Tου Γιάννη Μακριδάκη
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό μια παραδοσιακή ελληνική οικογένεια που ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι στην ύπαιθρο και είχε ένα εύφορο κτήμα ολόγυρα, είχε πηγάδι, στέρνα, περιβόλι και ζώα διάφορα. Πολλές γενιές έζησαν και έθρεψαν τα παιδιά τους μέσα σε αυτό το κτήμα, αλλά έφτασε κάποτε η ώρα, εντός της δεκαετίας του 1980, κατά την οποία ο πατέρας, που είχε μεγαλώσει δουλεύοντας στη γη και μπούχτισε, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να λάβει δάνειο από την τράπεζα και να χτίσει μες στο κτήμα ενοικιαζόμενα δωμάτια για να φιλοξενεί τουρίστες, να συμβαδίσει με την εποχή του και να αναπτυχθεί.
Έχτισε λοιπόν ένα μεγάλο κομμάτι γης που το χρησιμοποιούσαν μέχρι πρότινος για την παραγωγή των αναγκαίων προϊόντων της διατροφής τους αλλά δεν τον πείραξε και πολύ διότι, όπως τα υπολόγισε, με τα λεφτά που κέρδιζε από τον τουρισμό μπορούσε όλα αυτά που δεν παρήγαγε πλέον να τα αγοράζει και να είναι και πιο ξεκούραστος- πέταξε σιχτιρίζοντας και τους παλιούς σπόρους που είχε κρατημένους στο κελάρι ο μακαρίτης ο πατέρας του, ως άχρηστους πλέον.
Οι δουλειές πήγαιναν αρκετά καλά, ξεπλήρωνε τις δόσεις του δανείου κανονικότατα και έτριβε τα χέρια του, ήτανε περήφανος για την απόφασή του και κορδωνότανε κάθε τόσο στη γυναίκα του που έπλενε σεντόνια γελώντας κι αυτή. Μετά από ένα διάστημα αποφάσισε να επεκτείνει λίγο ακόμα την επιχείρησή του, κι έτσι έβγαλε τα ζώα από το κτήμα διότι βρομούσαν και δεν συμβάδιζαν με τους νέους κανόνες υγιεινής, άσε που έπιαναν και πολύτιμο χώρο, έχτισε μερικά ακόμα δωμάτια, έριξε τσιμέντο σε ένα ακόμα μέρος του κτήματος για να το κάνει χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων των πελατών αλλά και των οχημάτων της οικογένειας που φτάσανε να έχουν από ένα ο καθένας τους, να μη σηκώνεται και σκόνη απ’ το χώμα, κι έκανε βόθρο το πηγάδι διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς μιας και οι επισκέπτες αυξάνονταν χρόνο με το χρόνο και οι ανάγκες ήταν επείγουσες.
Αυτός είχε μεγαλώσει ως γιος γεωργού σε ένα ιδιωτικό και αυτόνομο κτήμα με κελάρια γεμάτα σοδειές που εξασφάλιζαν την διατροφική αυτάρκεια της οικογένειας για όλο τον χρόνο αλλά τα παιδιά του τώρα μεγάλωναν ως τέκνα ξενοδόχου, μέσα σε ένα χώρο που καμία σχέση δεν είχε πλέον με γεωργική γη, που τα κελάρια είχαν μετατραπεί σε πλυντήρια, οι στάβλοι σε καζάνια για τη λειτουργία της θέρμανσης, το πηγάδι σε βόθρο και το χωράφι σε τσιμέντο.
Είχαν όμως μπόλικα χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς κι έτσι δεν είχαν ανάγκη ούτε από παραγωγή ούτε από κελάρι για να ζήσουν. Μπορούσαν να ψωνίζουν ανά πάσα ώρα και στιγμή ό,τι χρειαζόταν κι έτσι δεν προβληματίστηκαν ποτέ, απεναντίας ο πατέρας ήταν απόλυτα περήφανος και ευχαριστημένος με το σχέδιο που συνέλαβε και έφερε εις πέρας και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ευτυχή. Εκτός από τον μικρό γιο. Αν δεν είναι αυτό ανάπτυξη και ποιότητα ζωής, τότε τι είναι;
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε πάλι να κλείσει ο ιστορικός κύκλος του οικονομικού αυτού συστήματος. Οι άνθρωποι, επειδή γεννιούνται μια φορά, νομίζουν ότι όλος ο κόσμος μια φορά γεννήθηκε, μαζί τους, ότι δεν υπήρξε τίποτα πριν απ’ αυτούς κι ούτε μετά απ’ αυτούς θα υπάρξει, πως θα τελειώσουν όλα μαζί με τους ίδιους και τους γύρω τους, οπότε έχουν χρέος όλα να τα εκμεταλλευτούν προς όφελός τους, όλα να τα αλλάξουν. Έκλεισε λοιπόν ακόμα μια φορά ο ιστορικός κύκλος της οικονομίας, ήρθε άλλη μια εποχή κρίσης, στενέψανε τα πράγματα για το οικογενειακό εισόδημα, τα δωμάτια αρχίσανε να μένουνε κενά, τα αυτοκίνητα να ακινητοποιούνται λόγω πολλών εξόδων, η αγορά τροφίμων να είναι το βασικό τους μέλημα.
Ο μικρός γιος έκραξε τότε για πρώτη φορά ότι ήτανε λάθος όλη αυτή η κίνηση που είχε κάνει στο παρελθόν ο πατέρας, που κατάστρεψε την πρωτογενή παραγωγή διότι όσο εισόδημα και να σου εξασφαλίζει η ανάπτυξη, άμα δεν έχεις να φας και εισάγεις αγοράζοντας τα αμφιβόλου ποιότητας τρόφιμά σου, δεν έχεις κάνει και κάνα σπουδαίο σχέδιο.
Αυτόν όμως τον καταχέρισαν όλοι μαζί βρίζοντας, διότι ήτανε από μικρός αλαφροϊσκιωτος, οικολόγος, έκλαιγε κάθε φορά που η γιαγιά του πήγαινε να σφάξει έναν πετεινό, έμπλεξε ύστερα και με κάτι παράξενους τύπους αξούριστους κι ακούρευτους στο πανεπιστήμιο κι αρχίσανε να μιλάνε για πράγματα οπισθοδρομικά, για χώματα και σπόρους και καλλιέργειες, μα που ζεις, του φώναξε σε μια δόση η αδερφή του, στο 1940;
Και μέσα σε όλην αυτή την τραγική κατάσταση λοιπόν κάνανε οικογενειακό συμβούλιο και αποφασίσανε, κατά πλειοψηφία βέβαια, με τον μικρό γιο μονάχα να καταψηφίζει, να λάβουνε νέο δάνειο και να πάνε πάλι βουρ για ανάπτυξη, αυτή τη φορά όμως με πράσινη ενέργεια για να είναι ευχαριστημένος κι ο βενιαμίν. Μα τι αχάριστος αυτός! Πάλι είχε αντιρρήσεις.
Ο μεγάλος του αδερφός ξεδίπλωσε το σχέδιο. Στο βορινό κομμάτι του κτήματος που είχε απομείνει ακόμα άχτιστο θα εγκαθιστούσαν μερικές ανεμογεννήτριες, αέρα είχε πολύ η περιοχή και θα γυρίζανε οι προπέλες τους για πάρα πολλές μέρες τον χρόνο, ενώ στο νοτινό, στο φωτεινό κομμάτι θα απλώνανε μερικές σειρές φωτοβολταϊκά, όπως και στην ταράτσα του σπιτιού κι έτσι θα εξασφαλίζανε ένα καλό είσόδημα και δίχως να κάνουνε καμιά ζημιά στο περιβάλλον-απεναντίας.
Δεν μας φτάνει που ζούμε μέσα σε ένα ξενοδοχείο και που έχουμε γίνει πλύστρες για να βγάζουμε λεφτά και να αγοράζουμε όσα ο παππούς παρήγαγε ο ίδιος, δεν μας φτάνει που κάναμε το κτήμα μας τσιμέντο και το πηγάδι μας το γεμίσαμε λύματα, δε μας φτάνει που πετάξαμε τους σπόρους και δεν έχουμε να φάμε μια ντομάτα αλλά τρώμε μόνο τα μεταλλαγμένα που μας πουλάνε, τώρα θέλετε να γίνουμε και ποντικοί, να ζούμε ανάμεσα στα μηχανήματα ενός εργοστασίου που θα παράγει ενέργεια, τους είπε ο μικρός και σηκώθηκε να φύγει από το συμβούλιο νευριασμένος.
Ο πατέρας προσπάθησε να τον συγκρατήσει, πρέπει να γίνεις λίγο πιο φιλοεπενδυτικός, του είπε, δεν είναι δυνατόν να πορεύεσαι με τόσο παλιά μυαλά, ούτε γυναίκα δεν θα βρεις ποτέ σου, ο κόσμος πάει μπροστά κι εσύ πίσω, εξάλλου είναι οικολογικά όλα αυτά που θα κάνουμε. Μάταια όμως, ο μικρός δεν πείστηκε αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε. Αφού δεν ήθελε να φύγει μετανάστης και να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, μια λύση μονάχα του απόμενε. Να παραμείνει εκεί και να υπομένει τις συνέπειες των αποφάσεών της πλειοψηφίας αντιστεκόμενος όσο μπορούσε για να τις μετριάσει.
Στον επόμενο ιστορικό κύκλο που θα κλείσει, μετά από λίγες δεκαετίες πάλι, το οικονομικό αυτό σύστημα, τα εγγόνια του πατέρα, τα παιδιά των παιδιών του, τα οποία θα έχουνε γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε ένα κτήμα που βουίζει και γυαλίζει παράγοντας ενέργεια, η οποία με καλώδια φεύγει προς άγνωστη κατεύθυνση, τα παιδιά που θα νομίζουν ότι στη γη σπέρνεις προπέλες και καθρέφτες μαύρους, τα παιδιά που θα χουν για αδέλφια τον καρκίνο και τη λευχαιμία, τα παιδιά που θα γεννηθούνε δανεισμένα και θα πεθάνουνε χρεωμένα, δεν θα έχουνε ούτε χώρο πια στο κτήμα τους για άλλου είδους ανάπτυξη, έστω και παρόμοια, ούτε τον τρόπο, τον χώρο, τα υλικά και τις γνώσεις για να γυρίσουνε πίσω, να το ξανακάνουνε όπως το είχε ο προπαππούς τους και τουλάχιστον να τρώνε κάτι από αυτό.
Και είναι βέβαιον ότι μια μέρα θα μνημονέψει κάποιο από τα παιδιά εκείνον τον παράξενο θείο, που έμεινε μαγκούφης κι άκληρος, που μιλούσε ακαταλαβίστικα, που ολημερίς έλεγε για κάτι σπόρους και για κάτι νερά που τρέχουνε από ένα μαγκανοπήγαδο και κελαρίζουνε στα αυλάκια του περιβολιού, για έναν κότσυφα που κελαηδούσε αλαφιασμένα σαν τρόμαζε και πετάριζε απ’ τα κλαριά του δέντρου κι όλοι τον ακούγανε και λέγανε πίσω από τις χούφτες τους πως δεν στέκει στα καλά του ο άνθρωπος.
Εύγε στον αρθρογράφο, εύγε και στον begar που ψάρεψε το άρθρο και το ανάρτησε!
Πραγματεύετε ευστοχότατα την ουσιά και την πηγή όλων των προβλημάτων της Ελληνικής κοινωνίας. Κοινωνιολογικής φύσεως είναι η πηγή του κακού για τη χώρα μας, που κατάφερε να πετύχει τη συγκέντρωση του μισού πληθυσμού της χώρας, σε ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ αστικό κέντρο …. Θλίψη.
Σοφή ιστορία
και ειδεικότερα το παρακάτω
Πέρασαν τα χρόνια κι ήρθε πάλι να κλείσει ο ιστορικός κύκλος του οικονομικού αυτού συστήματος. Οι άνθρωποι, επειδή γεννιούνται μια φορά, νομίζουν ότι όλος ο κόσμος μια φορά γεννήθηκε, μαζί τους, ότι δεν υπήρξε τίποτα πριν απ’ αυτούς κι ούτε μετά απ’ αυτούς θα υπάρξει, πως θα τελειώσουν όλα μαζί με τους ίδιους και τους γύρω τους, οπότε έχουν χρέος όλα να τα εκμεταλλευτούν προς όφελός τους, όλα να τα αλλάξουν.