Πως η λιτότητα εξασθενεί αντί να δυναμώσει την οικονομία

Ο ολλανδικής καταγωγής Βρετανός φιλόσοφος και σατιρικός ποιητής Μπέρναρ Μάντβιλ είχε γράψει το 1724 ένα έργο που έμεινε κλασικό με τίτλο ‘Το παραμύθι των Μελισσών:  Ιδιωτικά Ελαττώματα, Δημόσια Οφέλη’. Σε αυτό περιέγραφε με στίχους πως μια ευημερούσα κοινωνία μελισσών αποφάσιζε ξαφνικά να επιδοθεί στην αρετή της λιτότητας περικόπτοντας όλες τις πλεονάζουσες δαπάνες της και την κατανάλωση και κατέρρεε. Και ό,τι  περιγράφει μοιάζει πολύ με αυτό που κάνει η Ευρωζώνη σήμερα απειλώντας να οδηγήσει όλον τον κόσμο σε παγκόσμια ύφεση. Επειδή όμως οι στίχοι στην εποχή μας δεν είναι πειστικοί, ας δούμε τα επιχειρήματα των οικονομολόγων, και δη όχι μιας αφηρημένης οικονομικής θεωρίας, όπως του κεϋνσιανισμού αλλά των ιστορικών μελετών.

Ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα συνόψισε πρόσφατα όλα τα στοιχεία σχετικά με το ερώτημα για το αν η μείωση του δημοσίου ελλείμματος – δηλαδή η μείωση των δημοσίων δαπανών και η αύξηση των φόρων – έχει πάντα αρνητικές επιπτώσεις. Η απάντησή του είναι όχι. Πολλές φορές μετά από μια δραστική μείωση του ελλείμματος, η οικονομία αναπτύσσεται. Πολλές φορές η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας ενισχύει όντως την εμπιστοσύνη και φέρνει ανάκαμψη.

Πρέπει όμως να εξετάσουμε το ζήτημα πιο προσεχτικά κατανοώντας ότι το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και την ύφεση είναι στατιστικό. Η επίπτωση μιας μείωσης του δημοσίου ελλείμματος δεν είναι ποτέ πλήρως προβλέψιμη,  επομένως πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο πιθανό είναι ένα σχέδιο λιτότητας να καταφέρει να αποκαταστήσει την οικονομική ανάπτυξη.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ είναι να διακρίνουμε τις πιθανή αντίστροφη αιτιότητα. Για παράδειγμα, αν τα στοιχεία για τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη εγείρουν ανησυχίες για υπερθέρμανση της οικονομίας και πληθωρισμό, μπορεί μια κυβέρνηση να προσπαθήσει να συγκρατήσει την εγχώρια ζήτηση αυξάνοντας τη φορολογία και μειώνοντας τις δαπάνες. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση μπορεί να πετύχει μόνο εν μέρει μια αποτροπή της υπερθέρμανσης της οικονομίας και αυτό δείχνει στα μάτια των παρατηρητών ότι η λιτότητα ενισχύει την ανάπτυξη. Παρομοίως, το έλλειμμα μιας κυβέρνησης μπορεί να μειώνεται όχι εξαιτίας της λιτότητας αλλά επειδή τα χρηματιστήρια προεξοφλούν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη κι έτσι αυξάνονται τα δημόσια έσοδα από τους κεφαλαιουχικούς φόρους. Για μια ακόμα φορά βλέπουμε ένα σχήμα που μας δείχνει ότι η λιτότητα οδηγεί στην ανάπτυξη, χωρίς αυτό να αληθεύει.

Τρεις οικονομολόγοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο Τζάιμ Γκουατζάρντο,  ο Ντάνιελ Λι και ο Αντρέα Πεσκατόρι μελέτησαν πρόσφατα όλα τα σχέδια λιτότητας που εφάρμοσαν 17 κυβερνήσεις τα τελευταία 30 χρόνια. Η προσέγγιση που ακολούθησαν διέφερε από τις συνηθισμένες. Δεν είδαν μόνο την κίνηση των αριθμών, αλλά προσπάθησαν να διαγράψουν τις προθέσεις των κυβερνήσεων, είδαν τις δηλώσεις των κρατικών αξιωματούχων, διάβασαν ομιλίες επί του προϋπολογισμού, είδαν προγράμματα σταθερότητας μελέτησαν συνεντεύξεις με υπουργούς. Από το σύνολο αυτών των σχεδίων, ξεχώρισαν μόνο τα σχέδια λιτότητας στα οποία οι κυβερνήσεις επέβαλαν αυξήσεις φόρων και μειώσεις  δαπανών επειδή τα θεωρούσαν μια φρόνιμη πολιτική με εν δυνάμει θετικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και απέκλεισαν τα σχέδια λιτότητας που ήθελαν να αποτρέψουν έναν κίνδυνο υπερθέρμανσης. Η ανάλυσή τους διαπίστωσε ότι πράγματι υπάρχει η τάση τα προγράμματα λιτότητας να οδηγούν σταθερά στη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και στην εξασθένιση της οικονομίας. Αν το συμπέρασμα αυτό είναι έγκυρο, αποτελεί σκληρή προειδοποίηση για όσα κάνει σήμερα η Ευρώπη.

Αλλά και στη μελέτη των τριών ασκήθηκε κριτική από την Βάλερι Ράμι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια που θεώρησε ότι το επιχείρημα των Γκουατζάρντο,  Λι και Πεσκατόρι δεν είναι πλήρως αποδεδειγμένο. Υπάρχει πιθανότητα, υποστήριξε η Ράμι, και τα δικά τους αποτελέσματα να αντανακλούν έναν άλλο τύπο αντίστροφης αιτιότητας, εφόσον οι κυβερνήσεις  μπορεί κάλλιστα να ανταποκρίνονται με προγράμματα λιτότητας στην αύξηση του δημόσιου χρέους όταν έχουν λόγους να πιστεύουν ότι οι οικονομικές συνθήκες θα καταστήσουν το χρέος σοβαρό πρόβλημα.

Όμως αυτό φαίνεται απίθανο – γιατί εύλογα κάποιος σκέφτεται ότι οι αρνητικές οικονομικές προοπτικές θα οδηγήσουν τις κυβερνήσεις μάλλον να αναβάλουν παρά να επιταχύνουν τη λήψη μέτρων λιτότητας. Απαντώντας στο σχόλιο της Ράμι, οι τρεις συγγραφείς επιχείρησαν να συνεκτιμήσουν την σοβαρότητα του προβλήματος χρέους των κρατών όπως γίνεται αντιληπτή από τις αγορές κατά την περίοδο που εφαρμόζονται τα σχέδια λιτότητας και κατέληξαν περίπου στα ίδια αποτελέσματα. Αλλά και η Ράμι θα μπορούσε να έχει δίκιο. Στην περίπτωση αυτή αποδεχόμενοι την αντίστροφη αιτιότητα, θα καταλήγαμε απλά στο συμπέρασμα ότι οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών και οι αυξήσεις φόρων τείνουν να ακολουθούνται από ύφεση.

Σε τελική ανάλυση το πρόβλημα για το τι κάνει ένα πρόγραμμα λιτότητας δεν μπορεί να απαντηθεί κατηγορηματικά από τη στιγμή που οι οικονομολόγοι δεν μπορούν να διεξάγουν πλήρως ελεγχόμενα πειράματα. Όταν οι κλινικοί ερευνητές δοκιμάζουν ένα φάρμακο διαιρούν τα υποκείμενά τους σε ομάδες πειράματος και ομάδες ελέγχου και διεξάγουν πολλές δοκιμές. Είναι αδύνατο να κάνουμε κάτι τέτοιο με το δημόσιο χρέος.

Από τη στιγμή που δεν θέλουμε να περιοριστούμε στις αφηρημένες θεωρίες – κεϋνσιανισμός έναντι νεοφιλελευθερισμού – η μόνη λύση που έχουμε είναι να προσφύγουμε στα ιστορικά στοιχεία. Η ιστορική ανάλυση δεν μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα πώς θα αντιδράσει ο κόσμος σε ένα πρόγραμμα λιτότητας. Αλλά σύμφωνα με τις πιο ενδελεχείς μέχρι σήμερα  μελέτες των Γκουατζάρντο,  Λι και Πεσκατόρι, η πλειοψηφία των προγραμμάτων λιτότητας που εφαρμόζονται από ένα κράτος εκτός μιας συγκυρίας υπερθέρμανσης ακολουθείται από ύφεση. Κι αυτή είναι η περίπτωση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων λιτότητας που έχουν ήδη απογοητευτικά αποτελέσματα.

www.banksnews.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *