμε τη διάρκεια των ομολόγων, χωρίς όμως να είμαστε σε θέση να πούμε ότι έχουμε επιστρέψει πραγματικά στις αγορές”.
Το σχέδιο στήριξης της Πορτογαλίας προβλέπει την επιστροφή της στις αγορές χρέους το Σεπτέμβριο του 2013- κάτι, που όμως, αρκετοί αναλυτές αμφισβητούν.
Την ίδια ώρα στην Ισπανία η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με τη σκληρή στάση των Βρυξελλών στο ζήτημα του δημοσιονομικού ελλείμματος, επιχειρεί να επιταχύνει την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Προτεραιότητα έχει δοθεί στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, η οποία χθες έλαβε το πράσινο φως και από το Κοινοβούλιο, με 197 ψήφους υπέρ και 147 κατά.
Η νέα νομοθεσία προβλέπει μεταξύ άλλων μείωση των ημερών αποζημίωσης απόλυσης στις 33 από 45 ανά έτος εργασίας και ελαστικοποίηση των όρων εργασίας. Η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους μέτρα λειτουργούν ως κίνητρο για προσλήψεις και θα συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας, που έχει εκτιναχθεί στο 23%.