Από τότε που άρχισε η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ισορροπεί πάνω στην ένταση ανάμεσα στο τι μπορεί να κάνει και στο τι τής επιτρέπεται να κάνει.
Η ΕΚΤ είναι ο μοναδικός θεσμός της Ευρωζώνης που μπορεί να παράσχει απεριόριστη χρηματοδότηση στα κράτη αλλά το καταστατικό της τής απαγορεύει να διασώζει κράτη. Η ΕΚΤ μπορεί όμως να παράσχει απεριόριστη ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα βοηθώντας με τον τρόπο αυτό εμμέσως στην υποχώρηση των χρηματοδοτικών πιέσεων των αγορών κρατικών ομολόγων. Για 18 μήνες στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων η ΕΚΤ αγόραζε κρατικά ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας από τις δευτερογενείς αγορές που το ύψος τους σήμερα ξεπερνά τα 200 δις ευρώ. Επιπλέον χρηματοδοτούσε με δάνεια τις εμπορικές τράπεζες, ενώ πρόσφατα εισήγαγε και την παροχή τριετούς ρευστότητας από την οποία οι τράπεζες αντλήσανε 489 δις ευρώ.
Μιλώντας στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις αρχές Δεκεμβρίου ο Μάριο Ντράγκι υπογράμμισε τη δέσμευσή του στην απεριόριστη στήριξη των τραπεζών προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ενός πιστωτικού κραχ. Η δέσμευση αυτή έγινε πράξη με την παροχή μισού τρις ευρώ μακροπρόθεσμης ρευστότητας προς τις τράπεζες λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Η ΕΚΤ άφησε τις εμπορικές τράπεζες της κάθε χώρας να αποφασίσουν οι ίδιες αν θα χρησιμοποιήσουν τη νέα ρευστότητα για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα υψηλών αποδόσεων. Ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης μίλησαν πιο ανοιχτά: προέτρεψαν τις ιταλικές και ισπανικές τράπεζες να αγοράσουν τα κρατικά ομόλογα τους.
Η πολιτική λογική πίσω από αυτό το αίτημα είναι ξεκάθαρη. Αν οι τράπεζες προχωρήσουν σε αγορές των κρατικών τίτλων της χώρας όπου έχουν την έδρα τους, το κρατικό χρέος σταδιακά θα επανεθνικοποιηθεί μαζί με τον δανεισμό προς τον ιδιωτικό τομέα – καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες που ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα κεφαλαιοποίησης παρέχουν πλέον δάνεια μόνο σε εθνικό επίπεδο. Το αποκαλούμενο carry trade δεν αποτελεί λύση στις συστημικές επιπτώσεις μιας κατάρρευσης των αγορών κρατικών ομολόγων αλλά δίνει λύση στις πολιτικές δυσκολίες της παρούσας κατάστασης.
Το ανησυχητικό είναι πως οι μέχρι στιγμής ενδείξεις μας λένε πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν χρησιμοποιούν την επιπλέον ρευστότητα αλλά την ‘παρκάρουν’ στην ΕΚΤ. Η χρήση του μηχανισμού καταθέσεων της μιας νύχτας της ΕΚΤ από τις τράπεζες από τα 250 δις πέρασε στα 400 δις μετά την έκτακτη επιχείρηση αναχρηματοδότησης και έφτασε τα 480 δις την περασμένη εβδομάδα. Η συμπεριφορά αυτή αντανακλά την αβεβαιότητα των τραπεζών αλλά από τη στιγμή που το ‘παρκάρισμα’ του χρήματος στην ΕΚΤ είναι ζημιογόνα πράξη, δεν θα κρατήσει για πάντα. Αργά ή γρήγορα οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν αυτή τη ρευστότητα. Το ερώτημα είναι πώς.
Ο άμεσος στόχος των τραπεζών είναι να προσαρμοστούν στις νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις και να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους. Αυτό συνεπάγεται ότι θα χρησιμοποιήσουν το χρήμα της ΕΚΤ κατά τρόπο που θα τους επιτρέψει να ανταποκριθούν στους στόχους τους με τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Έτσι, για παράδειγμα, αν χρησιμοποιήσουν τη ρευστότητα για να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τον ιδιωτικό τομέα, θα φροντίσουν να διασφαλίσουν ότι δάνεια θα παίρνουν μόνο οι αξιόπιστοι πελάτες. Κι αυτό σημαίνει ότι το χρήμα που πήραν οι ιταλικές και ισπανικές τράπεζες θα το δανείσουν μέσα στις χώρες αυτές σε ασφαλή νοικοκυριά και κάποιες μεγάλες σταθερές επιχειρήσεις. Αυτό θα διευκολύνει τη λειτουργία των αγορών αλλά δεν θα δώσει την απαραίτητη τόνωση που χρειάζονται σήμερα οι ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η εναλλακτική λύση είναι αυτή που ανέφερε ο Νικολά Σαρκοζί και η Τράπεζα της Γαλλίας. Οι τράπεζες μπορούν να αγοράσουν τα κρατικά ομόλογα της εθνικής τους αρχής. Είναι βεβαίως δύσκολο να φανταστούμε ότι οι τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν όλο αυτό το χρήμα για να αγοράσουν τα ίδια στοιχεία ενεργητικού που κάποιες έσπευδαν να ξεφορτωθούν τους προηγούμενους μήνες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν θα αγοράσουν καθόλου ομόλογα. Στην πραγματικότητα ένα μέρος των 489 δις ευρώ είναι ήδη στις αγορές ομολόγων. Οι ιταλικές και ισπανικές τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν πολύ από τις υψηλές αποδόσεις που τα κρατικά ομόλογα της κυβέρνησης τους προσφέρουν χάρη στη φτηνή ρευστότητα της ΕΚΤ. Οι επενδύσεις αυτές μπορούν να σταθεροποιήσουν την χρηματοδότηση της Μαδρίτης και της Ρώμης ενώ παράλληλα θα ενισχύσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Σε όλα αυτά υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα. Όπως φάνηκε από τις δημοπρασίες των προηγούμενων εβδομάδων, οι τράπεζες αγοράζουν μόνο βραχυχρόνιους τίτλους, ως επί το πλείστον με διάρκεια ωρίμανσης μέχρι τα τρία χρόνια, εκεί δηλαδή πού τελειώνει η χρηματοδότηση της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμιά διάθεση στήριξης των κυβερνήσεων πέρα από τα επίπεδα που θέτει η ΕΚΤ. Το ακόμη πιο σημαντικό είναι πως η ΕΚΤ γίνεται έτσι εκ των πραγμάτων ο δανειστής εσχάτου καταφυγίου, καθώς και οι ξένες τράπεζες περιορίζουν δραστικά την έκθεσή τους στους κίνδυνους στο εξωτερικό.
Ο τοίχος της ρευστότητας της ΕΚΤ θα στηρίξει πολύ λίγο την πραγματική οικονομία. Αντίθετα, αν οι τράπεζες χρησιμοποιήσουν το χρήμα που έχουν παρκάρει επί του παρόντος στην ΕΚΤ για να συνεχίσουν να αγοράζουν βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, ο τοίχος του χρήματος της ΕΚΤ θα έχει μείζονες επιπτώσεις στην αλληλεξάρτηση μεταξύ των χρηματοπιστωτικών συστημάτων της Ευρωζώνης. Ένα χρεοστάσιο, αντί να επιβαρύνει τις ξένες τράπεζες σε λίγες εκτεθειμένες χώρες, θα προσγειωθεί ως επί το πλείστον στον ισολογισμό της ΕΚΤ από όπου οι ζημιές θα μοιραστούν σε όλες τις κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Πρόκειται για μια ήπια μορφή κοινωνικοποίησης του χρέους που θα μπορούσε κάλλιστα να προετοιμάσει το έδαφος για λύσεις του τύπου ευρωομόλογο.
www.banksnews.gr