Το 2011 θα καταγραφεί στη μνήμη μας ως το έτος που πολλοί υπεραισιόδοξοι Αμερικανοί άρχισαν να χάνουν τις ελπίδες τους. Κάποτε ο πρόεδρος Τζον Κένεντι είχε πει ότι η παλίρροια παρασέρνει όλα τα πλοία. Τώρα όμως, που «υποχωρούν τα νερά», οι Αμερικανοί αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι δεν παρασύρθηκαν μόνο τα ανθεκτικά σκαριά, αλλά έγιναν συντρίμμια και τα μικρότερα σκάφη.
Σε αυτή τη σύντομη χρονική στιγμή, όταν η παλίρροια «ανέβαινε», εκατομμύρια Αμερικανοί πίστεψαν ότι ίσως να είχαν μια ελπίδα να υλοποιήσουν το «αμερικανικό όνειρο». Τώρα, όμως, και αυτά τα όνειρα έχουν αρχίσει να απομακρύνονται. Από το 2011 οι αποταμιεύσεις όσων έχασαν τις θέσεις εργασίας τους το 2008 και 2009 ξοδεύθηκαν, ενώ τα επιδόματα ανεργίας εξαντλήθηκαν. Και τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων που ανακοίνωναν νέες προσλήψεις, οι οποίες δεν είναι ακόμη επαρκείς για να καλύψουν τον αριθμό των ατόμων που υπό κανονικές συνθήκες θα εισέρχονταν στην αγορά εργασίας, σήμαναν ελάχιστα για τους 50χρονους, οι οποίοι δεν ελπίζουν πλέον ότι θα μπορέσουν να ξαναπροσληφθούν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Πράγματι, τα άτομα μέσης ηλικίας που πίστεψαν ότι ενδεχομένως να έμεναν άνεργοι για λίγους μήνες, έχουν τώρα συνειδητοποιήσει ότι ουσιαστικά βγήκαν σε υποχρεωτική συνταξιοδότηση. Από την άλλη, οι νέοι που αποφοίτησαν από κολέγια και επιβαρύνονται τώρα με χρέη δεκάδων χιλιάδων δολαρίων από την εκπαίδευσή τους δεν μπορούν να βρουν μια θέση εργασίας. Ατομα δε που μετακινήθηκαν σε οικίες φίλων ή συγγενών τους έχουν μείνει άστεγοι. Τα σπίτια που αγοράστηκαν κατά τη διάρκεια της μεγάλης ευφορίας στην αγορά στέγης εξακολουθούν να βρίσκονται στην αγορά ή έχουν πωληθεί με ζημία. Περισσότερες από επτά εκατομμύρια αμερικανικές οικογένειες έχουν χάσει τα σπίτια τους.
Η σκοτεινή πλευρά της οικονομικής ευημερίας της προηγούμενης δεκαετίας έγινε πλήρως αισθητή και στην Ευρώπη. Οι επιπτώσεις από τη στροφή της Ελλάδας και άλλων κυβερνήσεων σε αυστηρά μέτρα λιτότητας άρχισαν να ασκούν μεγάλο βάρος από πέρυσι. Ο «ιός» της κρίσης μεταδόθηκε στην Ιταλία, ενώ η ανεργία στην Ισπανία, η οποία ήταν κοντά στο 20% από τότε που άρχισε η ύφεση, αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Μέσα σε όλα αυτά, το αδιανόητο -η κατάρρευση του ευρώ- άρχισε να αποτελεί πιθανότητα. Το τρέχον έτος αναμένεται να αποδειχθεί ακόμη χειρότερο. Βεβαίως, υπάρχει πιθανότητα οι ΗΠΑ να επιλύσουν τα πολιτικά τους προβλήματα και τελικά να υιοθετήσουν τα μέτρα στήριξης που κρίνονται αναγκαία για τη μείωση της ανεργίας στο 6% ή 7% (τα προ της κρίσης επίπεδα του 4% ή 5% είναι υπερβολικά για να ελπίζει κάποιος ότι μπορεί να επιτευχθούν). Ομως, αυτό δεν είναι πιθανό στις ΗΠΑ, όπως και στην Ευρώπη τα μέτρα λιτότητας από μόνα τους δεν είναι δυνατόν να επιλύσουν τα προβλήματα. Αντίθετα, τα μέτρα λιτότητας το μόνο που θα κάνουν είναι να επιτείνουν την οικονομική επιβράδυνση και χωρίς την ανάπτυξη, η κρίση χρέους -και η κρίση του ευρώ- θα επιδεινωθεί. Η μακρόχρονη κρίση που άρχισε με την κατάρρευση της αγοράς στέγης το 2007 μαζί με τη συνεπακόλουθη ύφεση θα συνεχιστούν. Πολύ περισσότερο οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες αντεπεξήλθαν επιτυχώς στις καταιγίδες του 2008 και 2009, ίσως να μην καταφέρουν να αντιμετωπίσουν το ίδιο καλά τα προβλήματα που διαφαίνονται στον ορίζοντα. Ηδη, η ανάπτυξη της Βραζιλίας παρουσίασε στασιμότητα, πυροδοτώντας ανησυχίες στα γειτονικά κράτη της Λατινικής Αμερικής.
Εν τω μεταξύ, δεν έχουν επιλυθεί μακροχρόνια προβλήματα, όπως το θέμα της κλιματικής αλλαγής και άλλες περιβαλλοντικές απειλές σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανισότητα στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Ορισμένα μάλιστα από τα προβλήματα αυτά έχουν καταστεί πιο σοβαρά. Για παράδειγμα, η υψηλή ανεργία συνθλίβει τους μισθούς και αυξάνει τη φτώχεια.
Τα καλά νέα είναι ότι η αντιμετώπιση αυτών των μακροχρόνιων προβλημάτων θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση των βραχυπρόθεσμων προβλημάτων. Η αύξηση των επενδύσεων για τη θωράκιση της οικονομίας από το φαινόμενου του θερμοκηπίου θα μπορούσε να συμβάλει στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, στην ανάπτυξη και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επίσης, περισσότερη προοδευτική φορολόγηση, η οποία ουσιαστικά αναδιανέμει το εισόδημα από την ανώτατη προς τη μεσαία και χαμηλή τάξη, θα μπορούσε ταυτόχρονα να μειώσει την ανισότητα και να αυξήσει τις θέσεις εργασίας, ενισχύοντας τη συνολική ζήτηση. Η υψηλότερη φορολογία στην ανώτατη κλίμακα θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων δημοσίων επενδύσεων και να προσφέρει κάποια κοινωνική προστασία στα άτομα της κατώτερης κοινωνικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων των ανέργων.
Ακόμη και στην περίπτωση που δεν διευρυνθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, τέτοιου είδους αυξήσεις σε φόρους και δαπάνες σε «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς» θα μπορούσαν να μειώσουν την ανεργία και να αυξήσουν την παραγωγή. Το σημείο ανησυχίας, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι αυτές οι πολιτικές και αυτή η ιδεολογία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αλλά ειδικά στις ΗΠΑ, δεν πρόκειται να επιτρέψουν σε κανένα απ’ αυτά τα δύο να συμβούν. Η σταθεροποίηση του ελλείμματος θα οδηγήσει σε περικοπές των κοινωνικών δαπανών, επιδεινώνοντας την ανισότητα. Αντίστοιχα η έλξη της θεωρίας των supply-side economics, παρά τα επιχειρήματα εναντίον της (ειδικά σε μία περίοδο υψηλής ανεργίας), θα αποτρέψει την αύξηση των φόρων στην ανώτατη κλίμακα εισοδήματος. Ομως, ακόμη και πριν από την κρίση, υπήρξε εξισορρόπηση των οικονομικών δυνάμεων -ουσιαστικά πρόκειται για διόρθωση μιας ανωμαλίας 200 ετών, στο πλαίσιο της οποίας το μερίδιο της Ασίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ υποχώρησε από το περίπου 50% σε ένα επίπεδο χαμηλότερο από 10%. Η πραγματική δέσμευση στην ανάπτυξη που μπορεί να διακρίνει κάποιος στην Ασία και άλλες αναδυόμενες αγορές έρχεται σήμερα σε αντίθεση με τις εσφαλμένες πολιτικές της Δύσης, οι οποίες καθοδηγούμενες από ένα μείγμα ιδεολογίας και κεκτημένων συμφερόντων, φαίνεται επίσης να αντανακλά τη δέσμευση να μην υπάρξει ανάπτυξη.
Κατά συνέπεια, η εξισορρόπηση της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να επιταχυνθεί, ανοίγοντας αναπόφευκτα το δρόμο σε πολιτικές εντάσεις. Με όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία, θα είμαστε τυχεροί εάν οι εντάσεις αυτές δεν αρχίσουν να εκδηλώνονται τους προσεχείς 12 μήνες.
Aρθρο του JOSEPH E. STIGLITZ
Ο κ. Joseph E. Stiglitz είναι καθηγητής Πανεπιστημίου στο Columbia University, είναι νομπελίστας Οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Free Markets and the Sinking of the Global Economy».